του Paul Waldman (*)
Αν μιλήσετε στους πιο ένθερμους υποστηρικτές οποιουδήποτε υποψήφιου για το χρίσμα των Δημοκρατικών, θα σας πουν ότι ο υποψήφιός τους όχι μόνο θα νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου, αλλά θα τον συντρίψει. Ο καθένας έχει τη δική του θεωρία: ο Τζο Μπάιντεν θα κερδίσει τους λευκούς της εργατικής τάξης, ο Μπέρνι Σάντερς θα κινητοποιήσει τους νέους. Ολοι όμως πιστεύουν ότι ο υποψήφιός τους είναι ο μόνος που μπορεί να νικήσει με ασφάλεια τον Τραμπ.
Δεν είναι όμως νωρίς για να δεχθούμε κάτι για τις εκλογές, που δεν πρόκειται να αλλάξει όποιος κι αν είναι ο υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος: όχι μόνο οι εκλογές αυτές θα είναι αμφίρροπες, αλλά θα είναι αδύνατον να προβλέψει κανείς τι θα συμβεί πριν φτάσει η ημέρα των εκλογών.
Και αυτό επειδή δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς θα είναι η σύνθεση του εκλογικού σώματος. Και δεν θα το γνωρίζουμε μέχρι να εμφανιστεί στις κάλπες.
Η τελευταία δημοσκόπηση της Washington Post δείχνει ότι o Tραμπ υπολείπεται του Τζο Μπάιντεν κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες, του Μπέρνι Σάντερς κατά 2, του Μάικ Μπλούμπεργκ κατά 3 και της Εϊμι Κλομπούσαρ κατά 1. Είναι ισόπαλος με την Ελίζαμπεθ Γουόρεν και προηγείται του Πιτ Μπούτιτζεγκ κατά 3. Τα στοιχεία αυτά, που βρίσκονται εντός του περιθωρίου του λάθους, δεν μας λένε τίποτα για το ποιος θα είχε τις περισσότερες πιθανότητες απέναντι στον Τραμπ.
Επιπλέον, δεν ξέρουμε αυτή τη στιγμή τι είδους επίθεση θα εξαπολύσουν ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί στον υποψήφιο των Δημοκρατικών και πώς θα αντιδράσει ο τελευταίος. Αυτή τη στιγμή οι ψηφοφόροι βασίζουν την κρίση τους σε πολύ ελλιπείς πληροφορίες για τους Δημοκρατικούς. Ξέρουν καλά όμως πώς νιώθουν για τον Τραμπ. Και εκεί βρίσκεται το πραγματικό ενδιαφέρον αυτής της δημοσκόπησης.
Απέναντι σε οποιονδήποτε υποψήφιο των Δημοκρατικών, ο Τραμπ αποσπά την ίδια υποστήριξη: 46-48%. Ακόμη κι απέναντι στον υποψήφιο που νικά, τον Μπούτιτζεγκ, πάλι παίρνει 48%. Και αν δεν συμβεί κάτι πολύ μεγάλο μέχρι τις εκλογές, όπως μια ξαφνική ύφεση, αυτό θα είναι το ποσοστό του μέχρι την ημέρα των εκλογών. Κατά σύμπτωση, είναι και το ποσοστό που πήρε το 2016. Ο Τραμπ κέρδισε το 46% της λαϊκής ψήφου, που μεταφράζεται σε 49% αν αφαιρέσει κανείς τα μικρότερα κόμματα.
Η διαφορά των δύο μονάδων υπέρ της Κλίντον ήταν η ίδια που είχαν προβλέψει οι δημοσκοπήσεις. Και ενώ όλοι είχαν πειστεί ότι αυτή θα ήταν η επόμενη πρόεδρος, αποδείχθηκε ότι η κατανομή των ψήφων συνέφερε περισσότερο τον Τραμπ.
Κανείς από εμάς δεν θα εκπλαγεί αν η εικόνα παραμείνει η ίδια μέχρι τις 3 Νοεμβρίου: ο Τραμπ γύρω στο 46-48% και ο υποψήφιος ή η υποψήφια των Δημοκρατικών λίγο μπροστά του. Κάτι που μας γυρίζει πίσω στο ερώτημα για τη σύνθεση του εκλογικού σώματος. Τόσο το επιτελείο του Τραμπ όσο και υποψήφιοι των Δημοκρατικών όπως ο Σάντερς και η Γουόρεν ελπίζουν οι εκστρατείες τους να αλλάξουν αυτή τη σύνθεση.
Ο Τραμπ θα προσπαθήσει να το κάνει κινητοποιώντας και πάλι τους λευκούς της εργατικής τάξης που τον ψήφισαν πριν από τέσσερα χρόνια και υπονομεύοντας τις ψήφους των μαύρων και άλλων μειονοτήτων. Οι φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί πιστεύουν ότι μπορούν να επεκτείνουν το εκλογικό σώμα οργανώνοντας και κινητοποιώντας τους νέους, τις μόνες γυναίκες, τις μειονότητες και οποιονδήποτε άλλον διάκειται θετικά προς το Δημοκρατικό Κόμμα αλλά δεν προσέρχεται πρόθυμα στις κάλπες. Μετριοπαθείς όπως ο Μπάιντεν και η Κλομπούσαρ, πάλι, θα προσπαθήσουν να πάρουν με το μέρος τους ψηφοφόρους του Τραμπ και ανεξάρτητους.
Οι δημοσκοπήσεις περιπλέκονται ακόμη περισσότερο επειδή πολλοί λένε ψέματα για να δείξουν ότι είναι ενεργοί πολίτες. Δεν θα ξέρουμε τι αποτέλεσμα έχουν οι προσπάθειες των κομμάτων μέχρι την ημέρα των εκλογών. Και ασφαλώς δεν ξέρουμε σήμερα. Κάτι που σημαίνει ότι κάθε ημέρα μέχρι τις 3 Νοεμβρίου θα είναι γεμάτη με άγχος και φόβο. Όπως ακριβώς και η υπόλοιπη εποχή του Τραμπ.
(*) Ο Πολ Γουόλντμαν είναι αρθρογράφος της Washington Post
(Πηγή: Washington Post)