Μπορεί τα σημάδια του πολέμου να ήταν εμφανή μήνες πριν, μπορεί κινήσεις τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το έμψυχο δυναμικό να ήταν ορατές πολύ νωρίς, ωστόσο δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ο λαός είχε συνειδητοποιήσει τι ακριβώς σήμαινε ένας πόλεμος με τους Ιταλούς το 1940.
Αυτό τουλάχιστον παρατηρήθηκε στη Φθιώτιδα καθώς οι εκκλήσεις από τους τοπικούς παράγοντες ξεκινούν μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Ακόμη από την άνοιξη του 1940 είχαν ξεκινήσει οι προσκλήσεις έτσι ώστε να πυκνώσουν τα στρατιωτικά τμήματα με εφέδρους για να εκπαιδευτούν και βεβαίως να προωθηθούν σε κρίσιμα σημεία.
Σύμφωνα με τον ερευνητή Κώστα Μπαλωμένο που μιλά στο ΑΠΕ – ΜΠΕ «στην περιοχή της Φθιώτιδας στις 31 Μαρτίου κλήθηκαν από το 42 Σ.Ε της Λαμίας οι υπαξιωματικοί δηλαδή επιλοχίες και λοχίες των κλάσεων 1929 έως 1936 και το επόμενο διάστημα ακολούθησαν ανάλογες προσκλήσεις για τους αξιωματικούς».
Ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό περιγράφεται η συγκρότηση μιας πολεμικής μηχανής που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών. Από τις 27 Αυγούστου μέχρι και 2 Σεπτεμβρίου του 1940 έγινε μία προκαταρκτική επιστράτευση καθώς επιδόθηκαν -σε αυτή τη φάση- ατομικά φύλλα πορείας στη Λαμία. Είναι δε γνωστό ότι στις 29 Αυγούστου εξελίσσεται μία κανονική επιστράτευση καθώς ήρθαν οι έφεδροι και το 42 Σύνταγμα Ευζώνων που συγκροτείται στη Λαμία ετοιμάστηκε για να αναχωρήσει πράγμα το οποίο έγινε στις 4 Σεπτεμβρίου.
Οι πρώτες προετοιμασίες
«Σε επίπεδο κοινωνίας μάλλον τα πράγματα ήταν σε εντελώς διαφορετικό σημείο» συμπεραίνει ο Κώστας Μπαλωμένος μιλώντας στο ΑΠΕ ΜΠΕ και συνεχίζει λέγοντας πως «μέσα από τον τοπικό Τύπο οι πολίτες δεν είχαν εγκλιματιστεί με τις σειρήνες και τους συναγερμούς, ούτε γνώριζαν πού είναι τα καταφύγια».
Την 1η Νοεμβρίου 1940 η τότε Χωροφυλακή ανακοινώνει ότι «ο συναγερμός θα γίνεται με σειρήνα και ο ήχος θα είναι συνεχόμενος και με διάρκεια 3 λεπτά» . Μάλιστα έδινε στη δημοσιότητα και άλλες λεπτομέρειες για το πώς δηλαδή θα μπορέσουν να καταλάβουν τον ήχο της σειρήνας και σε απομακρυσμένες περιοχές.
Μάλιστα στις ενημερωτικές καταχωρήσεις στον Τύπο εκείνης της περιόδου δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στη λήξη του συναγερμού και μετά, καθώς τονίζεται πως «με τη λήξη του συναγερμού απαγορεύεται η κυκλοφορία των πολιτών στους δρόμους», πράγμα το οποίο επαναλαμβάνεται συνέχεια καλώντας τους κατοίκους «να μείνουν στα καταφύγια η υπόγεια των σπιτιών τους».
Εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία τις πρώτες μέρες από την κήρυξη του πολέμου και μετά είναι ότι οι αρμόδιοι προσπαθούν να δώσουν τις πρώτες χρηστικές πληροφορίες για το τι δηλαδή είναι απαραίτητο να έχουν οι κάτοικοι.
Έτσι λοιπόν με μεγάλη επιμονή σημειώνουν την ανάγκη «σε κάθε σπίτι να έχει δοχεία με αρκετό νερό για να μπορέσει να αντιμετωπίσει πυρκαγιές» εννοώντας πυρκαγιές λόγω των βομβαρδισμών, «να έχει άμμο για να αντιμετωπίσει με αυτό τον τρόπο τις εμπρηστικές βόμβες και βεβαίως να έχει και ένα πρόχειρο φαρμακείο». Μάλιστα οι αρμόδιοι της περιοχής ζητούσαν τα συγκεκριμένα αυτά πράγματα να τα έχουν μεταφέρει σε συγκεκριμένους χώρους και ιδιαίτερα κοντά στα καταφύγια για να μπορούν να τα χρησιμοποιούν.
Το «καθήκον»
Ιδιαίτερη αξία ωστόσο έχει το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες τη περιοχής που σκέφτονται πώς θα οργανωθεί η ζωή την επόμενη μέρα καθώς οι παραγωγικές δυνάμεις του τόπου είχαν αναχωρήσει για το μέτωπο.
Ο τότε δήμαρχος Λαμίας Αθανάσιος Γραμματίκας δημοσίευσε μία επιστολή την οποία αποκαλύπτει ο ερευνητής Κώστας Μπαλωμένος και έχει τίτλο «Καθήκον» που με αυτή καλεί τους πολίτες της Λαμίας να προχωρήσουν άμεσα και να καλλιεργήσουν κάθε ελεύθερο χωράφι είτε από εκείνα που έχουν στην ιδιοκτησία τους ή ακόμη και να ενοικιάσουν. Ζητά οι καλλιέργειες να έχουν σχέση κυρίως με δημητριακά και σιτάρι τονίζοντας την εθνική ανάγκη να υπάρχουν τρόφιμα για τον πόλεμο.
Ο δήμαρχος δεν παροτρύνει μόνο αλλά επιμένει να υπάρξουν εντατικές καλλιέργειες και «να μη μείνει ακαλλιέργητη ούτε μία σπιθαμή ακόμη και χέρσου εδάφους αλλά και οι καλλιέργειες να είναι εντατικές έτσι ώστε να αυξηθεί η παραγωγή».
Γίνεται κατανοητό λοιπόν ότι καταβάλλονται προσπάθειες να βρεθούν τρόφιμα και μέσω της καλλιέργειας καθώς οι ανάγκες ήταν τεράστιες και παράλληλα διαφαίνονταν οι πολεμικές απαιτήσεις.
Ο τότε δήμαρχος έκανε εκκλήσεις να καλλιεργηθούν ακόμη και εκτάσεις των ανθρώπων οι οποίοι είχαν φύγει για το μέτωπο και υπηρετούσαν στο στρατό. Μάλιστα, ανακοινώνει ακόμη και «χρηματικό βραβείο ως αμοιβή για αυτούς που θα μπορούσαν να διακριθούν είτε στη σπορά είτε στα σκαλίσματα» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.
Νερό και δωρεές
Πριν ακόμη τα μαντάτα του πολέμου γίνουν γνωστά οι προετοιμασίες φαίνεται να διαρκούν και οι προσπαθείς που καταβάλλονται για να συνεχιστεί η ζωή στη Λαμία και την ευρύτερη περιοχή είναι τεράστιες. Έτσι λοιπόν βλέπουμε ανακοινώσεις επαγγελματιών οι οποίοι είχαν στρατευτεί και ανακοινώνουν στον τοπικό Τύπο ότι συνεχίζεται η επαγγελματική τους παρουσία υπό άλλων προσώπων. Έχει ιδιαίτερη αξία να σημειώσουμε ότι τέτοιου είδους ανακοινώσεις γίνονταν εκείνη την περίοδο από γιατρούς και φαρμακοποιούς κυρίως.
Το δεύτερο στοιχείο το οποίο εντοπίζεται είναι ότι έχουμε ένα κύμα δωρεών είτε πρόκειται για δωρεές σε είδος, δηλαδή τρόφιμα, είτε πρόκειται για δωρεές σε χρήματα.
Μάλιστα ο τότε νομάρχης Φθιώτιδας Φωκίδας σε ανακοίνωση του ζήτα «ακόμη και οι γυναίκες των ανώτερων, όπως λέει, κοινωνικών τάξεων να παραμερίσουν άλλες κοσμικές ασχολίες και ειδικώς την χαρτοπαιξία και να συμβάλλουν στην παραγωγή περισσότερων μάλλινων ειδών για τον γενναίο Στράτο μας» όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ερευνητής κ. Κώστας Μπαλωμένος.
Μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου 1940 υπάρχει μία κινητικότητα σε όλα τα επίπεδα καθώς διατίθενται χρήματα τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιούνται για αγορά διαφόρων ειδών. Μία από αυτές τις λίστες δημοσιεύεται στην εφημερίδα «Επαρχία» στις 16 Νοεμβρίου 1940 στη Λαμία και περιλαμβάνει συνολικά 39 άτομα τα οποία καταθέτουν από 300 έως 100.000 δραχμές. Μάλιστα δύο επιχειρήσεις, η «Κρόκος-Μουζέλης» που διατηρούσε βιομηχανία στη Λαμία είχε διαθέσει το μεγαλύτερο ποσό 100.000 δραχμές και ο Πιστωτικός Συνεταιρισμός Τεχνοεργατών της Λαμίας (μετέπειτα συνεταιριστική τράπεζα) που είχε κάνει δωρεά 50.000 δραχμές. Ανάλογες κινήσεις είχαν γίνει εκείνο το διάστημα με επώνυμους και ανώνυμους να καταθέτουν χρήματα.
«Πριν ακόμη οι συνέπειες του πολέμου ακουμπήσουν την περιοχή της Λαμίας και ευρύτερα της Φθιώτιδας, παρατηρούμε μία ιδιαίτερα μεγάλη κινητικότητα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας σε όλα τα επίπεδα» σημειώνει ο Κώστας Μπαλωμένος και συνεχίζει: «Παράλληλα οι συμβουλές για ασφαλή διαβίωση μέσα στις πόλεις με συσκότιση συνολικότερα με σβηστά τα εξωτερικά φώτα είναι επαναλαμβανόμενες και συνεχείς καταβάλλοντας με αυτό τον τρόπο την προσπάθεια να εμπεδώσουν οι απλοί πολίτες τις νέες συνθήκες κάτω από τις οποίες θα έπρεπε να πορευτούν μέσα στον πόλεμο».