Για τον καίριο ρόλο που έχει παίξει η επιστήμη της Γενετικής από την αρχή της πανδημίας μίλησε στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ» ο καθηγητής Γενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης και διευθυντής στο Κέντρο Γονιδιωματικής «Health 2030» Μανόλης Δερμιτζάκης.
Ο καθηγητής μίλησε με αφορμή την πρόσφατη ανάληψη καθηκόντων Διευθυντή στο Ινστιτούτο Γενετικής και Γονιδιωματικής της Γενεύης. Η γενετική από την αρχή ήταν ένα πεδίο που συνδέθηκε με αυτή την πανδημία για τον απλούστατο λόγο ότι έχουμε πολύ μεγάλη ποικιλομορφία στην εξέλιξη των ασθενών, είπε χαρακτηριστικά. «Μπορεί να υπάρχουν γενετικές ανωμαλίες, ή γενετικές μεταλλάξεις, οι οποίες είτε να προδιαθέτουν κάποιους ανθρώπους πιο πολύ, ή αντίθετα να τους προστατεύουν από τον κορονοϊό. Έχουμε βγάλει κάποια πρώτα αποτελέσματα από μελέτες που λένε ότι υπάρχουν γενετικοί παράγοντες. Δεν έχουμε βρει ακόμη πολύ δυνατούς γενετικούς παράγοντες, αλλά μικρές προδιαθέσεις, όπως για παράδειγμα μία προδιάθεση που δεν έχει πλήρως επιβεβαιωθεί, αλλά φαίνεται ότι ισχύει, αφορά στην ομάδα αίματος. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που έχουν σχέση με την απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος».
Η Γενετική κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στις επιστήμες
Ο κ. Δερμιτζάκης για το Ινστιτούτο αναφέρει ότι δημιουργήθηκε πριν από 8 χρόνια από τον Έλληνα γενετιστή Στέλιο Αντωναράκη για να μπορέσει να προωθήσει ένα σχετικά καινούργιο για τότε πεδίο σε σχέση με την ιατρική, που είναι η Γενετική- Γονιδιωματική. «Αυτή την περίοδο βρισκόμαστε σε πολύ πιο προχωρημένη κατάσταση σε σχέση με τη σημασία της γενετικής στην Ιατρική και γενικότερα στις επιστήμες. Είναι ενδεικτικό νομίζω-σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη στο εργαστήριο μου- ότι από τους 17 στόχους βιωσιμότητας που έχουν θέσει τα Ηνωμένα Έθνη, στους 13 έχει μεγάλη συμμετοχή η γενετική-γονιδιωματική, για την επίτευξη τους. Ως εκ τούτου είναι ένας σημαντικός κλάδος και ο σκοπός ο δικός μου είναι να τον προωθήσουμε πιο πολύ όχι μόνο μέσα στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης όπου είναι ο φυσικός του χώρος, αλλά να έχει επιρροή και στα Ηνωμένα Έθνη, και στους διεθνείς οργανισμούς, αλλά και γενικότερα στην Ευρώπη, που σιγά-σιγά αυξάνεται η χρήση της Γενετικής και Γονιδιωματικής στην ιατρική, αλλά και σε πολλές άλλες διεθνείς προσπάθειες».
Η Ελλάδα έχει ετερογένεια γενετικής προέλευσης που αξίζει να μελετηθεί
Και το ερώτημα, για το αν ένα τέτοιο Ινστιτούτο θα μπορούσε να αναπτυχθεί στην Ελλάδα, προκύπτει εύλογα: «Θα μπορούσε, γιατί η Ελλάδα έχει πολύ ενδιαφέροντα γενετικά χαρακτηριστικά. Έχει το αντίθετο απ’ ότι έχουν αντίστοιχες χώρες που έχουν αναπτύξει τέτοια πρότζεκτ. Για παράδειγμα μεγάλα γενετικά πρότζεκτ υπάρχουν στη Φινλανδία, ή την Ισλανδία. Χώρες που παρουσιάζουν μία μεγάλη ομοιογένεια στην γενετική προέλευση. Ενώ η Ελλάδα έχει ετερογένεια γενετικής προέλευσης, η οποία έχει μεγάλο ενδιαφέρον να μελετηθεί, στο πλαίσιο των ασθενειών που συσχετίζονται με αυτή την ετερογένεια. Επομένως ένα αντίστοιχο γενετικό ινστιτούτο που θα λειτουργούσε πανελλαδικά, το οποίο θα μπορούσε να κάνει τέτοιες γενετικές αναλύσεις σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, νομίζω ότι θα έφερνε πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα όχι μόνο για την υγεία των Ελλήνων, αλλά θα μπορούσε να αναδείξει παγκόσμια στοιχεία, τα οποία θα βοηθούσαν στην ανάπτυξη μοντέλων διεθνώς».
Τώρα καλείται ο πολιτικός να γίνει επιστήμονας και ο επιστήμονας πολιτικός
Όσον αφορά το μίγμα επιστήμης- πολιτικής που προκύπτει σε παγκόσμιο επίπεδο με πολύ έντονο τρόπο στην παρούσα πανδημία, ο διεθνώς αναγνωρισμένος γενετιστής σχολιάζει: «Νομίζω ότι κανείς δεν ήταν έτοιμος για αυτό. Ούτε οι πολιτικοί, ούτε οι επιστήμονες. Και αυτό που έχω παρατηρήσει είναι ότι στην πρώτη φάση τα πράγματα ήταν απλά. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι επιστήμονες έδωσαν κάποιες συγκεκριμένες οδηγίες, οι οποίες όταν ακολουθήθηκαν είχαν καλό αποτέλεσμα. Τώρα που είμαστε σε μία πολύπλοκη κατάσταση, καλείται από τη μία πλευρά ο πολιτικός να γίνει επιστήμονας, δηλαδή να καταλαβαίνει τη λεπτομέρεια των επιστημονικών θέσεων, και ο επιστήμονας να γίνει πολιτικός. Δηλαδή να καταλαβαίνει τις πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις των μέτρων που συστήνει. Δεν μπορεί όμως πια να λειτουργήσει το σύστημα του τύπου: ο επιστήμονας κάνει πρόταση, ο πολιτικός παίρνει απόφαση».
Χρειάζεται περισσότερη επιστήμη στην πολιτική
Βλέπουμε ότι υπάρχουν ουσιαστικά παραβιάσεις στο πως αντιλαμβάνεται κάποιος την άλλη πλευρά, λέει χαρακτηριστικά ο νέος διευθυντής του Ινστιτούτου Γενετικής και Γονιδιωματικής της Γενεύης. «Δηλαδή πως ο πολιτικός αντιλαμβάνεται την επιστήμη, και πως ο επιστήμονας αντιλαμβάνεται την πολιτική. Η περίπτωση που την πολιτική δεν την βολεύει η επιστήμη, και προσπαθεί να την απαξιώσει όπως ο Τραμπ τον Δρ. Φάουτσι που φυσικά δεν τα κατάφερε, είναι χαρακτηριστική. Από κει και πέρα όμως νομίζω ότι ακόμη και μέσα στην επιστήμη δημιουργούνται μέτωπα με κίνητρο την πολιτική. Δηλαδή βλέπουμε αυτές τις προσπάθειες με τεράστιο αριθμό υπογραφών υπέρ ή κατά του λοκ ντάουν, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την επιστημονική βάση, γιατί εμείς ως επιστήμονες δεν συζητάμε για το λοκ ντάουν ως λοκ ντάουν. Αλλά για το ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες του στο σύνολο και τι μπορεί να αποδώσει στην επιδημία. Επομένως νομίζω ότι αυτό το μίγμα πολιτικής-επιστήμης έχει αρχίσει να γίνεται περισσότερο τοξικό, παρά χρήσιμο». Πώς όμως αυτό το μίγμα θα γινόταν περισσότερο χρήσιμο παρά τοξικό; «Θεωρώ ότι σε αυτή τη φάση της πανδημίας είναι καλό λίγο να ανασυνταχθούμε. Να λειτουργήσει πια το μοντέλο του κάθονται στο ίδιο τραπέζι επιστήμονες και πολιτικοί, και από κοινού βγάζουν ένα αποτέλεσμα. Αυτό το μοντέλο μάλιστα μας δημιουργεί ένα ερέθισμα για το πως μπορούμε να λειτουργήσουμε στο μέλλον. Δηλαδή νομίζω ότι χρειάζεται περισσότερη επιστήμη στην πολιτική. Περισσότερα επιστημονικά δεδομένα, τα οποία βγαίνουν και από έρευνες. Και αυτό είναι κάτι που ίσως θα πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε στο μέλλον και για άλλου είδους προβλήματα και όχι μόνο για μία πανδημία».