Η κατανάλωση βιολογικών προϊόντων στην Ελλάδα πλήττεται από τις υψηλές τιμές, παρά την αυξανόμενη ποικιλία στην αγορά. Μπορεί οι Έλληνες να αύξησαν την τελευταία εικοσαετία την κατανάλωση βιολογικών προϊόντων, πληρώνοντας σχεδόν 66 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, από 10 εκατ. ευρώ που ήταν ο τζίρος της συγκεκριμένης αγοράς το 2004, όμως παραμένουν στις τελευταίες θέσεις στην κατά κεφαλήν κατανάλωση στην Ευρώπη. Σύμφωνα με στοιχεία της τελευταίας Ειδικής Έκθεσης της ΕΕ για τη βιολογική γεωργία στην Ευρώπη, τον Σεπτέμβριο του 2024, οι Έλληνες παρουσιάζουν κατά κεφαλήν κατανάλωση σε βιολογικά προϊόντα μόλις 6 ευρώ και βρίσκονται στην 3η θέση από το τέλος, την ίδια ώρα που οι Δανοί είναι στα 365 ευρώ.
Αν και η εποχή που τα βιολογικά προϊόντα ήταν είδη πολυτελείας έχει τελειώσει, η τιμή τους παραμένει ανασταλτικός παράγοντας στην επιλογή τους από τους καταναλωτές. Το 2002 τα βιολογικά προϊόντα κάλυπταν μόλις το 2% του συνόλου των τροφίμων που κατανάλωναν οι Έλληνες, με το ποσοστό να φτάνει το 4% το 2003, ενώ σήμερα δεν ξεπερνούν το 6%-10% ανάλογα με το προϊόν.
Αν και πλέον στα ράφια των καταστημάτων του οργανωμένου εμπορίου οι καταναλωτές μπορούν να βρουν περισσότερους από 5.000 κωδικούς βιολογικών προϊόντων, το ποσοστό επί του συνόλου του τζίρου παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό. Οι άνθρωποι της αγοράς αναφέρουν ότι η καλή ποιότητα των προϊόντων συμβατικής γεωργίας επηρεάζει την επιλογή των καταναλωτών.
Παρότι έκλεισε η ψαλίδα στις τιμές, τα βιολογικά παραμένουν ακριβά, ενώ σε κάποιες κατηγορίες η διαφορά ξεπερνά το 50%. Σύμφωνα με έρευνες, ο τομέας των βιολογικών προϊόντων θεωρείται σημαντικός και στο μέλλον θα αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο, με την προσφορά βιολογικών ιδιωτικής ετικέτας να αυξάνεται.
Σε μια εποχή που η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος είναι παγκόσμιο φαινόμενο, οι λιανέμποροι επισημαίνουν ότι για να ενισχυθεί περαιτέρω η κατανάλωση, θα πρέπει να κλείσει η ψαλίδα της τιμής, καθώς το ενδιαφέρον από τους καταναλωτές υπάρχει.