Από τον Χρήστο Μήτση
Θρίλερ, οικογενειακό δράμα, μαύρη κωμωδία ή κοινωνική αλληγορία; Ο Μπονγκ Τζουν-χο, θριαμβευτής του τελευταίου Φεστιβάλ Κανών και ο πρώτος Κορεάτης στην κινηματογραφική ιστορία που αποσπά τον Χρυσό Φοίνικα, μας εξηγεί τις τολμηρές ιδέες οι οποίες κρύβονται μέσα στα ανατρεπτικά «Παράσιτά» του.
H ταινία σας συνδυάζει πολλά κινηματογραφικά είδη και αλλάζει συχνά τόνο. Από την κωμωδία περνά στον τρόμο και από εκεί στο δράμα, γίνεται μαύρη σάτιρα, έχει σασπένς… Η αρχική σεναριακή ιδέα σε τι ύφος ήταν προσανατολισμένη;
Όλα ξεκίνησαν από την παρότρυνση κάποιων φίλων ηθοποιών να σκηνοθετήσω, ακόμη και να γράψω, ένα θεατρικό έργο. Όταν το σκέφτηκα, άρχισα να φαντάζομαι μια ιστορία σε περιορισμένο χώρο, ο οποίος εξελίχτηκε σε δύο σπίτια. Αυτό της φτωχής οικογένειας κι εκείνο της πλούσιας. Στη συνέχεια ήρθε η ιδέα να έχει η καθεμία από τέσσερα μέλη και, τέλος, το εύρημα της σταδιακής «εισβολής» της μιας στο χώρο της άλλης. Πάνω σε αυτόν το σκελετό αρχίσαμε να αναπτύσσουμε μαζί με τον Τζιν Γον-χαν το σενάριο. Όσον αφορά το ύφος, τώρα, αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να κατασκευάσω ως κάτι αυστηρά οριοθετημένο και να προσπαθήσω κατόπιν να χωρέσω αφηγηματικά την ταινία μέσα του. Μου λένε συχνά πως οι ταινίες μου είναι ακατάτακτες ως είδος, συνδυάζουν στοιχεία από κωμωδία, θρίλερ, επιστημονική φαντασία… Είναι κάτι που μου αρέσει και με εκφράζει. Δεν μπορώ να το αλλάξω και με αυτήν την ελεύθερη διάθεση προσεγγίζω σκηνοθετικά κάθε ιστορία. Καθεμία είναι διαφορετική από την επόμενη, έτσι και το ύφος, ακόμη κι αν είναι παρόμοιο, ελπίζω πως δεν είναι ποτέ ακριβώς το ίδιο.
Εδώ, αν και όλα εξελίσσονται σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, στοιχεία υπερβολής, χιούμορ και γραφικής βίας υπονομεύουν διαρκώς αυτόν τον «ακαδημαϊκό» ρεαλισμό. Πώς διατηρείτε την απαιτούμενη ισορροπία, ώστε τα πράγματα να μην ξεφύγουν προς τη φάρσα ή το γκροτέσκο;
Ο ρεαλισμός με την αμερικανική κινηματογραφική έννοια, διότι αυτός κυριαρχεί παγκοσμίως, είναι απλώς μία από τις αφηγηματικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας. Η πιο ισχυρή και η πιο οικεία στο θεατή, αναμφίβολα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν μπορείς να σκηνοθετήσεις μια επιτυχημένη ταινία είδους παίζοντας με τις κυρίαρχες συμβάσεις και προτείνοντας έναν άλλου είδους ρεαλισμό. Με ενδιαφέρει πολύ να αναμειγνύονται τα κλισέ των κινηματογραφικών ειδών, να διαστρέφονται, να αποδομούνται και από αυτήν την «αναταραχή» να γεννιέται μια καινούργια πραγματικότητα. Αυτά που συμβαίνουν στα «Παράσιτα» και ο τρόπος με τον οποίο κινηματογραφούνται είναι ο δικός μου ρεαλισμός, το στιλ μου, που το έχω στο νου μου ήδη από τη συγγραφή του σεναρίου της κάθε ταινίας. Το χιούμορ, το gore, το γκροτέσκο ακόμη, σχεδόν όλα υπάρχουν από τον σεναριακό σχεδιασμό, γι’ αυτό και γράφω πάντα ο ίδιος, είτε μόνος είτε όχι, τα σενάρια των ταινιών μου.
Πάντως ό,τι είδους ταινία κι αν γυρίσετε, από αστυνομικό θρίλερ («Memories of Murder») μέχρι δράμα («Mother») κι επιστημονική φαντασία («Ο Επισκέπτης», «Snowpiercer», «Okja»), το χιούμορ δεν λείπει ποτέ.
Από τη μία με ενοχλεί η απόλυτη σοβαροφάνεια και από την άλλη το χιούμορ σού δίνει τη δυνατότητα να κρατάς μια απόσταση από τα πράγματα. Επίσης, μπορείς να στήσεις μια αστεία σκηνή, που θα προκαλέσει λυτρωτικό γέλιο στους θεατές, αλλά και κάποια άλλη που θα κουβαλά μέσα της μια τραγική νότα, αφήνοντας στο τέλος μια γλυκόπικρη, θλιμμένη αίσθηση. Το χιούμορ είναι πολύ ισχυρό όπλο για να πετύχεις ποικιλία συναισθημάτων και όχι απλώς χοντρό γέλιο, σαν να σε γαργαλάνε ή να σου λένε ένα σόκιν ανέκδοτο.
Εκτός από το χιούμορ, μια ιδέα που επανέρχεται συχνά στις ταινίες σας είναι αυτή μιας ομάδας ανθρώπων οι οποίοι προσπαθούν, υπό αντίξοες συνθήκες, να βρουν έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας και να δημιουργήσουν μια εναλλακτική οικογένεια.
Ναι, ισχύει αυτό. Μιλάμε πάντα για απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι αγωνίζονται να πετύχουν κάτι πέρα από τις δυνάμεις τους. Εκεί γεννιέται το αληθινό δράμα κι έρχονται στην επιφάνεια βαθιά, ειλικρινή και περίπλοκα συναισθήματα. Στα «Παράσιτα» προσπάθησα να περιορίσω αυτόν τον αγώνα σε κάτι πιο καθημερινό, σε κάτι που μπορούμε όλοι να αναγνωρίσουμε εύκολα. Όχι ενάντια σε ένα τέρας όπως στον «Επισκέπτη» ή στην προσπάθεια σύλληψης ενός serial killer όπως στο «Memories…», αλλά σε κάτι που αφορά την καθημερινή επιβίωση.
Η χρήση των κλειστών χώρων είναι εξαιρετική στην ταινία. Σας ενέπνευσαν στο πώς θα τους αξιοποιήσετε κάποιες συγκεκριμένες ταινίες ή σκηνοθέτες; Ο Πολάνσκι για παράδειγμα…
Ο «Ένοικος» ε; Τη λατρεύω αυτήν την ταινία, όπως και το «Μωρό της Ρόζμαρι» φυσικά. Το φιλμ που είχα πιο πολύ στο νου μου, ωστόσο, ήταν ο «Υπηρέτης» του Τζόζεφ Λόουζι, τον οποίο είδα αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των γυρισμάτων. Ακόμη, πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες για αξιοποίηση του κλειστού χώρου, της εσωτερικής αρχιτεκτονικής και του κλιμακοστασίου έχει η «Υπηρέτρια» του Κιμ Κι-γιούνγκ.
Βλέπουμε στην ταινία πως η προσπάθεια των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων να συνυπάρξουν δεν τελεσφορεί. Πιστεύετε ότι αυτή η πάλη είναι διαχρονική και δεν θα μπορέσει ποτέ να τελειώσει ειρηνικά, συμβιβαστικά;
Στην καπιταλιστική πραγματικότητα οι αντιθέσεις μεταξύ των τάξεων όχι μόνον υφίστανται, αλλά -αντίθετα απ’ ό,τι μας πληροφορούν κυβερνήσεις και μέσα μαζικής ενημέρωσης- σταδιακά οξύνονται παρά αμβλύνονται. Είμαι απαισιόδοξος για τη σύγκλιση των διαφορετικών συμφερόντων και την κατάργηση των διακρίσεων, τουλάχιστον στη δική μας εποχή… Γι’ αυτό και στο τέλος της ταινίας ο ήρωας μοιάζει να πιστεύει πως το όνειρο της κοινωνικής καταξίωσης είναι εφικτό, εμείς ως θεατές όμως έχουμε πολλές επιφυλάξεις.
Δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω για το Netflix και όλη αυτήν την αντιπαράθεση που ξεκίνησε πρόπερσι από τη δική σας «Okja» και το «The Meyerowitz Stories» του Νόα Μπάουμπακ. Ταινίες μπορούν, φυσικά, να γυρίζονται για κάθε πλατφόρμα, είναι όμως σωστό αυτές που προορίζονται αποκλειστικά για streaming να διαγωνίζονται σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ;
Πιστεύω πως και οι δύο πλευρές, το Φεστιβάλ Κανών και το Netflix, πρέπει να σκεφτούν λίγο πιο γενναιόδωρα. Οι μεν δεν πρέπει να φοβούνται τόσο πολύ το streaming και οι δε, οι οποίοι παράγουν μερικές εξαιρετικές ταινίες, όπως το «Roma», θα μπορούσαν να διανέμουν περισσότερες παραγωγές στις αίθουσες. Μπορεί να αισθάνομαι ευγνώμων απέναντι στο Netflix για την ευκαιρία που μου πρόσφερε να γυρίσω μια ταινία υψηλού προϋπολογισμού ακριβώς όπως ήθελα, αλλά νιώθω επίσης ότι η αναγκαιότητα ύπαρξης της σκοτεινής αίθουσας γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Όχι μόνο για τη μεγάλη οθόνη και την εμπειρία της κοινής παρακολούθησης, αλλά και επειδή είναι ο μόνος τρόπος να δεις μια ταινία χωρίς να μπορείς να πατήσεις το «stop». Μόνον εκεί διατηρείται ο σωστός αφηγηματικός ρυθμός ενός φιλμ και μόνον έτσι αναδεικνύονται η δύναμη των εικόνων και η ποικιλία των συναισθημάτων του. Η κινηματογραφική αλήθεια δηλαδή…
ΠΗΓΗ: ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ