Μην παλεύεις με το γουρούνι, αγκάλιασε τον αντίπαλό σου

Μην παλεύεις με το γουρούνι, αγκάλιασε τον αντίπαλό σου

του Tim Harford (*)
 
Το Brexit έχει ήδη προκαλέσει ζημιά στη βρετανική οικονομία και τα χειρότερα μπορεί να μην έχουν έρθει ακόμα. Η πολιτική ζημιά, όμως, ίσως να είναι μεγαλύτερη. Τα ψέματα, οι απειλές και οι προσβολές κυριαρχούν στην πολιτική ζωή. Το ίδιο και η περιφρόνηση τόσο για την αντίπαλη πλευρά όσο και για τους θεσμούς. Όσο για την κατάσταση στη Βόρεια Ιρλανδία, ή τις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στη Βρετανία και την υπόλοιπη ΕΕ, καλύτερα να μην το σκεφτόμαστε καν.

Το να συζητάμε όμως για τους τόνους της πολιτικής αποτελεί παγίδα. Γιατί δεν αφήνει χώρο να συζητήσουμε για το περιεχόμενο. Θυμηθείτε τα μαθήματα από το ψέμα στο λεωφορείο: η συζήτηση για την οικονομική συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ απορρόφησε όλο το οξυγόνο στο δημοψήφισμα του 2016, με αποτέλεσμα να μη συζητηθεί τίποτα άλλο. Ο ακριβής ισχυρισμός δεν είχε σημασία: αυτό που είχε σημασία ήταν ότι για να προσελκύσει την προσοχή έπρεπε να είναι εμφανώς ψευδής.

Οι τωρινές εκδοχές του ψέματος στο λεωφορείο είναι οι προσβολές και οι απειλές. Ο Μπόρις Τζόνσον ειδικεύεται στις προσβολές. Οι απαντήσεις που έδωσε στους βουλευτές οι οποίοι του υπενθύμισαν τον φόνο της Τζο Κοξ θα μείνουν στην ιστορία. Ο σύμβουλός του Ντόμινικ Κάμινγκς, πάλι, προτιμά τις απειλές. Όταν ένας βουλευτής παραπονέθηκε ότι δέχεται απειλές για τη ζωή του, του απάντησε: «Φρόντισε να γίνει το Brexit». Και είναι σαφές ότι ευχαριστήθηκε πολύ με αυτή την απάντηση.

Ένα άτακτο Brexit θα ήταν η αρχή μιας πικρής διαπραγμάτευσης για το τι θα έρθει μετά. Μια συμφωνία θα προϋπέθετε ικανότητες για συμβιβασμό που δεν έχουν φανεί και, σε κάθε περίπτωση, θα οδηγούσε και πάλι σε περαιτέρω συζητήσεις. Ακόμη και η ανάκληση του άρθρου 50 και η εγκατάλειψη του όλου σχεδίου, προφανώς ύστερα από ένα δημοψήφισμα, δεν θα αποτελούσε το τέλος της συζήτησης. Όποια έκβαση και αν έχει αυτή η περιπέτεια, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να επικοινωνούμε μεταξύ μας στην πορεία. Ιδού τρεις ιδέες.

Πρώτον, από τα ιρλανδικά σύνορα μέχρι την αίσθηση απελπισίας που κυριαρχεί σε ορισμένες πόλεις, πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά με τα θέματα. Αντί να τσακωνόμαστε για το ποιος πολιτικός είναι πιο μισητός, ας καταναλώσουμε αυτή την ενέργεια για να λύσουμε συγκεκριμένα προβλήματα.

Δεύτερον, πρέπει να αποφεύγουμε να περιφρονούμε τους ανθρώπους που μας μοιάζουν ατελώς ενημερωμένοι. Οι περισσότεροι γνωρίζουμε λιγότερα απ’ όσα πιστεύουμε για το πώς λειτουργεί πραγματικά ο κόσμος γύρω μας. Πόσοι από εμάς μπορούμε να ισχυριστούμε ειλικρινά ότι γνωρίζαμε τη διαφορά ανάμεσα στην ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση πριν από το δημοψήφισμα; Πόσοι τη γνωρίζουμε καλά τώρα; Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συναντάμε έχουν κάτι να μας μάθουν, όπως κι εμείς έχουμε κάτι να τους μάθουμε.

Τρίτον, και σημαντικότερο, πρέπει να θυμόμαστε ότι οι άνθρωποι του άλλου στρατοπέδου εξακολουθούν να είναι άνθρωποι – και συνήθως άνθρωποι που, όπως κι εμείς, θέλουν το δικό τους καλό και το καλό της χώρας.

Η σύζυγός μου, που φωτογραφίζει πορτρέτα, πήρε την πρωτοβουλία να ρωτήσει ανθρώπους αν θα ήταν πρόθυμοι να αγκαλιάσουν κάποιον με τον οποίο διαφωνούν. Οι πολιτικοί, όπως είναι φυσικό, αρνήθηκαν. Το περίεργο είναι ότι το ίδιο απάντησαν και οι καθημερινοί άνθρωποι. Αυτό που τους ζητήθηκε δεν ήταν να αγκαλιάσουν τον Φάρατζ, τον Κόρμπιν ή τον Τραμπ, αλλά έναν γνωστό τους με τον οποίο διαφωνούν. Ένας Remainer να αγκαλιάσει έναν Leaver. Αλλά η απάντηση ήταν αρνητική.
Αυτή τη στιγμή, όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι οι μισοί Βρετανοί είναι άσχετοι, μοχθηροί ή και τα δύο. Η μόνη διαφωνία είναι για το ποιοι είναι αυτοί οι μισοί. Πρέπει κάτι να κάνουμε γι’ αυτό. Μια καλή αρχή είναι το παλιό ρητό: «Μην παλέψεις με το γουρούνι. Θα λερωθείς και το γουρούνι θα το απολαύσει». Θα πρέπει φυσικά να βρούμε μια εκδοχή που να μη χαρακτηρίζει τον αντίπαλό μας γουρούνι.
 
(*) Ο Τιμ Χάρφορντ είναι αρθρογράφος των Financial Times
 
(Πηγή: Financial Times)

 

©Πηγή: amna.gr

Loading

Play