Αναλύουμε το μισθολογικό χάσμα στην ΕΕ και την μοναδική περίπτωση του Λουξεμβούργου, όπου οι γυναίκες αμείβονται υψηλότερα. Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών αναφέρεται στη διαφορά στις μέσες ετήσιες αποδοχές των δύο φύλων. Αν και η αρχή της ίσης αμοιβής για ίση εργασία εισήχθη το 1957 μέσω της Συνθήκης της Ρώμης, το χάσμα αυτό εξακολουθεί να είναι σημαντικό, με περιορισμένες βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια. Διάφοροι δείκτες καταδεικνύουν την ανισότητα που υφίστανται οι γυναίκες στον τομέα της οικονομικής ζωής, ο οποίος έχει έντονο αντίκτυπο στις αποδοχές τους. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ζητήσει τη λήψη μέτρων για τη μείωση αυτού του χάσματος, καθώς οι ανισότητες στην αγορά εργασίας παραμένουν σοβαρό ζήτημα.
Το μη προσαρμοσμένο μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη παράγοντες όπως η εκπαίδευση ή η ηλικία, αποκάλυψε το 2022 ότι οι γυναίκες κέρδισαν κατά μέσο όρο 12,7% λιγότερα ανά ώρα από τους άνδρες στην ΕΕ. Με άλλα λόγια, για κάθε 100 ευρώ που κερδίζουν οι άνδρες, οι γυναίκες κερδίζουν μόλις 87,3 ευρώ. Αυτή η διαφορά σημαίνει ότι οι γυναίκες θα χρειάζονταν να εργαστούν 1,5 μήνα περισσότερο για να καλύψουν την αποδοτική ψαλίδα.
Εντυπωσιακό είναι ότι μόνο το Λουξεμβούργο παρουσίασε αρνητικό ποσοστό μισθολογικού χάσματος, υποδεικνύοντας ότι οι γυναίκες κερδίζουν ελαφρώς περισσότερα από τους άνδρες. Σε αντίθεση, χώρες όπως η Εσθονία και η Αυστρία αναφέρουν ποσοστά πάνω από 18%, καταδεικνύοντας τη σημαντική διαφορά αποδοχών στην ΕΕ.
Σημαντικά στοιχεία προκύπτουν και από την ανάλυση των συνθηκών στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Το μισθολογικό χάσμα ήταν πιο έντονο στον ιδιωτικό τομέα, σε 21 από τις 24 ευρωπαϊκές χώρες, αποκαλύπτοντας τη διάρθρωση των αμοιβών.
Συμπερασματικά, οι διαφορές μισθών αποτελούν μόνο μία πτυχή της ευρύτερης ανισότητας που οι γυναίκες βιώνουν στην εργασία. Η πρόοδος προς την ισότητα αμοιβών απαιτεί συστηματική προσπάθεια και την εξέταση πολλών παραμέτρων που επηρεάζουν την απασχόληση και τις ευκαιρίες σταδιοδρομίας.
Πηγή περιεχομένου: in.gr