Στην ανάπτυξη καινούργιων βιοδεικτών που θα επιτρέπουν την επιδημιολογική παρακολούθηση της έκθεσης του πληθυσμού της Αττικής σε χημικά μέσω λυμάτων προχωρά το Εργαστήρι Αναλυτικής Χημείας. «Αυτή τη στιγμή η βασική μας επιδίωξη είναι να αναπτυχθούν μεθοδολογίες, ώστε μέσω της ανάλυσης των λυμάτων να δούμε την έκθεση του πληθυσμού σε διάφορες χημικές ενώσεις», δήλωσε ο επικεφαλής του Εργαστηρίου, καθηγητής Αναλυτικής Χημείας και αναπληρωτής πρόεδρος του Συμβουλίου Διοίκησης του ΕΚΠΑ, Νικόλαος Θωμαΐδης. Παραδείγματα χημικών ενώσεων περιλαμβάνουν φυτοφάρμακα, τα οποία προέρχονται από τρόφιμα, και υπερφθοριωμένες αλκυλιωμένες ενώσεις (PFAS) που υπάρχουν σε προϊόντα καθημερινής χρήσης, όπως αδιάβροχα καλλυντικά, ρούχα και συσκευασίες τροφίμων. «Μεταξύ άλλων χημικών που ερευνούμε είναι και τα επιβραδυντικά φλόγας, τα οποία προστίθενται σε διάφορα προϊόντα για να αποτρέψουν την ταχεία αναφλεξιμότητα».
Ο καθηγητής Θωμαΐδης εξήγησε ότι η παρακολούθηση της έκθεσης σε χημικά θα ολοκληρωθεί με την ολοκλήρωση διαφόρων ερευνητικών προγραμμάτων. «Η επιτήρηση δεν θα γίνει στο σύνολο των χημικών, αλλά σε ένα μέρος. Έχουμε ολοκληρώσει την επιτήρηση στα φυτοφάρμακα και τα δεδομένα δείχνουν συστηματική έκθεση σε χαμηλά επίπεδα, κυρίως σε φυτοφάρμακα ευρείας χρήσης». Ενώ τα υπερφθοριωμένα χημικά έχουν συνδεθεί με σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία, όπως το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, η ανάγκη για αλλαγές στην αδειοδότηση των χημικών είναι επιτακτική.
Επιπλέον, το Εργαστήρι Αναλυτικής Χημείας παρακολουθεί τη χρήση αλκοόλ και καπνίσματος στην Αττική. Σύμφωνα με τον καθηγητή Θωμαΐδη, η μέση κατανάλωση αλκοόλ στην Ελλάδα είναι χαμηλή, ωστόσο η πανδημία προκάλεσε διπλασιασμό της κατανάλωσης κατά τη διάρκεια της κρίσης. «Αφού έχει επιστρέψει η κανονικότητα, παρατηρούμε ότι η κατανάλωση είναι στα 3.4 ml ανά ημέρα ανά κάτοικο»
Όσον αφορά τη χρήση φαρμάκων, οι αντικαταθλιπτικές ουσίες όπως η σιταλοπράμη και η βενλαφαξίνη παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και η κατανάλωσή τους αυξάνεται σταθερά. Η παρακολούθηση των ναρκωτικών μέσω λυμάτων δείχνει σταθερά υψηλά επίπεδα κατανάλωσης κοκαΐνης, φτάνοντας τα 400 mg ανά ημέρα στους 1.000 κατοίκους.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η μέθοδος επιδημιολογίας λυμάτων για τον εντοπισμό του κορονοϊού ανακοινώθηκε το 2020, προμηνύοντας μια σειρά ερευνών που τώρα επεκτείνονται και σε άλλους ιούς όπως η γρίπη και ο RSV.
Η αύξηση του ιικού φορτίου του Sars Cov2 κατά 32% την τελευταία εβδομάδα υποδεικνύει διάδοση του ιού, αν και χαμηλότερη σε σχέση με προηγούμενα έτη. Η γρίπη τύπου Α επίσης παρουσιάζει αύξηση, αν και τα επίπεδά της είναι χαμηλότερα από πέρυσι. Ο RSV παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ