Ο Μπραντ Πιτ ψάχνει τη σωτηρία στο «Ad Astra»

Ο Μπραντ Πιτ ψάχνει τη σωτηρία στο «Ad Astra»

Από τον Γιάννη Καντέα-Παπαδόπουλο

«Είτε είμαστε μόνοι στο διάστημα είτε όχι, κάθε ενδεχόμενο είναι συνταρακτικό». Η διάσημη φράση του Άρθουρ Κλαρκ, συγγραφέα του κλασικού «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος», προκαλεί ρίγη στη σκέψη ότι ένα από τα δύο σενάρια μπορεί μια μέρα να επιβεβαιωθεί. Στην ιστορία της ανθρωπότητας, όμως, θεωρούσαμε ανέκαθεν δεδομένο πως κάποτε, κάπως, θα έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο(;) με εξωγήινη ζωή και η διαγαλαξιακή μοναξιά μας θα τελειώσει. Εάν όμως αυτό δε συμβεί ποτέ; Πώς γίνεται να διαχειριστεί οποιοσδήποτε μια πραγματικότητα στην οποία βρίσκεται με κάθε βεβαιότητα εντελώς μόνος; Ο Τζέιμς Γκρέι τολμά να βρει την απάντηση.

Κοιτώντας κατάματα την άβυσσο

Στο «Ad Astra» ο Νεοϋορκέζος σκηνοθέτης οραματίζεται ένα κοντινό μέλλον στο οποίο ο άνθρωπος πατά γερά στη Σελήνη και τα διαστημικά ταξίδια είναι πια ρουτίνα. Αυτά είναι η ειδικότητα του πάντα ψύχραιμου αστροναύτη Ρόι ΜακΜπράιντ (Μπραντ Πιτ), ο οποίος καλείται να φτάσει στην άκρη του γαλαξία για να εντοπίσει τη μυστηριώδη πηγή που στέλνει επικίνδυνες ραδιενεργές ακτίνες στη Γη. Η αποστολή θα τον φέρει σε επαφή με τον πατέρα του, τον οποίο θεωρούσε για χρόνια νεκρό, αλλά και με μερικές αλήθειες οι οποίες θα δοκιμάσουν την ψυχική του ισορροπία.

Σε μια τυπική για τον Τζέιμς Γκρέι θεματική, ο κεντρικός του χαρακτήρας ανακαλύπτει έναν άγνωστο απέραντο κόσμο στον οποίο βιώνει μια υπερβατική εμπειρία. Εκεί όπου σε προηγούμενες ταινίες του ο Γκρέι θα τοποθετούσε τα αφιλόξενα τροπικά δάση του Αμαζονίου («Η Χαμένη Πόλη του Ζ») ή την εχθρική για τους μετανάστες ανατολική ακτή του Μεσοπολέμου («Κάποτε στη Νέα Υόρκη»), εδώ επιλέγει την ασφυκτική απεραντοσύνη του διαστήματος. Μικροσκοπικός, περιτριγυρισμένος από γιγάντιους πλανήτες, ο χαρακτήρας του Πιτ γεμίζει δέος και ταυτόχρονα υπαρξιακό άγχος που τον παραλύει.

Έτσι ο Γκρέι βρίσκει την ευκαιρία να διεισδύσει στη ψυχοσύνθεση ενός άντρα που σταδιακά καταρρέει, ενώ μέχρι τότε ήταν εκπαιδευμένος να αντιδρά σαν μηχανή απέναντι σε γεγονότα που υπερβαίνουν τον κοινό νου. Θυμηθείτε για παράδειγμα πώς συμπεριφέρθηκαν οι πρώτοι αστροναύτες που πάτησαν στο φεγγάρι. Στη θέση τους οποιοσδήποτε άλλος, συνηθισμένος άνθρωπος, θα «έσπαγε» συνειδητοποιώντας πού ακριβώς βρίσκεται και τι ευθύνη βαραίνει τους ώμους του. Όπως κι εκείνοι όμως, ο ΜακΜπράιντ δεν έχει αυτό το περιθώριο.

Ο Γκρέι προσδίδει ακόμα περισσότερο βάθος στη σύνθετη προσωπικότητα του αστροναύτη του, βάζοντας στο παιχνίδι την προβληματική σχέση με τον πατέρα του ως αιτία της συναισθηματικής ακαμψίας του. Τα ψυχολογικά τεστ βγάζουν σταθερό και έμπιστο τον ΜακΜπράιντ διότι ο ίδιος βρίσκεται σε άρνηση. Στην πραγματικότητα η πατρική απουσία τού έχει προκαλέσει ένα τραύμα καλά κρυμμένο στο υποσυνείδητο, το οποίο έρχεται ορμητικά στην επιφάνεια όταν ο ΜακΜπράιντ μαθαίνει πως ο χαμένος γονιός του είναι ζωντανός. Αυτό ήταν και το στοιχείο που γοήτευσε τον Πιτ, καθώς δήλωσε σχετικά: «Μεγάλωσα σε μια εποχή που μας μάθαιναν να είμαστε δυνατοί και ποτέ να μη δείχνουμε ευάλωτοι, ώστε να μας σέβονται. Έτσι δημιουργείς μέσα σου φραγμούς που σε κάνουν να νιώθεις ντροπιασμένος και εκτεθειμένος όποτε αισθάνεσαι πόνο».

Η κρίση του εμπορικού σινεμά

«Η ταινία μου είναι ένα σπυρί στον κώλο ενός ελέφαντα στο μέγεθος μιας συμφωνίας 71 δισεκατομμυρίων δολαρίων». Με αυτήν την ατάκα περιέγραψε το «Ad Astra» ο Τζέιμς Γκρέι, φωτογραφίζοντας την εξαγορά της Fox από την Disney, με την τελευταία να ασκεί όλο και μεγαλύτερο έλεγχο στις παραγωγές του στούντιο. Γλαφυρός αλλά εύστοχος, ο Γκρέι θίγει ένα μείζον ζήτημα στο αμερικάνικο μέινστριμ σινεμά, το οποίο πάσχει από φρέσκες ιδέες.

Το «Ad Astra» με προϋπολογισμό στα 87,5 εκατομμυρίων δολαρίων βασίζεται στο όνομα του Μπραντ Πιτ για να προσελκύσει τους θεατές και να φέρει πίσω τα λεφτά του. Εάν όχι, ποιος εγγυάται ότι η Disney θα εμπιστευτεί ξανά ένα σκηνοθέτη με όραμα όπως ο Γκρέι; Μόνο του αυτό το γεγονός είναι ενδεικτικό της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η κινηματογραφική βιομηχανία. Σκεφτείτε επίσης πως μέχρι τώρα στη φετινή χρονιά το «Εμείς» του Τζόρνταν Πιλ και η κωμωδία «Good Boys» είναι οι μοναδικές «πρωτότυπες» ταινίες που έχουν μπει στη δεκάδα του box office. Εγκεφαλικές, βραδυφλεγείς και γενικώς ταινίες που παρεκκλίνουν από τα συνηθισμένα δεν έχουν τύχη και αντιμετωπίζονται από τα στούντιο ως ανασφαλείς επενδύσεις.

Η εύκολη λύση των μπλοκμπάστερ που βασίζονται σε υλικό γνώριμο στο μαζικό κοινό έχει πάρει τα ηνία από την αυθεντικότητα. Με τη σειρά του αυτό το φαινόμενο φτωχαίνει τη μαγεία του σινεμά, καθώς υποστηρίζονται παραγωγές με βάση τις ευκαιρίες μάρκετινγκ που προσφέρουν, αντί των ιστοριών που αφηγούνται. Έτσι μένουν ελάχιστα χρήματα για τη στήριξη δημιουργών που τολμούν και οραματίζονται ένα σινεμά πλούσιο σε ιδέες και συναίσθημα. Είτε πετύχουν είτε όχι, ας υπερασπιστούμε εκείνες τις ταινίες που αμφισβητούν τις συμβάσεις και δημιουργούν νέες αναπαραστάσεις του κόσμου μας, για να μη βρεθούμε σε αίθουσες γεμάτες spin-offs, reboots, σίκουελ και ριμέικ.

ΠΗΓΗ: ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ

 

© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

Loading