Ο Ερντογάν και η «πολιτική της ιστορίας» στη Λιβύη

Ο Ερντογάν και η «πολιτική της ιστορίας» στη Λιβύη

 του Olivier Bouquet*
 
Ο πρόεδρος Ερντογάν στέλνει δυνάμεις στη Λιβύη. Όπως στη Συρία; Όχι ακριβώς. Ο Ερντογάν εμπλέκεται στη Λιβύη και στη Μεσόγειο για να διατηρήσει την εξουσία. Η πολιτική της ιστορίας βρίσκεται στον πυρήνα της διεθνούς του στρατηγικής. Για να δικαιολογήσει μια στρατιωτική παρουσία στη Λιβύη, επικαλείται το οθωμανικό παρελθόν.
Απαντώντας στην ερώτηση που θέτει η αντιπολίτευση: «Τι δουλειά έχουμε στη Λιβύη;», λέει: «Οι Οθωμανοί επιστρέφουν». Πρέπει να ανασυγκροτηθεί μια αυτοκρατορία, τουλάχιστον στα εδάφη που κατέκτησαν οι σουλτάνοι. Διάφορα επιχειρήματα διατυπώνονται για τον σκοπό αυτό.
Το πρώτο επιχείρημα είναι αντιαποικιοκρατικό. Η Τουρκία στέλνει δυνάμεις στη Λιβύη για να πολεμήσει εναντίον των «νέων Σεβρών». Η Άγκυρα επικαλείται το σύνδρομο των Σεβρών για να οργανώσει τη «νόμιμη αυτοάμυνά» της απέναντι στη «συνωμοσία» των αποικιοκρατικών δυνάμεων και των συμμάχων τους (Ελλάδα και Κύπρος χθες, Ισραήλ, Αίγυπτος και Εμιράτα σήμερα). Τo 1912, οι λιβυκές επαρχίες δόθηκαν στην Ιταλία με μια συνθήκη στη Λωωάνη. Στη Λοζάνη υπεγράφη το 1923 και η συνθήκη που καθόρισε τα σημερινά σύνορα της Τουρκίας. Ο τούρκος πρόεδρος «παίζει» με τις δύο Λωζάνες.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι νεο-οθωμανικό. Η Λιβύη υπήρξε οθωμανική. Η Λιβύη δεν είναι όμως η Βοσνία, η Αλβανία ή η Μακεδονία, η καρδιά της Αυτοκρατορίας από τον 15ο αιώνα και μετά. Οι Οθωμανοί ήλεγχαν μόνο τις ακτές της Κυρηναϊκής και της Τριπολίτιδας, μόνο μετά τα μέσα του 16ου αιώνα, και για λίγο: το 1711 επεβλήθη μια ημιαυτόνομη δυναστεία, οι Karamanli. Το 1835, οι Οθωμανοί ανέκτησαν τον έλεγχο της περιοχής και επέβαλαν δύσκολα μια διοίκηση που είχε να αντιμετωπίσει την εχθρότητα των τοπικών εξουσιών και της μουσουλμανικής αδελφότητας Σανουσίγια. Η διοίκηση αυτή σεβάστηκε πάντως το βορειοαφρικανικό ισλάμ. Οι Τούρκοι λοιπόν γνωρίζουν καλά τη Λιβύη και σέβονται τους πληθυσμούς της.
Το τρίτο επιχείρημα είναι η «αναγέννηση της τουρκικής ισχύος». Το επιχείρημα αυτό νομιμοποιεί τον επεκτατισμό, επικαλούμενο τη συλλογική μνήμη μιας παρακμής που επιταχύνθηκε από την ήττα στη Λιβύη. Ο βαλκανικός πόλεμος του 1912 σηματοδοτεί την εξαφάνιση μιας κυριαρχίας πέντε αιώνων στην Ευρώπη και συμπίπτει με την εξάλειψη της οθωμανικής παρουσίας στη βόρεια Αφρική. Είναι η αρχή του τέλους της Αυτοκρατορίας. Και η αρχή του τουρκικού έθνους. Οι δύο ιστορίες συνδέονται στη Λιβύη και προεκτείνονται στα Βαλκάνια. Και η καθεμιά από αυτές ενσαρκώνεται σε έναν άνδρα και έναν μαχητή.
Ο Μουσταφά Κεμάλ ενσαρκώνει το έθνος. Πολέμησε στο Τομπρούκ της Λιβύης κατά των Ιταλών και στη συνέχεια στην Καλλίπολη κατά των Άγγλων και των Γάλλων. Για την Άγκυρα, αυτή η αναφορά είναι πολύτιμη: ο ερντογανισμός είναι ένας μετα-κεμαλισμός και όχι ένας αντι-κεμαλισμός.
Ο άνθρωπος που ενσαρκώνει την αυτοκρατορία είναι ο Ενβέρ. Ο τουρκικός Τύπος κάνει τη διάκριση ανάμεσα στον Ενβέρ του 1911, που είναι σύζυγος μιας κόρης του Σουλτάνου, και τον Ενβέρ του 1914, που πρωταγωνίστησε στη γενοκτονία των Αρμενίων. Aν κάποτε ο Ενβέρ ήταν ένας άνθρωπος ταυτισμένος με την ήττα του 1918 και την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σήμερα έχει αποκατασταθεί και είναι μια κεντρική φιγούρα του ερντογανισμού. Ο Κεμάλ και ο Ενβέρ ήταν αντίπαλα πρόσωπα του τουρκικού εθνικισμού. Ως οθωμανικά πρόσωπα, όμως, συναντήθηκαν. Πού; Στη Λιβύη. Υπάρχει φωτογραφία που τους δείχνει μαζί να χαμογελούν. Πολεμούν μαζί για τον σουλτάνο, αλλά και για το τουρκικό έθνος που απειλείται από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις.
Το τέταρτο επιχείρημα είναι γενεαλογικό. Τα Βαλκάνια ανήκουν σε μια τουρκική «πολιτισμική αύρα». Η Λιβύη όχι. Πρέπει να βρεθούν λοιπόν άλλοι ιστορικοί δεσμοί. Ο ερντογανισμός αναπτύσσει μια διπλή γενεαλογία. Όλοι οι Τούρκοι προέρχονται από την Αυτοκρατορία: κάθε πολίτης έχει έναν Οθωμανό, αν όχι μουσουλμάνο, πρόγονο, έξω από τα σύνορα της σημερινής Τουρκίας. Οι πολίτες των πρώην οθωμανικών εδαφών έχουν όλοι έναν πρόγονο που ήρθε από την Ανατολία, άρα από την Τουρκία.
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η είδηση είναι παντού: ο Φαγέζ Σάρατζ, ο επικεφαλής της λιβυκής κυβέρνησης που αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα, είναι τουρκικής καταγωγής. Ο άμεσος πρόγονός του Μουσταφά καταγόταν από τη Μανίσα, στην Ανατολία: το 1840 πολέμησε στην Τουρκία. Ο πατέρας του Σάρατζ επισκέφθηκε το 1954 τους τούρκους γονείς του.
Για τον ερντογανισμό, ό,τι υπήρξε οθωμανικό, η Κρήτη, η Κύπρος, τα νησιά του Ιονίου, πρέπει να ξαναγίνει. Στη ρητορική του Ερντογάν, τα «αποικιακά κράτη» – η Ελλάδα, η Κύπρος, το Ισραήλ και οι σύμμαχοί τους – θέλουν να ξαναμοιράσουν τη Μεσόγειο. Πρέπει λοιπόν να εμποδιστούν.
Όπως και ο κεμαλισμός, ο ερντογανισμός είναι ένας «εθνικιστικός αντιιμπεριαλισμός». Η πυξίδα του είναι ισλαμιστική, αλλά η δράση του ρεαλιστική. Ο Ερντογάν κινεί όλα τα νήματα σε διάφορους βαθμούς, και ανάλογα με το έδαφος που επιλέγει, με αποκλειστικό σκοπό τη διατήρησή του στην εξουσία.
 
(*) Ο Ολιβιέ Μπουκέ είναι καθηγητής οθωμανικής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Paris-Diderot
 
(Πηγή: Le Monde)

©Πηγή: amna.gr

Loading

Play