Του Μάκη Μουρατίδη
Η ανάπτυξη αστικών και περιαστικών λαχανόκηπων αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια ξεχωριστή ενασχόληση που συνδυάζει την διατροφική αυτάρκεια με την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου με κοινωνικές, οικολογικές, θεραπευτικές και φυσικά διατροφικές διαστάσεις.
Εκτός από πνεύμονα πρασίνου στις επιβαρυμένες αστικές περιοχές, την παραγωγή φρέσκων και βιολογικών προϊόντων, που καλύπτουν όχι μόνον τις ανάγκες αυτών που τα καλλιεργούν αλλά και ευρύτερα ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, οι λαχανόκηποι προσφέρουν παράλληλα ψυχαγωγία, προάγουν την άθληση, λειτουργούν θεραπευτικά συμβάλλοντας στην σωματική και ψυχική υγεία, ενώ η συνεργατικότητα και η συντροφικότητα που αναπτύσσονται δίνουν και μια κοινωνική διάσταση στο εγχείρημα αυτό.
Παραδοσιακά οι αστικοί λαχανόκηποι καλλιεργούνται σε εκτάσεις που ανήκουν σε δήμους και παραχωρούνται σε δημότες και ευπαθείς ομάδες, υποστηρίζονται πολλές φορές από περιβαλλοντικές οργανώσεις και χρηματοδοτούνται από τα λεγόμενα πράσινα ταμεία.
Στην Πολίχνη όμως του δήμου Παύλου Μελά στην Θεσσαλονίκη η πρωτοβουλία αυτή έλαβε μια ξεχωριστά διάσταση. Σε μια έκταση έξι στρεμμάτων που βρίσκεται δίπλα στον αστικό ιστό και παραχωρήθηκε από ιδιώτη, μια παρέα κυρίως συνταξιούχων μαζεύτηκαν και φύτεψαν δοκιμαστικά τα πρώτα οπωροκηπευτικά, λίγες ντομάτες και πιπεριές και άρχισαν να ποτίζουν τις λίγες ελιές και τα υπόλοιπα δέντρα που υπήρχαν στο χωράφι*.
Η ενασχόληση με τον κήπο και η χειρωνακτική εργασία έγινε σχεδόν καθημερινή και όταν άρχισε η συγκομιδή των πρώτων καρπών, το γεγονός γιορτάστηκε με ένα μικρό γλέντι κάτω από το πρόχειρο κιόσκι που στήθηκε. Η γλυκύτητα από τα πρώτα καρπούζια και το άρωμα από τα πρώτα πεπόνια έκαναν τον γύρο της Πολίχνης και ολοένα κι περισσότεροι φίλοι άρχισαν να επισκέπτονται τον λαχανόκηπο για να δουν τα «θαυματουργά» προϊόντα και εξέφραζαν την επιθυμία να συμβάλλουν και αυτοί με νέες καλλιέργειες. Έτσι ο κήπος άρχισε να μεγαλώνει και εκτός από το μποστάνι γέμισε με λάχανα, παντζάρια, καρότα, ραπανάκια, σπανάκι, κρεμμύδια, μαρούλια, μελιτζάνες, κλπ.
Μια φρέζα προετοιμάζει το έδαφος για τις εποχικές καλλιέργειες και οι νεόκοποι γεωργοί αναλαμβάνουν νέους ρόλους προσπαθώντας η επόμενη σοδιά να είναι καλύτερη για να διατηρηθεί η φήμη του λαχανόκηπου που βγάζει νόστιμα και γευστικά προϊόντα.
Η όλη διαδικασία είναι αυτοδιαχειριζόμενη. Ένας αναλαμβάνει τους σπόρους, άλλος τα υλικά περίφραξης, ο Τάσος ο μάγειρας αναλαμβάνει την κουζίνα, ο Στάθης η ψυχή του λαχανόκηπου εργάζεται σχεδόν καθημερινά, σκάβει, φυτεύει, ποτίζει, ο Παύλος ο ιδιοκτήτης του χωραφιού συντονίζει και οργανώνει τις εργασίες, ο Θοδωρής φέρνει το εξοπλισμό για την κουζίνα και το κιόσκι, ο Γιάννης δουλεύει την φρέζα και ο Μάκης ο καλλιτέχνης βάζει την δική του πινελιά. Οι εργασίες είναι καθημερινές αλλά ως μέρες συγκέντρωσης για ανάπαυλα και αναψυχή, για να απολαύσουν τα προϊόντα του κήπου, όρισαν την Τρίτη και το Σάββατο.
Στις συγκεντρώσεις αυτές της «παρέας» κυριαρχούν τα θέματα σχετικά με τον λαχανόκηπο, τις εναλλακτικές καλλιέργειες και τις νέες ιδέες που πέφτουν συνεχώς στο τραπέζι, ενώ η πολιτική επικαιρότητα και ο αθλητισμός είναι αναπόσπαστο κομμάτι των συζητήσεων. Άλλωστε η Πολίχνη είναι φυτώριο διαπρεπών αθλητών βόλεϊ (Κώστας Χαριτωνίδης, Γιάννης Χαριτωνίδης, Σπύρος Αβραμίδης, Νίκος Αντωνιάδης κ.α.) καθώς και σκακιστών (Γ. Μαυρόπουλος) από τα αθλητικά σωματεία του Φοίνικα, του Επίκουρου και του Πήγασου σήμερα. Δεν είναι επίσης τυχαίο που τα περισσότερα μέλη του εκπολιτιστικού και αθλητικού συλλόγου «Επίκουρος» στην Πολίχνη στη δεκαετία του 1970, που συνέβαλε πολύ στην πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής, είναι πλέον μόνιμοι θαμώνες του λαχανόκηπου.
Η οικονομική κρίση δεν δημιούργησε μόνον την ανάγκη για διατροφική αυτάρκεια αλλά ήταν και η αφορμή για την επιστροφή , μέσω των λαχανόκηπων, σε ένα παραδοσιακό και δοκιμασμένο κατά το παρελθόν ποιοτικό τρόπο ζωής. Αυτό τον τρόπο ζωής υιοθέτησαν και οι καλλιεργητές στην Πολίχνη, βλέποντας τις καλλιέργειές τους και το χωράφι τους να αποτελεί μια όαση πρασίνου, δροσιάς και ευεξίας στην περιοχή. Αποτελεί επίσης και παράδειγμα προς μίμηση με τα γύρω χωράφια να μετατρέπονται σιγά σιγά σε σύγχρονους διατροφικούς και όχι μόνο, παραδείσους.
* (Στην μνήμη του Αλέξανδρου που έφυγε πρόωρα και ήταν από τους πρώτους που πότιζε τα δεντράκια του χωραφιού κουβαλώντας νερό με βαρέλια όταν δεν υπήρχε σύνδεση με το δίκτυο ύδρευσης)