της Marie Mendras (*)
Στη σύγχρονη ιστορία, είναι σπάνιο ένας τύραννος να σώζει έναν άλλο τύραννο, εκτός αν θέλει να τον υποτάξει στην εξουσία του. Η μαζική κινητοποίηση των Λευκορώσων από τον Αύγουστο του 2020 απομακρύνει το σενάριο του στρατιωτικού και αστυνομικού ελέγχου της χώρας και προαναγγέλλει την αποχώρηση του Αλεξάντρ Λουκασένκο.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν έχει συμφέρον να στηρίξει τον λευκορώσο ομόλογό του και θα είχε πολλά να χάσει από μια στρατιωτική επέμβαση. Κι αυτό για τέσσερις βασικούς λόγους. Την αποφασιστικότητα της λευκορωσικής κοινωνίας. Την ανικανότητα του Λουκασένκο. Την αποτυχία της προσπάθειας της Ρωσίας να καθυποτάξει την Ουκρανία το 2014. Και τη δυσαρέσκεια στο εσωτερικό της Ρωσίας, που έχει οξυνθεί μετά την απόπειρα δολοφονίας του Αλεξέι Ναβάλνι.
Όπως συνέβη και στην Ουκρανία τον χειμώνα 2013-2014, η κινητοποίηση στη Λευκορωσία είναι εντυπωσιακή. Οι ψηφοφόροι δεν ανέχονται πλέον να τους κλέβουν την ψήφο.
Όπως και στην Ουκρανία, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, έχουν αρχίσει να χαλαρώνουν οι κρίκοι της εξουσίας: παραιτήσεις υπουργών, διπλωματών, αστυνομικών και στρατιωτικών, εκδηλώσεις αλληλεγγύης των διευθυντών εργοστασίων με τους εργαζόμενους, καταγγελίες της βίας από προσωπικότητες της εκκλησίας και του αθλητισμού.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών που στηρίζονται σε μερικά αλλά αντιπροσωπευτικά στοιχεία, στις προεδρικές εκλογές της 9ης Αυγούστου επικράτησε με μεγάλη διαφορά η ηγέτις της αντιπολίτευσης Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια.
Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι τη δεκαετία του 2000, οι «πολύχρωμες επαναστάσεις» πέτυχαν χάρις στην αμφισβήτηση και την ακύρωση στημένων εκλογικών αναμετρήσεων: πτώση του Μιλόσεβιτς στη Γιουγκοσλαβία το 2000, «επανάσταση των ρόδων» στη Γεωργία το 2003, «πορτοκαλί επανάσταση» στην Ουκρανία το 2004 – και, πιο πρόσφατα, νίκη της αντιπολίτευσης στην Αρμενία το 2018.
Ο Λουκασένκο έχασε την έκτη εκλογική αναμέτρηση, αλλοίωσε το αποτέλεσμα, φυλάκισε χιλιάδες άτομα, οργάνωσε πυροβολισμούς με πραγματικά πυρά, βασανιστήρια και εξαφανίσεις. Χωρίς την υποστήριξη της εθνοφρουράς του, θα είχε ήδη εγκαταλείψει τη χώρα. Η βιαιότητα της καταστολής σφράγισε την τύχη του και άνοιξε τον δρόμο στην εναλλαγή.
Παρά την καταστολή, οι Λευκορώσοι παραμένουν πιστοί στον στόχο τους: να υπάρξει μια ειρηνική θεσμική μεταβίβαση της εξουσίας. Δεν θα υπάρξουν λιντσαρίσματα. Αυτό που ανησυχεί κυρίως τον Λουκασένκο είναι το τέλος της δικαστικής του ασυλίας.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η πρώτη σκέψη του Πούτιν είναι να βοηθήσει τον γείτονα που βρίσκεται σε κίνδυνο, ώστε να αποτρέψει τυχόν ντόμινο. Το προσπάθησε στην Ουκρανία, το 2014. Ηθελε να διατηρήσει τον Βίκτορ Γιανουκόβιτς στη θέση του. Απέτυχε. Το Κρεμλίνο προσπάθησε να εκτροχιάσει τη μεταβίβαση της εξουσίας, καταγγέλλοντας πραξικόπημα. Απέτυχε. Προχώρησε τότε στην προσάρτηση της Κριμαίας και στη στρατιωτική επέμβαση στην ανατολική Ουκρανία.
Εξι χρόνια αργότερα, τα εδάφη αυτά παραμένουν υπό ρωσική κατοχή, αλλά η Ουκρανία προσεγγίζει όλο και περισσότερο την Ευρώπη. Οι εκλογές γίνονται κανονικά και η εγκατάσταση ενός μικρού δικτάτορα που θα υπηρετεί τη Μόσχα μοιάζει όλο και πιο μακρινό ενδεχόμενο.
Ο Πούτιν είναι πιο προσεκτικός με τον Λουκασένκο. Αντίθετα με την Ουκρανία, η Λευκορωσία δεν έχει κάποια περιοχή που να είναι ιστορικά συνδεδεμένη με τη Ρωσία, όπως ήταν η Κριμαία για δύο αιώνες. Ούτε έχει κάποιον πληθυσμό στα ανατολικά που να αισθάνεται πιο κοντά στους ρώσους γείτονες απ’ό,τι στην πρωτεύουσα. Δεν έχει καμιά εδαφική διεκδίκηση. Πώς θα δικαιολογήσει η Ρωσία μια ένοπλη επέμβαση, και με τι στόχους;
Αν το Κρεμλίνο δεν σώσει τον Λουκασένκο, δεν θα είναι από ιδεολογική ή στρατηγική στροφή, αλλά επειδή τα περιθώρια ελιγμών του είναι περιορισμένα. Η κατάσταση επιδεινώνεται και στη Ρωσία. Η οικονομική κάμψη, η ανασφάλεια και η πανδημία ανησυχούν πολύ τους Ρώσους. Και η αμφισβήτηση μεγαλώνει.
Η Ρωσία χάνει σιγά-σιγά τα τελευταία «πατήματά» της στη «ζώνη επιρροής» της: Ουκρανία, Γεωργία, Αρμενία, Λευκορωσία. Επί είκοσι χρόνια, ο Πούτιν κρατούσε τους γείτονές του εξαρτημένους από εκείνον για την οικονομία τους και την ασφάλειά τους. Αυτή η στρατηγική εξαντλείται. Οι χώρες αυτές δεν επενδύουν πια στις σχέσεις τους με τη Μόσχα, αλλά στην προσέγγισή τους με την Ευρώπη.
Ο Πούτιν δεν μπορεί λοιπόν σήμερα ούτε να σώσει τον δικτάτορα ούτε να επιβάλει έναν πειθήνιο πρόεδρο. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σεβαστεί την ψήφο των Λευκορώσων και να καλλιεργήσει σχέσεις καλής γειτονίας με τη χώρα τους.
(*) Η Μαρί Μεντράς είναι καθηγήτρια στη Sciences Po του Παρισιού, μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Esprit» και συγγραφέας του βιβλίου «Ρωσία. Η άλλη όψη της εξουσίας».
(Πηγή: Le Monde)