του Stéphane Lauer (*)
Το Μπλαγκοβετσένσκ, στις όχθες του ποταμού Αμούρ, ήταν για καιρό αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στη Μόσχα και το Πεκίνο. Η πρωτεύουσα του Ομπλάστ δέχθηκε επίθεση το 1900 από τους Κινέζους, κατά την εξέγερση των Μπόξερς, προτού οι Κοζάκοι ανακτήσουν τον έλεγχο της πόλης. Περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, το Μπλαγκοβετσένκ αποτελεί πλέον σύμβολο της σινορωσικής προσέγγισης. H ζώνη ελευθέρων συναλλαγών που έχει συμφωνηθεί με την κινεζική πόλη Χέιχε, στην άλλη όχθη του ποταμού, αλλάζει διάσταση μετά την ολοκλήρωση ενός γιγαντιαίου αγωγού φυσικού αερίου τον οποίο εκμεταλλεύεται η Gazprom. Ο αγωγός αυτός, τον οποίο εγκαινίασαν στις 2 Δεκεμβρίου οι πρόεδροι Πούτιν και Σι, θα διοχετεύει προς τη βόρεια Κίνα 38 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου τον χρόνο από το 2025.
Αυτή η υποδομή, η σημαντικότερη που έχει γίνει στη μετασοβιετική εποχή, αποτελεί άθλο, που χρειάστηκε επενδύσεις 55 δισεκατομμύρια δολαρίων. Ο αγωγός Power of Siberia πηγάζει από τη Σαγιάντα και την Κοβίκτα, για να περάσει σε έκταση 3.000 χιλιομέτρων από μια εκ των εχθρικότερων ζωνών του πλανήτη και να καταλήξει στο Μπλαγκοβετσένκ.
Το κυριότερο ενδιαφέρον του σχεδίου όμως είναι γεωπολιτικό. Αποτελεί ένα ουσιαστικό στάδιο στην προσέγγιση της Κίνας με τη Ρωσία, σε μια στιγμή που οι σχέσεις των δύο χωρών με τη Δύση έχουν επιδεινωθεί. Η απόφαση να κατασκευαστεί ο Power of Siberia ελήφθη το 2014, λίγους μήνες μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, που οδήγησε στη λήψη οικονομικών κυρώσεων από τη Δύση. Η ολοκλήρωση του αγωγού συμπίπτει επίσης με τον εμπορικό πόλεμο που κήρυξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά της Κίνας.
Για το Πεκίνο, όπως και για τη Μόσχα, το διακύβευμα είναι ζωτικό. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας φυσικού αερίου στον κόσμο. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας, το 2024 θα απορροφά το 40% της παγκόσμιας ζήτησης. Από τώρα μέχρι το 2040, η κατανάλωσή της θα αυξηθεί κατά 150%. Η εξέλιξη αυτή εξηγείται τόσο από τον οικονομικό δυναμισμό της χώρας όσο και από την επιθυμία της κυβέρνησής της να αντικαταστήσει τον άνθρακα με φυσικό αέριο. Το 2018 εγκαινιάστηκε ένα πρόγραμμα με τίτλο «Σχέδιο για να κερδηθεί ο πόλεμος του γαλανού ουρανού», που ενθάρρυνε τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να εφοδιαστούν με αέριο. Πέρυσι, η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 17% σε σχέση με το 2017, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν πάνω από 30%.
Από την άλλη πλευρά, οι εισαγωγές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου έχουν σταματήσει από τον περασμένο Μάιο. Παρά την ύφεση που έχει σημειωθεί τον τελευταίο καιρό με την προετοιμασία μιας εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου, ο Power of Siberia έρχεται την κατάλληλη στιγμή για να εξασφαλίσει τον εφοδιασμό της Κίνας. Από το 2022, ο αγωγός θα καλύπτει το 10% των κινεζικών αναγκών, ενώ ετοιμάζεται μια δεύτερη φάση του σχεδίου για την κάλυψη των ανατολικών ακτών της Κίνας.
Κρίσιμο είναι το διακύβευμα και για τη Ρωσία. Η χώρα εξαρτάται περισσότερο από ποτέ από τα ορυκτά καύσιμα, που αποτελούν το 65% των εξαγωγών της, ενώ τα μισά από τα έσοδά της προέρχονται από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο. Αν ο Πούτιν κοιτάζει όλο και συχνότερα προς ανατολάς, ο λόγος είναι ότι δεν έχει επιλογή, αφού στα δυτικά η κατάσταση περιπλέκεται σοβαρά. Ο αγωγός Nord Stream 2, που περνά από τη Βαλτική προκειμένου να παρακάμψει την Ουκρανία και να φτάσει τις γερμανικές ακτές, βρίσκεται στο στάδιο της ολοκλήρωσης. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιτίθενται στο σχέδιο αυτό. Πίσω από τα διπλωματικά επιχειρήματα, σύμφωνα με τα οποία η ΕΕ θα αυξήσει την εξάρτησή της από τη Μόσχα και θα υπονομεύσει την Ουκρανία, κρύβονται σαφή εμπορικά κίνητρα. Η Ουάσινγκτον ασκεί έντονη πίεση στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης για να αγοράζουν αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο, έστω κι αν είναι ακριβότερο από το ρωσικό.
Η ένταση ανέβηκε με το Βερολίνο στις 12 Δεκεμβρίου, μετά την επιβολή από τη Βουλή των Αντιπροσώπων κυρώσεων εναντίον των εταιρειών που συμμετέχουν στον Nord Stream 2. «Η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική αποφασίζεται στην Ευρώπη και όχι στις Ηνωμένες Πολιτείες», απάντησε ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας. Ο Κάρστεν Σνάιντερ, ένας από τους ηγέτες του SPD, ανακεφαλαιώνει ως εξής την κατάσταση: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέστρεψαν στο Φαρ Ουεστ, όπου υπάρχει μόνο ο νόμος του πιο ισχυρού».
Ωφελημένος από την κατάσταση είναι ο Βλαντίμιρ Πούτιν, καθώς όχι μόνο αυξάνει τα έσοδα της χώρας του, αλλά ενισχύει και τη στρατηγική της θέση.
(*) Ο Στεφάν Λοέρ είναι αρθρογράφος της Monde
(Πηγή: Le Monde)