Της Αλεξάνδρας Σδούκου (*)
Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και ο ρόλος τους στο μελλοντικό ενεργειακό μοντέλο της Ελλάδας δεν είναι ένας ακόμη αστικός μύθος. Καθώς η χώρα μας καταβάλλει συντονισμένες προσπάθειες να ξεφύγει από την έλξη του λιγνίτη και του πετρελαίου, ως καύσιμα επιλογής για την ηλεκτροπαραγωγή, τις μεταφορές και τη θέρμανση, το όραμα μιας οικονομίας που θα βασίζεται στην ενέργεια που παράγει ο ήλιος, ο άνεμος και το νερό, αποκτά ολοένα και πιο απτές διαστάσεις. Η στρατηγική στροφή της ελληνικής Πολιτείας προς ένα καθαρό μέλλον, με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα είναι μια συνειδητή επιλογή,
Μια απλή ανάγνωση της δομής και των δραστηριοτήτων του ελληνικού ενεργειακού τομέα αρκεί για να αντιληφθεί κανείς τις τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες που περικλείει.
Αν δει μάλιστα αυτές τις δυνατότητες υπό το πρίσμα της προσπάθειας τόνωσης των παραγωγικών δραστηριοτήτων της χώρας, θα πειστεί ότι η στροφή στις ΑΠΕ μπορεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Όλες οι μελέτες καταδεικνύουν πως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια τα επόμενα χρόνια θα γίνουν φθηνότερες, ενώ ο ηλεκτρισμός από ορυκτά καύσιμα θα ακριβύνει.
Η Ελλάδα υιοθετεί ολοένα και με πιο ταχύ ρυθμό, νέα πρότυπα και τεχνολογίες που την οδηγούν σταδιακά σε τροχιά σύμπλευσης με τα νέα διεθνή πρότυπα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Έχει δε αναγάγει το ζήτημα σε αδιαμφισβήτητη προτεραιότητά της, πλήρως εναρμονισμένη με τους ευρωπαϊκούς στόχους.
Για το πώς θα γίνει πράξη το φιλόδοξο, κοινό όραμα των ευρωπαϊκών κοινωνιών για την ενεργειακή μετάβαση, αλλά ιδιαίτερα της χώρας μας, οδηγός μας είναι το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, ό,τι πιο τολμηρό και εμπροσθοβαρές μπορεί κανείς να βρει σε ολόκληρη την Ε.Ε.
Στις 335 σελίδες του περιγράφεται το τί θα χρειαστεί να πράξουμε για να διαβούμε το κατώφλι της επόμενης ημέρας για την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον- και πώς θα το πράξουμε. Για να πετύχουμε τον στόχο για μερίδιο 35% των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, και μερίδιο 61-64% στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, έως το 2030, θα απαιτηθούν επενδύσεις ύψους 43,8 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 9 δισ. ευρώ αφορούν αποκλειστικά στις ΑΠΕ και άλλα 5,5 δισ. ευρώ σε υποδομές του ηλεκτρικού συστήματος.
Απώτερος στόχος μας είναι έως το 2030, το ενεργειακό μείγμα της χώρας να περιλαμβάνει 7,05 GW αιολικών και 7,66 GW φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων, που θα εισφέρουν 17,11 TWh και 12,12 TWh καθαρής ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας αντίστοιχα. Επίσης, η νέα παράκτια αιολική ενέργεια αναμένεται να είναι ανταγωνιστική των ορυκτών καυσίμων μέχρι το 2025.
Ασφαλώς, τόσο εκτεταμένες επενδύσεις προϋποθέτουν γενναίες παρεμβάσεις από πλευράς Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος τις οποίες έχουμε ήδη αρχίσει να υλοποιούμε. Μεταξύ άλλων, «ενεργοποιήσαμε» την απλοποίηση των αδειοδοτικών μηχανισμών, ενώ ανοίγουμε τον δρόμο για την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων, αλλά και τη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων. Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ, το Ταμείο Ανάκαμψης, συμπεριλαμβάνει την προϋπόθεση το 37% των κεφαλαίων να κατευθυνθεί προς την επίτευξη των στόχων της καθαρής ενέργειας.
Το επενδυτικό ενδιαφέρον για τις ΑΠΕ υπάρχει και είναι ισχυρό. Το ότι αυτή τη στιγμή σε διάφορα στάδια της αδειοδοτικής διαδικασίας βρίσκονται έργα ισχύος 76 GW, ισχύος υπερπολλαπλάσιας από αυτήν που απαιτείται για να επιτευχθούν οι στόχοι του ΕΣΕΚ, σημαίνει ότι έχουμε την πολυτέλεια να είμαστε επιλεκτικοί. Οφείλουμε να θέσουμε τους κανόνες που θα ενθαρρύνουν την υλοποίηση των καλύτερων, αποδοτικότερων και οικονομικά ανταγωνιστικότερων έργων.
Εάν στην Ελλάδα θέλουμε να βρεθούμε στην πρωτοπορία της ενεργειακής μετάβασης, όπως φιλοδοξούμε όλοι μας στην κυβέρνηση και ιδιαίτερα στο ΥΠΕΝ, οφείλουμε να μετουσιώσουμε τη φιλοδοξία μας σε πρωτοβουλίες που θα απορρέουν από τις σύγχρονες επιταγές και κατευθύνσεις για την ενέργεια και το περιβάλλον.
Με αφορμή τα μικροπροβλήματα που συναντά η περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ στη χώρα μας, εξαιτίας κυρίως γραφειοκρατικών καθυστερήσεων σε τοπικό επίπεδο, πρέπει η ελληνική περιφέρεια να αντιληφθεί τα μεγάλα οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη που συνεπάγεται για την ανάπτυξή της, η διάδοση των ΑΠΕ.
Βέβαια, η ένταξη στον ελληνικό νησιωτικό και ηπειρωτικό χώρο, μιας ευρείας κλίμακας έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, ιδίως αιολικών, οφείλει να γίνει με απόλυτη ισορροπία, προσοχή και με φειδώ, προκειμένου να σεβαστούμε τις ανησυχίες των κατοίκων, να προστατεύσουμε το τοπικό περιβάλλον αλλά και την ειδυλλιακή τοπογραφία των περιοχών όπου εκδηλώνεται επενδυτικό ενδιαφέρον για την ανάπτυξη ΑΠΕ, πολλές εκ των οποίων αποτελούν σημαντικούς τουριστικούς προορισμούς.
Το πόσο κεφαλαιώδες είναι το ζήτημα για την οικονομία και το περιβάλλον, αποδεικνύεται, για παράδειγμα, από το γεγονός ότι οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με πετρέλαιο στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά, παράγουν με κόστος που κυμαίνεται από 1,5 μέχρι και 16 φορές υψηλότερο απ’ ό,τι το μέσο κόστος παραγωγής της ΔΕΗ σε πανελλαδικό επίπεδο, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία για τον περασμένο Ιούνιο!
Παράλληλα, πρέπει να τονίσω και τις προσπάθειες που καταβάλλουμε για την προώθηση της αυτοπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και του ενεργειακού συμψηφισμού από ΑΠΕ.
Προβλέπουμε πως έως το 2030, η λειτουργία παρόμοιων συστημάτων στην παραγωγή ρεύματος, θα φθάσει στο 1GW. Είναι ισχύς αρκετή για να καλύπτει τις ανάγκες 330.000 ελληνικών νοικοκυριών, με ευεργετικές επιπτώσεις στο συνολικό ενεργειακό κόστος.
Η Ελλάδα δεν τρέχει πλέον πίσω από τις εξελίξεις. Τουναντίον, σε ορισμένα σημεία, τις καθορίζει, με την ευδιάκριτη πολιτική ευθυγράμμισή της με τους ευρωπαϊκούς στόχους για την ενέργεια και το κλίμα.
Η δεκαετία που διανύουμε θα είναι η πιο κρίσιμη για την ευόδωση των πολιτικών μας για τον ενεργειακό μετασχηματισμό της οικονομίας. Στην πορεία αυτή, κανείς δεν περισσεύει.
(*) Η Αλεξάνδρα Σδούκου, είναι Γενική Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας