Από τον Γιάννη Καντέα-Παπαδόπουλο
Μεταξύ των διάσημων Ευρωπαίων ηθοποιών, ο οποίος μετρά εμφανίσεις σε διεθνείς παραγωγές όπως η «Γέφυρα των Κατασκόπων» (Στίβεν Σπίλμπεργκ), διάσημος για τη συμμετοχή του στις «Ζωές των Άλλων» (Φλόριαν Χένκελ βον Ντόνερσμακ) και γνωστός στην Ελλάδα ως Ιωάννης Βαρβάκης στην ταινία «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι» (Γιάννης Σμαραγδής), ο Σεμπάστιαν Κοχ συνεργάζεται ξανά με τον βον Ντόνερσμακ στο υποψήφιο για δύο Όσκαρ «Μη Χαμηλώνεις το Βλέμμα». Τον συναντήσαμε στην Αθήνα λίγες ώρες πριν την πρεμιέρα της ταινίας, για να μάθουμε πώς αισθάνθηκε ενσαρκώνοντας έναν σκληροτράχηλο Ναζί.
Υποδύεστε ένα χαρακτήρα με συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις. Πόσο δύσκολο είναι να ενσαρκώνετε έναν ήρωα με τον οποίο ενδεχομένως να διαφωνείτε σε όλα;
Έχει ενδιαφέρον που με ρωτάτε γιατί ο συγκεκριμένος δεν έχει καμία απολύτως σχέση με εμένα. Είναι όμως τόσο καλογραμμένος, ευφυής και δυναμικός που αμέσως σε συνεπαίρνει υποκριτικά. Μπαίνεις κατευθείαν στο πνεύμα του. Κατά μία έννοια ζούσε ένα συνεχή εφιάλτη γιατί δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι δε θα είναι κυρίαρχος σε κάθε πεδίο της ζωής του και άτρωτος ταυτόχρονα. Προσωπικά με ιντρίγκαρε τρομερά η διαδικασία του να ψυχολογήσω έναν άνθρωπο ο οποίος νιώθει βαθιά ανάγκη να είναι πάντα ο καλύτερος. Σαν ηθοποιός κλήθηκα να βρω τις εσωτερικές ισορροπίες αυτού του άντρα ώστε να του εμφυσήσω ζωή και όχι να τον υποδυθώ σαν καρικατούρα.
Έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία πως ο χαρακτήρας σας ζει πολιτικές μεταβολές και οριακές εμπειρίες που θα άλλαζαν έστω και λίγο οποιονδήποτε διαφορετικό άνθρωπο, αλλά εκείνος μένει ανένδοτος.
Πράγματι, δεν παύει ποτέ μέσα του να είναι ένας Ναζί. Ακόμα και την περίοδο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας παρέμεινε ίδιος, προσαρμόστηκε απλώς στις νέες επιταγές και το διαφορετικό λεξιλόγιο του καθεστώτος. Όμως βλέπεις ότι στο τέλος συμβαίνει κάτι που τον λυγίζει. Μένει εμβρόντητος από το γεγονός ότι ένα έργο τέχνης, το οποίο κιόλας έφτιαξε ο γαμπρός που περιφρονούσε, είχε τέτοιο σφοδρό αντίκτυπο πάνω του. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη τιμωρία που θα μπορούσε να επιβληθεί σ’ αυτόν τον τύπο γιατί σε δευτερόλεπτα χάνει τα πάντα. Την ίδια στιγμή όμως αυτός ο χαρακτήρας υπάρχει λίγο – πολύ στις ζωές όλων μας, ειδικά σε οικογένειες. Κάποιος που θα ξέρει καλύτερα από εσένα ποιο είναι το καλό σου και τι πρέπει να κάνεις για το μέλλον σου.
Η ταινία από τη μία διαπραγματεύεται περίπλοκα θέματα, η διάρκειά της είναι μεγάλη, αλλά καταφέρνει να συνδυάζει την arthouse αισθητική με την απεύθυνση σε ένα μαζικό κοινό. Ανταποκρίθηκαν οι θεατές στη Γερμανία σε αυτήν;
Όσον αφορά το στιλ, είναι έτσι όπως τα λέτε, υπό αυτήν την έννοια μου θύμισε τις «Ζωές των Άλλων». Σχετικά με την υποδοχή, μπορώ να σας πω μόνο ότι το «Μη Σηκώνεις το Βλέμμα» ενθουσίασε ακόμα και τις κόρες μου. Δεν μπορούσαν να σταματήσουν να μιλάνε για αυτό. Είναι τρομερό πώς μια ταινία που αρχικά πας να τη δεις επιφυλακτικός τελικά σε κυριαρχεί απόλυτα. Και με όσους έχω μιλήσει, όλοι μπήκαν με δισταγμό στην αίθουσα και τελικά βγήκαν συγκινημένοι.
Εκπλαγήκαμε όταν είδατε τον τίτλο της ταινίας όχι μία, αλλά δύο φορές στις οσκαρικές υποψηφιότητες;
Και ναι και όχι γιατί πίστευα πολύ σε αυτήν την ταινία, είναι εξαιρετικά σημαντική. Όμως δεν ήμουν σίγουρος εάν η Ακαδημία θα αντιλαμβανόταν τη σημασία της, το ήλπιζα απλώς. Βέβαια έχει ενδιαφέρον ότι όταν ταξιδέψαμε στις ΗΠΑ για να προωθήσουμε την ταινία, οι αρμόδιοι για τις ξενόγλωσσες ταινίες ήταν ενθουσιασμένοι με αυτήν και μας γέμισαν προσδοκίες. Ποιος ξέρει τι θα γινόταν αν δεν πέφταμε πάνω στη δύναμη του Netflix…
ΠΗΓΗ: ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ