Της Τόνιας Α. Μανιατέα
«Παρακινά με τ΄ άδικο, και μ΄ αναγκάζουν θρήνοι
οι πικροκαρδιοστάλακτοι δια φόνον όπου εγίνη
να βρίσκομαι σε βάσανα, θλίψι πολλή και πάθη,
με πόνο αναστενάζοντας απ΄ της καρδιάς τα βάθη.
Κι αν με ρωτάτε ποια είμαι εγώ, Αθήνα μ΄ ονομάζουν,
όπου εις εμένα ετρέχασι σοφοί δια να σπουδάζουν
εις τα σχολειά μ΄ ανθούσασι ρήτορες, διδασκάλοι,
και φιλοσόφοι και ιατροί, κ΄ είχα τιμή μεγάλη
που η φήμη τους εξάπλονε ΄ς τ΄ άκρα της οικουμένης,
ωσάν Πλάτων, Μνησίθεος, Σωκράτης, Δημοσθένης
ελάμπασι ΄ς ταις μάχαις μου με θαυμαστήν ανδρεία
στρατάρχοι εχθρών ο χαλασμός, και εμένα η σωτηρία,
ως Περικλής, Θεμιστοκλής, Κίμων και Μιλτιάδης
που, όταν τους δέχθηκε νεκρούς, ετρόμαξε κι΄ ο άδης…»
Είναι ένα μικρό αλλά ενδεικτικό απόσπασμα του έργου «ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΗΜΟΥ ΠΟΛΕΩΣ ΑΘΗΝΗΣ», που εκδόθηκε το 1681 στη Βενετία, μεσούσης της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα. Χαρακτηρίζεται ως ιστορικό ποίημα και το εμπνεύστηκε ο ιερέας Αντώνιος Μπουμπούλης, όταν οι Οθωμανοί φόνευσαν τον Μιχαήλ Λύμπονα (αναφέρεται και ως Λίμπονας), γόνο σπουδαίας αθηναϊκής οικογένειας ηρώων.
Στην ανατριχιαστική περιγραφή του έμμετρου λόγου του ιερέα αποτυπώνεται ο θρήνος της πόλης όχι μόνον για τη δολοφονία Λύμπονα, αλλά κάθε Ρωμιού αγωνιστή ενάντια στον τουρκικό ζυγό. Άλλωστε, τόσο νωρίτερα όσο και μεταγενέστερα, είχαν -ευτυχώς- καταγραφεί από τους ολίγους χρονικογράφους της εποχής, αρκετοί ως φαίνεται Θρήνοι, με αφορμή αρχικά την εισβολή «των Αγαρηνών» στην Αθήνα, και ακολούθως τη θυσία ηρωικών μορφών του αγώνα («πάλι Αθήνα κόπτεται, πάλιν Αθήνα κλαίει…»), όπως του Καραϊσκάκη, που εξέπνευσε μια ανοιξιάτικη Παρασκευή του 1827:
«Τρεις περδικούλαις κάθουνται στον κάμπο της ΑΘΗΝΑΣ
είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα
Είχαν και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτιγμένα.
Από βραδύς μυριολογούν και το ταχύ φωνάζουν:
Τρίτη τετάρτη θλιβερή, πέμπτη φαρμακωμένη
Παρασκευή ξημέρωμα – μην είχε ξημερώσει…»
Στην Ιστορία των Αθηνών και στο ειδικό κεφάλαιο υπό τον τίτλο «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» ο Δημήτριος Καμπούρογλου μνημονεύει με ευγνωμοσύνη τον «εν Πετρουπόλει σεβαστόν» καθηγητή Γαβριήλ Δεστούνη, ο οποίος αντλώντας πληροφοριακό υλικό από τα χειρόγραφα της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης Πετρουπόλεως εξέδωσε ιστορικό ποίημα αγνώστου συγγραφέως, που αναφέρεται «εις άλωσιν των Αθηνών υπό των Τούρκων», με τίτλο «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ Η ΓΕΓΟΝΕΝ ΥΠΟ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ ΕΙΣ ΑΤΤΙΚΗΝ ΑΘΗΝΑ»:
«Κάθεται Αθήνα και θρηνεί, κλαίει και ουχ υπομένει.
Ουαί μοι την ταλαίπωρον, ουαί μοι την αθλίαν,
ουαί μοι την αμαρτωλόν πλείον παρά τας άλλας…»
Ο Δεστούνης παρατηρεί πως είναι οφθαλμοφανές ότι η άλωσις της Αθήνας δεν έγινε από Πέρσες, αλλά από Τούρκους, τους οποίους οι βυζαντινοί συγγραφείς αποκαλούσαν συνήθως Πέρσες. Ο ίδιος μάλιστα σημειώνει ότι ενδεχομένως ο άγνωστος ποιητής από πρόθεση να έκανε λόγο για Πέρσες, προαισθανόμενος ότι ο κατοπινός αγώνας των Ελλήνων για την απελευθέρωση του τόπου τους θα παρείχε τόσο ιστορικό υλικό, ώστε να μπορεί κάποτε να παραλληλισθεί και με τους περσικούς πολέμους.
Το μακροσκελές ποίημα αξιολογείται ως ιδιαιτέρως πολύτιμο, καθώς αποτελεί ακριβή πηγή πληροφοριών της εποχής. Είναι το μόνο, που περιγράφει και αφήνει στις επόμενες γενιές τη γνώση για τις σφαγές ιερέων, γερόντων και προυχόντων, τις ασέλγειες κατά γυναικών και παιδιών, τους εμπρησμούς οικιών και τις βεβηλώσεις ναών. Αναφέρεται δε και στους εκτοπισμούς των περίφημων Σωπολιατών γεωργών (εκ των Σεπολίων – το προάστιο της Αθήνας, φημισμένο τότε για τις ευλογημένες καλλιέργειές του) σε άγνωστες εκτάσεις της Ασίας.
Η αλήθεια είναι ότι στους αιώνες της σκλαβιάς η όποια απόπειρα καταγραφής, πολλώ δε μάλλον έκδοσης χρονικών, ήταν a priori καταδικασμένη. Αλλά και πού υποδομή, πού μυαλό και πού αντοχή για καταγραφή; Στην πραγματικότητα, οι πόλεις, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην έντυπη μνημόνευση των τεκταινομένων τη ζοφερή εκείνη εποχή στην Ελλάδα, ήταν η Βενετία και η Βιέννη, όπου δραστηριοποιούνταν ομογενείς τυπογράφοι, χρηματοδοτούμενοι συχνά από γενναιόδωρες προσφορές φαναριωτών, κληρικών ή εμπόρων. Σύντομα η εκτύπωση ελληνικών πονημάτων και κυρίως ιστορικών ποιημάτων, πέρασε από τους ιδιώτες τυπογράφους στους εκδότες, οι οποίοι έχοντας εγκαινιάσει και διασφαλίσει την αναγνωσιμότητα του τυπωμένου υλικού με τη μορφή της συνδρομής, αναλάμβαναν το σύνολο της δουλειάς χωρίς απαραιτήτως να διαθέτουν οι ίδιοι τυπογραφείο. Ως τέτοιοι, εξαιρετικά δραστήριοι εκδότες, έμειναν στην ιστορία οι Άνθιμος Γαζής, Γρηγόριος Κωνσταντάς και Νεόφυτος Δούκας.
ΤΑ «ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ» ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Αλλά, σε κάθε περίπτωση, η εκτύπωση προϋπέθετε υλικό και το υλικό «γεννιόταν» στην υποδουλωμένη Ελλάδα. Κατά την πρώτη περίοδο της τουρκοκρατίας, η… ντόπια «παραγωγή» μετρούσε το «Σύντομον Χρονικόν», το «Χρονικόν εν Οξωνίω Lincoln College εκδοθέν υπό του Σπ. Λάμπρου και το «Χρονικόν Μάτεση» εκδοθέν υπό του Σάθα. Στη δεύτερη περίοδο τοποθετείται η έκδοση του έργου «Χρονικόν του Ανθίμου (περιελάμβανε υλικό εφημερίδων), αλλά και το «Χρονικόν Παναγή Σκουζέ, το οποίο δεν εκδόθηκε, ωστόσο τμήμα του χρόνια μετά, παραχωρήθηκε για έκδοση στον απομνημονευματογράφο, ιστορικό, πολιτικό, αρχειοφύλακα της βιβλιοθήκης της Βουλής στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, Γεώργιο Τερτσέτη, από τους απογόνους του Σκουζέ. Τέλος, Χρονικά, αναφερόμενα στην επανάσταση, υπήρξαν το εν μέρει εκδοθέν του Άγγελου Γέροντα και το ανέκδοτο του Παναγιώτη Πούλου, χειρόγραφα από το οποίο έφτασαν με την εύνοια των συγκυριών στο σήμερα…
Κατά τον ιστορικό Καμπούρογλου, το «Σύντομον Χρονικόν» – αγνώστου καταγραφέα- περιέχει διάσπαρτες πληροφορίες περί πολεμικών συγκρούσεων (Ελλήνων, Φράγκων, Βενετών, Τούρκων), περί εκκλησιαστικών θεμάτων, περί επισήμων αφίξεων, αναχωρήσεων, επιδημιών, σεισμών, πλημμυρών κ.λ.π.
«Τω 1456, μηνί Ιουνίω, παρεδόθη εις τα χείρας των Μουσουλμάνων η πόλις των Αθηνών» καταγράφεται στο Χρονικό. Σε άλλο σημείο σημειώνεται λακωνικά πως «το 1523 η λοιμική νόσος προσέβαλε και τα Αθήνας», με αναφορά προφανώς σε πανδημία της πανώλης.
Περισσότερες και λεπτομερέστερες είναι οι πληροφορίες, που άντλησαν οι ιστορικοί από το χρονικό που εξέδωσε για την τουρκοκρατία στην Αθήνα ο ιστορικός και πολιτικός, που διετέλεσε και πρωθυπουργός της χώρας, Σπυρίδων Λάμπρος, πατέρας της Λίνας Τσαλδάρη. Οι σπουδαιότερες είναι εκείνες που αφορούν το φρικώδες παιδομάζωμα:
«…Εις τους ζνα (=1543) επήραν τα παιδία από την Αθήνα μηνί Απριλίου κβ΄.
Εις τους ζνε (=1547) μηνί Δεκεμβρίω κη΄ επήραν τα παιδία από την Αθήνα.
Εις τους ζξα (=1453) Ιουλίου πρώτη επήραν τα παιδία από την Αθήνα εις του Γιακουμάκη το σπίτι.
Εις του ζξε (=1557) Ιουνίου ιη΄ ημέρα παρασκευή εσέβη ο Σκλάβος (όνομα του επί του παιδομαζώματος υπαλλήλου) εις του Ζώη το σπίτι επήρε τα παιδία….»
Και ο Καμπούρογλου σχολιάζει: «Φρίκην γεννά η απλή αναγραφή των πληροφοριών τούτων! Νομίζει τις ότι ακούει τους θρήνους και τους κοπετούς των ατυχών μητέρων και την σιωπηράν οδύνην του πατρός! […] Και ο Γενίτσαρος απέρχεται χαιρεκάκως μειδειών και απάγων την λείαν του…».
Στο Χρονικό του Ζακυνθινού Μάτεση η καταγραφή ξεκινά το 1684 και τελειώνει το 1699. Τα συμβάντα αναφέρονται κάπως αφελώς, σχεδόν ως να σημειώνονται σε εφηβικό ημερολόγιο. «1684 Γενναρίου πρώτη. Από εδώ και εμπρός έβαλλα αρχή να γράψω όσα πράγματα άκουσα να συνέβουνε με τον Τούρκον και Φραγκίαν» σημειώνει επί λέξει στο ξεκίνημα του Χρονικού του ο Μάτεσης.
Αξιοσημείωτο πληροφοριακό υλικό για την υποδουλωμένη Ελλάδα βρίσκεται καταγεγραμμένο σε εκδόσεις, που τυπώθηκαν σε ελληνικά τυπογραφεία κάμποσα χρόνια μετά την επανάσταση και κυκλοφόρησαν πλέον ευρέως στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Το υλικό συλλέχθηκε από αρχεία ιστορικών προσωπικοτήτων, τα οποία βρέθηκαν και δόθηκαν προς δημοσιοποίηση από απογόνους τους.
Σε μία τέτοια έκδοση, που υπογράφει ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, υπό τον τίτλο «Μνημεία Αθηνών» (1928), «φιλοξενούνται» πληροφορίες του πατέρα του, Θεμιστοκλή Φιλαδελφέως, συγγραφέα, λαογράφου και ιδρυτή ενός από τα πρώτα τυπογραφεία στην Ελλάδα. Σημειώνεται ότι αυτός ο τελευταίος, που έζησε τόσο τη δεύτερη περίοδο της τουρκοκρατίας, όσο και τον αγώνα για τη απελευθέρωση, ήταν ο εμπνευστής και δωροθέτης του «Φιλαδέλφειου» λογοτεχνικού διαγωνισμού, στον οποίο βραβεύτηκαν σπουδαίοι Έλληνες λογοτέχνες, όπως οι Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Δροσίνης και Κωνσταντίνος Κρυστάλλης.
Καταθέτει, λοιπόν, στο έργο του «Μνημεία Αθηνών», ο Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς, ότι στις 17 Αυγούστου του 1759, ο βοεβόδας των Αθηνών, αγά Μουσταφά Τζισταράκης, γκρέμισε έναν από τους 17 σωζόμενους κίονες του ναού του Ολυμπίου Διός, προκειμένου με το μάρμαρό του να χτίσει το τζαμί του Μοναστηριακίου. Για την πράξη του αυτή ο Σουλτάνος τιμώρησε τον αγά με πρόστιμο 17 πουγγιών γροσίων (περίπου 30.000 χρυσές δραχμές), αλλά το κακό είχε ήδη γίνει. Τότε, ένας καλόγερος για να προστατέψει το μνημείο, έστησε σκήτη επάνω στο επιστύλιο δύο κιόνων και για πολλά χρόνια -ίσαμε την εποχή του Όθωνα- έζησε σ΄ εκείνο το απρόσιτο σημείο. Εξ αυτής της πράξεώς του ο καλόγερος πήρε το προσωνύμιο «στυλίτης», παρότι στυλίτες αποκαλούντο οι μοναχοί, που επέλεγαν για σκήτη τους κορυφές κιόνων, προκειμένου να ζουν πιο κοντά στον θεό.
ΤΟ «ΛΙΘΙΝΟ ΧΡΟΝΙΚΟ» Ή ΤΑ «ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»
Είναι το παλαιότερο, ανθεκτικότερο και ασφαλέστερο, ως πηγή πληροφορίας, χρονικό της Ελλάδος, ασφαλώς και όλου του κόσμου. Το αποτελούν οι εγχάρακτες πληροφορίες σε κίονες, τοίχους ναών και άλλων οικοδομημάτων. «Ο πρώτος χαράξας επί αρχαίου κίονος ιστορικόν γεγονός ήτο ο πρώτος ακαλλαίσθητος Έλλην, αλλά συγχρόνως και ο πρώτος ευεργέτης της Ιστορίας» σημειώνει ο Δημήτριος Καμπούρογλου, τουλάχιστον για την Ελλάδα.
Ο όρος «γκράφιτο» (πληθ. graffiti) είναι παμπάλαιος και ιδιαίτερα δημοφιλής στους αρχαιολόγους (τουλάχιστον τους μη Έλληνες, διότι στην ακριβή ελληνική γλώσσα οι λέξεις «χάραγμα» ή «σκαρίφημα» ή «ακιδογράφημα» είναι ικανές να αποδώσουν την ουσία και με το παραπάνω…). Η λέξη, πάντως, συνήθως αναφέρεται σε σημάδι, σε σκάλισμα επάνω σε σκληρή επιφάνεια (πέτρα, μάρμαρο κ.λ.π). Τα σημάδια αυτά (graffiti) μπορεί να είναι ζωγραφιές (ζωγραφική των σπηλαίων της Παλαιολιθικής Περιόδου) ή γράμματα, μεταγενέστερα έως σήμερα. Γκράφιτι, με ιστορική αξία, έχουν εντοπισθεί κατά κόρον στην Αρχαία Αίγυπτο, σε περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και ασφαλώς στην αρχαία Ελλάδα (χαράγματα μαρτυρικά ιδιοκτησιών, σημειώσεις εμπόρων, μηνύματα, λίστες κ.α.) από τον 8ο αι. π.Χ.
Ένα εντυπωσιακό «βιβλίο» χαραγμένο στα μάρμαρα των Προπυλαίων και του Παρθενώνα, φιλοξενεί και ο βράχος της Ακροπόλεως. Παρά την αρχική αποστροφή των κλασικών αρχαιολόγων, οι οποίοι έκαναν λόγο για «βεβήλωση των ιερών μαρμάρων της αρχαιότητας», τα «χρονογραφικά χαράγματα» στους δυτικούς κυρίως κίονες του ναού, αποτελούν περίτρανες αποδείξεις του αδιάσπαστου βίου της Αθήνας από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες έως την απελευθέρωση του έθνους από τον τουρκικό ζυγό. «Ας δεχθούμε τα χαράγματα των Προπυλαίου της Ακροπόλεως των Αθηνών ως αποσπάσματα έναρθρου λόγου, μαρτυρίες ανθρώπινης παρουσίας και δράσης, που ως ψίθυροι ευλαβείας τιμούν τους απόντες που στοιχειώνουν αυτόν τον χώρο» είχε σημειώσει σε ομιλία του, το 2014, ο αρχιτέκτων καθηγητής του ΕΜΠ, Τάσος Τανούλας, ο οποίος με περίσσια υπομονή αναζήτησε, εντόπισε στους αρχαίους κίονες των Προπυλαίων και κατέγραψε περισσότερα από 100 ακιδογραφήματα.
«Στρατιωτικοί, αξιωματούχοι – σπαθάριοι και δρουγγάριοι – προσωπικότητες με πολιτικά αξιώματα – σχολάριοι, οψικιανοί, χαρτουλάριοι και νοτάριοι – ή και εκκλησιαστικοί παράγοντες, όπως πρεσβύτεροι και πρωτοψάλτες, , αλλά και απλοί πολίτες, όπως ο “ Ιωάννης Ταπηνός κε αμαρτολός”, έχουν αφήσει το στίγμα τους πάνω στους κίονες, δίπλα σε απλούς σταυρούς, επικλήσεις, ιδεογράμματα πλοίου – σύμβολα της Εκκλησίας. Κάποια είναι σύντομα αφηρημένα αποτυπώματα περαστικών που τα χάραξαν μόνοι τους με ευκολία. Άλλα – κυρίως αυτά με μνείες θανάτων που ήταν και τα μεγαλύτερα σε μέγεθος – χαράχθηκαν από επαγγελματίες».
Όσο για τα ακιδογραφήματα του Παρθενώνα, είναι 235, εκ των οποίων πέντε σε λατινική γλώσσα. Τα υπόλοιπα είναι: 104 επικλήσεις προς τον τριαδικό θεό και την υπεραγία Θεοτόκο, 64 αναφορές θανάτων, 32 αναγραφές ονομάτων, 20 φράσεις εκκλησιαστικών κειμένων, 12 ποικίλα θέματα και έξι παραστάσεις. Σημειώνεται δε ότι ο μεγαλύτερος όγκος εξ αυτών βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του Παρθενώνα, όπου ήταν και η θύρα του χριστιανικού ναού, οπότε κληρικοί και λαϊκοί επισκέπτες αναπαύονταν πριν ή μετά την είσοδό τους.
Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους, σύγχρονους ναούς της Αθήνας, τα «χρονογραφικά χαράγματα» των μνημείων της Ακρόπολης σταματούν με την κατάληψη της πόλης και του βράχου από τους Τούρκους, γεγονός ερμηνεύσιμο μιας και ο ναός δεν λειτουργεί πλέον ως τόπος χριστιανικής λατρείας, αλλά ως τζαμί, και η κυκλοφορία των Ρωμιών στον βράχο δεν… ενδείκνυται. Όπως γράφει, δε, χαρακτηριστικά ο Καμπούρογλου, «… αφ΄ ότου οι Τούρκοι κατέλαβον τας Αθήνας και η στρατιωτική αυτών αρχή ήδρευεν εν Ακροπόλει (και) έπαυσε ο Παρθενών να είναι εκκλησία -έστω και Δυτική- μεταβληθείς εις Τζαμί, δεν είχον λόγον να επισκέπτωνται οι Αθηναίοι το Κάστρο, και επί τη υποθέσει ότι επετρέπετο, εις τινας τουλάχιστον εξ αυτών, η είσοδος, αφού η έξοδός των δεν ήτο τόσον βεβαία…».
Τα «χρονογραφικά χαράγματα» επανέρχονται μετά τη φυγή των Τούρκων, με μία πρώτη ακιδογραφία τον Απρίλιο του 1827 στον Γεώργιο Θωμόπουλο, που υπογράφει ως «αγωνιστής του 1821», και ο οποίος, ενώ χάραζε το όνομά του στην εσωτερική επιφάνεια του βόρειου τοίχου, κατά τον καθηγητή Τανούλα «πατούσε επάνω στις τουρκικές καμάρες του 18ου αι. όπου ήταν τοποθετημένη πυροβολαρχία».
Σημειώνεται ότι η πρώτη ανακοίνωση για τα χαράγματα των μνημείων του ιερού βράχου είχε γίνει το 1944 στην Ακαδημία Αθηνών από τον σπουδαίο ερευνητή της ελληνικής αρχιτεκτονικής και έναν από τους θεμελιωτές της βυζαντινολογίας στην Ελλάδα, τον ακαδημαϊκό αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάνδο. Ο ίδιος μάλιστα είχε αποδώσει σχεδιαστικά και αρκετά από αυτά. Τα σκίτσα του, καθώς κάποια από τα επιλεχθέντα ακιδογραφήματα κρύβονται στην αχλή του χρόνου και της ρύπανσης, αποτελούν παρακαταθήκη για την ιστορία.
Αλλά χρονογραφικά χαράγματα, αναγόμενα στην περίοδο του Τουρκοκρατίας, βρέθηκαν πολλά στο Θησείο, αρκετά στη Στοά του Γυμνασίου του Αδριανού και αλλού, καθώς και σε κάποιες εκκλησίες, όπως στου Αγίου Νικολάου Νικοδήμου (η λεγόμενη ρωσική) και στην «Όμορφη Εκκλησία» κοντά στα Πατήσια.
Από τα ευρήματα των ειδικών μελετητών, προκύπτει ότι προσφιλές πεδίο καταγραφής γεγονότων την περίοδο της υποδούλωσης των Ρωμιών της Αθήνας, υπήρξαν και οι κίονες του Ολυμπίου Διός. Το 1881 σε διατριβή του με τίτλο «Πρόχειρά τινα περί των Πηγών της Αθηναϊκής Ιστορίας κατά τους μέσους αιώνας και επί Τουρκοκρατίας», ο Σπυρίδων Λάμπρος σημειώνει: «στύλός τις των του Ολυμπιείου περιέχει εν υψηλώ τυμπάνω και οιονεί εν αποκρύφω μονονού πλήρη τον κατάλογον των υπό του Χασεκή απαγχονιζομένων». Εξηγώντας την αξία των συγκεκριμένων χαραγμάτων, ο Λάμπρος τονίζει ότι υπάρχουν και πολλές άλλες επιγραφές, χαραγμένες σε αρχαία μνημεία «κατά τους μέσους αιώνας και χρόνους της Τουρκοκρατίας».
Όπως σημειώνουν οι ιστορικοί ερευνητές, σε μία εποχή κατά την οποία φουντώνουν οι φήμες περί εκσλαβισμού, το λίθινο χρονικό έρχεται να σώσει την τιμή της πόλης, κρατώντας χαραγμένες, αναλλοίωτες στον χρόνο, ιστορικές αναφορές σε ελληνική γλώσσα. Με το λίθινο χρονικό οι επιστήμονες καταλήγουν να επαληθεύσουν και όποια γραμμένη σε χαρτί πληροφορία. Ως παράδειγμα, φέρεται η πληροφορία του Lincoln College ότι το έτος 1554 ταξιδιώτης από την Κωνσταντινούπολη φέρνει στην Αθήνα τον λοιμό (πανώλη), ο οποίος μεταδίδεται ραγδαία, διαρκεί τρία ολόκληρα χρόνια και γίνεται η αιτία για τον θάνατο 10.000 Αθηναίων πολιτών. Οι κατοπινοί ιστορικοί θεωρούν τον αριθμό υπερβολικό, ώσπου χάραγμα στον 12ο στύλο της νότιας πλευράς του Θησείου επιβεβαιώνει το σαρωτικό πέρασμα του λοιμού από την Αθήνα κάνοντας λόγο για «μέγα θανατικόν υπό χρονολογίαν 1555, εξ ου απέθανον χιλιάδες λαού και καστριώται (Τούρκοι κατοικούντες στην Ακρόπολη)».
Παλιό εργαλείο της ιστορίας, λοιπόν, το εγχάρακτο μήνυμα ή σύμβολο στους τοίχους. Αλλά όσο κι αν η ανάγκη κάποτε το επέβαλλε, σήμερα, που το οπλοστάσιο της καταγραφής είναι γεμάτο από επιτεύγματα της τεχνολογίας, το γκράφιτι, που στο μεταξύ έχει αναχθεί σε τέχνη, κατέληξε συχνά να «πυροβολεί» την αισθητική. Ο του Καμπούρογλου «χαράξας γεγονός», παραμένει «ακαλλαίσθητος», αλλά δεν είναι πια «ευεργέτης της ιστορίας»…
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ Δ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ