Αναλύουμε την πιθανή αποδοχή από τους Ευρωπαίους της συμφωνίας Τραμπ για την Ουκρανία και τις γεωπολιτικές συνέπειες. Αναμφίβολα, η Ουκρανία έχει επιλέξει από το 2014 να συμμετάσχει στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό της Δύσης ενάντια στη Ρωσία, αλλά αυτό έχει οδηγήσει σε σοβαρές απώλειες. Παρά τις τεράστιες γεωπολιτικές ευθύνες που φέρει, οι νομικές συνέπειες της παραχώρησης εδάφους δεν είναι ανεκτές από καμία χώρα του 21ου αιώνα. Εντούτοις, η Ουκρανία και οι ευρωπαίοι σύμμαχοί της αντιμετωπίζουν προκλήσεις στην στρατηγική τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ζητούν την de jure αναγνώριση του ρωσικού ελέγχου στην Κριμαία, η οποία καταλήφθηκε το 2014, και της ρωσικής κυριαρχίας σε περιοχές της νότιας και ανατολικής Ουκρανίας που ελέγχονται από τις ρωσικές δυνάμεις. Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές χώρες προτιμούν να καθυστερήσουν τη συζήτηση για το έδαφος μέχρι να ολοκληρωθεί η κατάπαυση του πυρός, απορρίπτοντας την αναγνώριση οποιουδήποτε ρωσικού ελέγχου.
Η συμφωνία που προτάθηκε από την Ουάσιγκτον προσφέρει σχεδόν τα πάντα στη Ρωσία, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την αποδοχή της από την Ευρώπη. Ο Γερμανός αναλυτής Βόλφγκανκ Μινχάου υπογραμμίζει ότι, παρόλο που η Ευρώπη δικαίως μπορεί να είναι εξοργισμένη από μια τέτοια συμφωνία, θα μπορούσε να είναι το λιγότερο κακό από όλα τα ενδεχόμενα.
Η Ουκρανία, με τον ρωσικό στρατό να είναι σε πολύ καλύτερη θέση, αντιμετωπίζει έναν δύσκολο αντίπαλο, ενώ οι σύμμαχοί της παρέχουν ελλιπή υποστήριξη. Ο Μινχάου τονίζει ότι η Ευρώπη είναι καλύτερη στο να μιλά παρά να ενεργεί, και ότι δεν έχει την απαιτούμενη αποφασιστικότητα. Εάν οι Ευρωπαίοι απορρίψουν τη συμφωνία, κινδυνεύουν να χάσουν την υποστήριξη των ΗΠΑ και να βρεθούν αντιμέτωποι με πολύ σοβαρότερα προβλήματα.
Τέλος, ο Μινχάου υπογραμμίζει τη σημασία της ειρηνικής διπλωματίας, σημειώνοντας ότι οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις πρέπει να ξεκινούν από την αποδοχή της τρέχουσας στρατιωτικής κατάστασης.
Πηγή περιεχομένου: in.gr