του Simon Tilford (*)
Οι δυτικές κυβερνήσεις άργησαν να αξιολογήσουν τους κινδύνους του κορονοϊού. Κι αυτό επειδή θεωρούσαν ότι ήταν μια επανάληψη της επιδημίας του SARS που δεν θα έβγαινε από τα σύνορα της ανατολικής Ασίας. Ακόμη κι όταν φάνηκε το μέγεθος της κρίσης στην Ιταλία, μεγάλες τράπεζες επενδύσεων προέβλεπαν μια μικρή ύφεση στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, την οποία θα ακολουθούσε γρήγορα μια οικονομική ανάκαμψη.
Όλα αυτά έχουν τώρα αλλάξει. Είναι σαφές ότι η Ευρώπη και οι ΗΠΑ βρίσκονται αντιμέτωπες με μια πρωτοφανή ύφεση. Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, αλλά οι οικονομίες εύκολα μπορεί να σημειώσουν κάμψη κατά 20% μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου. Και είναι αβέβαιο πότε θα αρχίσει η ανάκαμψη και πόσο ισχυρή θα είναι. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια τεράστια δημοσιονομική απάντηση, με πρωτοφανή μέτρα στήριξης για εταιρείες και νοικοκυριά και επιθετικές κινήσεις από κεντρικές τράπεζες.
Για ορισμένους, το μέγεθος της κρίσης και ο κεντρικός χαρακτήρας του κράτους στην καταπολέμησή της καθιστούν αδύνατη την επιστροφή στο στάτους κβο των τελευταίων 40 ετών που χαρακτηρίζεται από μικρό κράτος και ελεύθερη αγορά. H κρίση, λένε, δείχνει ότι οι κανόνες αλλάζουν και ότι πράγματα που θεωρούνταν αδύνατα προηγουμένως γίνονται πολύ γρήγορα πραγματικότητα. Αλλοι, πάλι, φοβούνται ότι τα μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις για τη στήριξη των νοικοκυριών μπορεί να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να μη δουλεύουν.
Θα οδηγήσει η κρίση σε έναν άλλο τρόπο σκέψης, αποδεικνύοντας ότι το κράτος όχι μόνο δεν εμποδίζει την οικονομική ευελιξία, αλλά αντιθέτως την εγγυάται; Η θα επαναλάβουμε τα λάθη της χρηματοπιστωτικής κρίσης, όπου οι κυβερνήσεις απέτυχαν να αντλήσουν τα αναγκαία διδάγματα; Πολλά θα εξαρτηθούν από το βάθος της κρίσης και την ταχύτητα της ανάκαμψης. Υπάρχουν όμως αρκετοί λόγοι να πιστεύει κανείς ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα εκτυλιχθούν διαφορετικά.
Ο πρώτος λόγος για τον οποίο η αλλαγή αυτή τη φορά μοιάζει αναπόφευκτη είναι η ίδια η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009. Η διάσωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και η επιστροφή στη λιτότητα μετά την παρέλευση της κρίσης οδήγησαν στη διάβρωση της εμπιστοσύνης προς τις ελίτ και στην άνοδο των λαϊκιστικών δυνάμεων. Η μαζική κρατική υποστήριξη προς τις επιχειρήσεις και στη συνέχεια η επιστροφή σε μια πολιτική με επίκεντρο τις επιχειρήσεις θα ήταν πολιτικά επικίνδυνη αυτή τη φορά. Και όσο περισσότερο χρειάζεται κρατική υποστήριξη ο ιδιωτικός τομέας, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για τους νεοφιλελεύθερους και τον χρηματοπιστωτικό τομέα να υποστηρίξουν την επιστροφή στο «business as usual».
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η οικονομική ανάκαμψη θα είναι πιθανότατα λιγότερο γρήγορη απ΄όσο ελπίζουν πολλοί. Είναι απίθανο οι οικονομίες να τεθούν σε προσωρινό κώμα και στη συνέχεια να επιστρέψουν σε πλήρη άνθηση χωρίς να έχει σημειωθεί μια μόνιμη ζημιά. Οι οικονομίες θα χρειαστούν κρατική στήριξη για μεγάλο ακόμη διάστημα.
Είναι αλήθεια ότι πολλές από τις στρατηγικές που ακολουθούνται αυτή τη στιγμή από ευρωπαϊκές χώρες – όπως οι επιδοτήσεις των μισθών – έχουν χρησιμοποιηθεί και στο παρελθόν και η οικονομική ορθοδοξία έχει επιστρέψει. Η έκταση όμως των μέτρων που λαμβάνονται τώρα είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το παρελθόν. Οι κυβερνήσεις είναι πιθανό να αποκτήσουν τον έλεγχο σημαντικών ποσοστών του ιδιωτικού τομέα, είτε με εθνικοποιήσεις είτε με απευθείας συμμετοχή στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι οι χώρες με ενεργό κρατικό τομέα και ολοκληρωμένο κοινωνικό κράτος είναι πιθανό να τα καταφέρουν καλύτερα από τις άλλες. Αν, για παράδειγμα, η ευρωζώνη κατορθώσει να αποτρέψει μια κρίση χρέους στην Ιταλία (ένα μεγάλο «αν», ομολογουμένως), η Ευρώπη θα πάει καλύτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η κυβέρνηση Τραμπ θα συναντήσει αντιδράσεις αν δεν στηρίξει τα νοικοκυριά.
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν επανάληψη αυτής της κρίσης: το οικονομικό και πολιτικό κόστος θα είναι τεράστιο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να οικοδομηθεί μια οικονομική ανθεκτικότητα στους κινδύνους. Καλύτερη προετοιμασία για τις ίδιες τις πανδημίες, αλλά και μέτρα για τη μείωση του συστημικού κινδύνου.
Ο τελευταίος λόγος που τα πράγματα είναι αυτή τη φορά διαφορετικά είναι ότι αλλάζει αναπόφευκτα η ισορροπία μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εθνικής αυτονομίας. Οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση στην εθνική αυτάρκεια, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την υγεία και τη διατροφή, κάτι που σημαίνει εθνική ιδιοκτησία και έλεγχο αυτών των τομέων. Οι πρόσφατες κινήσεις πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να εμποδίσουν την εξαγορά επιχειρήσεων από ξένους ομίλους θα πολλαπλασιαστούν και θα καταστεί αναγκαία η μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών κανόνων ανταγωνισμού. Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα αγωνιστούν επίσης να διατηρήσουν τη μεγαλύτερη δημοσιονομική ελευθερία που απέκτησαν στη διάρκεια της κρίσης.
Η αλλαγή μοιάζει αναπόφευκτη. Το ερώτημα είναι αν θα είναι καλοήθης ή κακοήθης. Εχει έτσι ιδιαίτερη σημασία να κινητοποιηθούν οι προοδευτικές και μετριοπαθείς συντηρητικές δυνάμεις για να προωθήσουν αλλαγές που θα ενισχύσουν την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα. Σε αντίθετη περίπτωση, αυτοί που θα βγουν κερδισμένοι θα είναι οι λαϊκιστές.
(*) Ο Σάιμoν Τίλφορντ είναι διευθυντής του Forum New Economy, ενός ερευνητικού ινστιτούτου που εδρεύει στο Βερολίνο
(Πηγή: The Prospect)