«Το πλαίσιο κυρώσεων προς την Τουρκία για την παραβατική της συμπεριφορά προς την Κυπριακή Δημοκρατία, το κείμενο συμπερασμάτων για την Τουρκία, η συμφωνία για το Brexit και η ξεκάθαρη θέση της χώρας μας για αντιμετώπιση του μεταναστευτικού/προσφυγικού προβλήματος, είναι όλα θέματα που ικανοποιούν την Ελλάδα και επιτρέπουν περισσότερα βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση στο εγγύς μέλλον» ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας αποτιμώντας την πρώτη συμμετοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη σε Συμβούλιο Κορυφής.
Τόνισε, σε συνέντευξή του στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής, αναφερόμενος στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Κύπρο, πως «το Συμβούλιο συμφώνησε στη θέσπιση ενός πλαισίου περιοριστικών μέτρων για τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται στις παράνομες δραστηριότητες της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ. Κινήθηκε στην κατεύθυνση που είχε ζητήσει η Κυπριακή Δημοκρατία και είχε στηρίξει η κυβέρνησή μας. Και αυτό συνιστά συνέχεια, συγκεκριμενοποίηση και αυστηροποίηση της προηγούμενης απόφασης. Η Κύπρος δεν είναι μόνη».
Προσθέτει ότι «σήμερα, οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αναγνωρίζουν ότι -σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία- δεν προκύπτει δημοσιονομικό κενό, ούτε για το 2019 ούτε για το 2020. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ήδη μειώσαμε τον ΕΝΦΙΑ για το 2019 μεσοσταθμικά κατά 22%. Τα έσοδα πάνε καλύτερα από τους στόχους το τελευταίο τρίμηνο, ενώ και οι δαπάνες συγκρατούνται». Σημειώνει πως «η Ελληνική Δημοκρατία δανείστηκε με επιτόκιο μόλις 1,5%, για δεκαετές ομόλογο, ενώ το επιτόκιο ήταν 3,9% λίγους μήνες πριν. Τέλος, δανειστήκαμε προ δεκαημέρου έντοκα γραμμάτια με αρνητικό επιτόκιο, για πρώτη φορά στην Ιστορία».
Ειδικότερα για το μεταναστευτικό, υπογράμμισε πως αποτελεί ευρωπαϊκό πρόβλημα και πως ο πρωθυπουργός ζήτησε επιμερισμό των βαρών «επισημαίνοντας ότι είναι απαράδεκτη η προσέγγιση ορισμένων κρατών-μελών ότι το μεταναστευτικό – προσφυγικό δεν συνιστά πρόβλημα. Θεωρούμε ότι η Ε.Ε. έχει αυξημένες υποχρεώσεις και οφείλει να τις αναλάβει. Κι αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τις χώρες της Σένγκεν, οι οποίες -όπως πολλές φορές έχει τονίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης- δεν μπορεί να απολαμβάνουν τα προνόμια που τους παρέχει και να αρνούνται τις αντίστοιχες υποχρεώσεις». Συμπλήρωσε πως η κυβέρνηση θεωρεί αναγκαία «και τη βελτίωση της Κοινής Δήλωσης Ε.Ε.-Τουρκίας, ώστε οι επιστροφές να γίνονται και από την ενδοχώρα».
Σε ό,τι αφορά την ψήφο των ομογενών τόνισε πως οι 4 από τους πέντε αρχηγούς στις συναντήσεις που είχαν με τον πρωθυπουργό «συμφώνησαν με την άποψή μας, ότι η ψήφος των Ελλήνων είναι ισότιμη, έχει την ίδια πολιτική βαρύτητα και δεν μπορεί να γίνουν διακρίσεις σε βάρος κανενός. Ότι, δηλαδή, η ψήφος όσων ψηφίζουν από το εξωτερικό θα προσμετράται στο τελικό εκλογικό αποτέλεσμα». Είπε πως η κυβέρνηση με στόχο να υπάρξει κοινή συνισταμένη συμφώνησε να δεχθεί ορισμένες από τις προτάσεις τους και προσέθεσε: «… εναπόκειται στον κ. Τσίπρα να επιλέξει, είτε την αυτοαπομόνωση είτε τη σύμπραξη προκειμένου να ψηφιστεί ο νόμος και από τους 300 της Βουλής».
Διαβεβαίωσε πως «καμία σύνταξη Έλληνα πολίτη δεν πρόκειται να μειωθεί. Οι μειώσεις τέλειωσαν με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον νόμο Κατρούγκαλου» και προσέθεσε ότι «το νέο ασφαλιστικό θα χτιστεί με υπευθυνότητα πάνω στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας με γνώμονα την κοινωνική δικαιοσύνη και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του και εκτιμούμε ότι αυτό θα γίνει μέχρι το τέλος του χρόνου. Ας μην ξεχνάμε ότι οι δικαστικές αποφάσεις επιβεβαιώνουν την κριτική μας για την έλλειψη ανταποδοτικότητας, τη δυσαναλογία εισφορών-παροχών, την απουσία αναλογιστικής μελέτης για την επικουρική ασφάλιση και τον προβληματικό τρόπο υπολογισμού των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων».
Απαντώντας στην κριτική για τις αλλαγές στα εργασιακά, τονίζει πως «αποτελούν τομή υπέρ των εργαζομένων, καθώς παρέχονται κίνητρα για την πλήρη απασχόληση και θεσπίζονται δράσεις απέναντι στο φαινόμενο της αδήλωτης, της υποδηλωμένης και της απλήρωτης εργασίας. Αυξάνεται κατά 12% το κόστος των επιπλέον ωρών σε περίπτωση υπέρβασης των συμφωνημένων όρων της απασχόλησης και αυστηροποιεί το πλαίσιο για τον έλεγχο στην αγορά εργασίας».
Σε ό,τι αφορά τις συμβάσεις εργασίας ξεκαθαρίζει ότι «οι κλαδικές συμβάσεις, η συρροή και η επεκτασιμότητα συνεχίζουν να υπάρχουν. Αυτό που προβλέπει το νομοσχέδιο είναι η ενσωμάτωση ευρωπαϊκών πρακτικών για εξαιρέσεις μόνο για επιχειρήσεις που βρίσκονται σε πραγματικά «δεινή οικονομική θέση» και μόνο εάν το συναποφασίσουν εργαζόμενοι και εργοδότες». Για τα συνδικαλιστικά, λέει πως «στόχος είναι να έχουμε σωματεία αντιπροσωπευτικά και να αποφασίζουν οι πλειοψηφίες για τη στάση των εργαζομένων». Αναφορικά με τους στόχους της ανάπτυξης τονίζει ότι «μιλούσαμε πάντα για τον στόχο “2 συν 4”. Να συμφωνήσουμε, δηλαδή, με τους εταίρους μας σε μειωμένα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2% του Α.Ε.Π. και να πετύχουμε ανάπτυξη κοντά στο 4% του Α.Ε.Π…. Παραλάβαμε τη χώρα με ρυθμό ανάπτυξης 1,5% το πρώτο εξάμηνο του 2019. Εκτιμούμε ότι το δεύτερο εξάμηνο θα ξεπεράσουμε το 2%, ότι το 2020 θα φτάσουμε κοντά στο 3%, και ότι θα συνεχίσουμε με ακόμη μεγαλύτερα εφόδια για τον στόχο μας. Μέσα σε εκατό μέρες η χώρα άλλαξε ταχύτητα και η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει την ευχάριστη έκπληξη της Ευρωζώνης τα επόμενα χρόνια».
Όσον αφορά τα αναδρομικά των συνταξιούχων τονίζει πως «όπως έχει κατ’ επανάληψη τονίσει ο πρωθυπουργός, η κυβέρνηση θα σεβαστεί τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τα αναδρομικά που δικαιούνται οι συνταξιούχοι θα επιστραφούν, με γνώμονα το χρέος της πολιτείας απέναντι σε όσους αδικήθηκαν, αλλά και τη διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας που επιβάλλει το γενικότερο εθνικό συμφέρον».
Αναφέρει ότι «εάν υπάρξει οποιοδήποτε υπερπλεόνασμα θα δοθεί σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες», ενώ υπογραμμίζει πως η τελευταία έκθεση των θεσμών -που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο- προέβλεπε, για τη χρονιά που διανύουμε, δημοσιονομικό κενό περίπου 2 δισ. ευρώ, δηλαδή πάνω από 1% του ΑΕΠ.
Για τις επενδύσεις τονίζει ότι «ξεμπλοκάραμε -μέσα στις εκατό πρώτες ημέρες της κυβέρνησης- τις μεγάλες επενδύσεις στο Ελληνικό, στο Λιμάνι του Πειραιά και στις Σκουριές Χαλκιδικής. Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου συγκροτήθηκε Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων, η οποία ξεκίνησε με τη δρομολόγηση τεσσάρων έργων ύψους 800 εκατομμυρίων ευρώ. Ο στόχος, λοιπόν, παραμένει υψηλός, αλλά με τις πράξεις της κυβέρνησης έρχεται πιο κοντά».