ΠΗΓΗ: ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ / Από τον Γιάννη Καντέα-Παπαδόπουλο
«Περίμενε, περίμενε, μιλάς πάρα πολύ γρήγορα» είναι το πρώτο πράγμα που μου λέει στο τηλέφωνο ο Βέρνερ Χέρτζογκ και εγώ φαντάζομαι τα σκαμμένα μάτια του να κρύβονται περισσότερο στο συνοφρυωμένο πρόσωπό του. Δεν είχε άδικο πάντως, αφού ενθουσιασμένος και χωρίς να χάνω δευτερόλεπτο ξεκίνησα να του κάνω ερωτήσεις για την «Οικογενειακή Ευτυχία Α.Ε.». Στη νέα σκηνοθετική δουλειά του, ο 77χρονος δημιουργός και κάτοικος Λος Άντζελες τα τελευταία πολλά χρόνια θολώνει εσκεμμένα τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, κινηματογραφώντας έναν άντρα ο οποίος ενσαρκώνει τον εαυτό του στο πλαίσιο μιας φανταστικής ιστορίας. Πρόκειται για τον επιχειρηματία Γουιίτσι Ίσι, ο οποίος έχει στήσει στην Ιαπωνία μια εταιρεία που παρέχει σε οικογένειες «αντικαταστάτες» των συγγενών τους, οι οποίοι είτε δεν ζουν είτε έχουν απομακρυνθεί από εκείνους. Στην ταινία ο Ίσι, με την ιδιότητα του διευθυντή της εταιρείας, καλείται να υποδυθεί τον αγνοούμενο πατέρα ενός κοριτσιού, με το οποίο θα αποκτήσουν μια τρυφερή και απροσδόκητα στοργική σχέση.
Όταν είδα την ταινία σκέφτηκα αμέσως τις «Άλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου, μιας και οι ιστορίες των δύο φιλμ είναι σχεδόν πανομοιότυπες. Ο Χέρτζογκ, όμως, δεν είχε ιδέα για τη συγκεκριμένη ταινία. «Δυστυχώς δεν τη γνωρίζω. Όμως μιας και το ανέφερες, συνειδητοποιώ πως και εγώ και ο Λάνθιμος παρατηρήσαμε το ίδιο πράγμα, πως τα πάντα είναι μια περφόρμανς. Υπάρχει ένα άτυπο σενάριο μ’ εμάς πρωταγωνιστές, να δίνουμε στους ανθρώπους γύρω μας μια παράσταση η οποία δεν έχει σχέση με τον πραγματικό μας εαυτό. Γι’ αυτό και το ερώτημα τι είναι αληθινό και τι κατασκευασμένο στην κοινή εμπειρία είναι πολύ μεγάλο και μας κατατρώει».
Η φρενήρης αναζήτηση πιθανών απαντήσεων σε αυτήν την απορία διατρέχει όλη τη φιλμογραφία του Χέρτζογκ. Ο ίδιος φημίζεται για την ικανότητά του να χρησιμοποιεί τη φόρμα του ρεαλισμού αντισυμβατικά, κάμπτοντας τα όρια της συμβατικής εμπειρίας για να δημιουργήσει τη δική του «εκστατική αλήθεια», όπως την ονομάζει. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του «Φιτζκαράλντο» (1982), στο οποίο ένα πραγματικό ατμόπλοιο μεταφέρεται διά ξηράς. Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του Χέρτζογκ δεν θα διανοούνταν καν να επιχειρήσει κάτι τέτοιο, εκείνος όμως δεν θεωρεί ότι έχει άλλη επιλογή, καθώς ταυτίζει το σινεμά με το βίωμα. Όταν οι ηθοποιοί του υποφέρουν μοχθεί στο πλάι τους, όταν οι συνθήκες είναι απειλητικές υψώνει το ανάστημά του και ξεκινάει το γύρισμα. Υπερβαίνει έτσι τον κινηματογραφικό ρεαλισμό και οι ταινίες του διαπερνούν την οθόνη, αποκτώντας υπερβατικές διαστάσεις. Το ίδιο συμβαίνει όταν ο Γερμανός επιλέγει να γυρίσει ντοκιμαντέρ. Με την ίδια ευκολία που θα ταξιδέψει στην παγωμένη Ανταρκτική (στο υποψήφιο για Όσκαρ «Encounters at the End of the World», 2007), θα βρεθεί επίσης πάνω από καυτή λάβα ενεργών ηφαιστείων σε όλο τον κόσμο («Into the Inferno», 2016). Δεν υπάρχει διαφορά για τον Χέρτζογκ, ο οποίος τρέφεται από την απειλή του κινδύνου. Ο φόβος είναι το καύσιμό του.
Στο «Οικογενειακή Ευτυχία Α.Ε.» η έννοια της αλήθειας εξετάζεται υπό το πρίσμα της αυταπάτης και της ανθρώπινης αδυναμίας μπροστά στα δυσάρεστα της ζωής. Είναι άραγε οι ψευδαισθήσεις ο μοναδικός τρόπος για να ξεπεράσουμε τα ψυχολογικά τραύματα; «Ναι, ως ένα βαθμό, αλλά κάποιες φορές είμαστε απλώς ανήμποροι να αντεπεξέλθουμε στο βάρος της μοναξιάς. Η εγκατάλειψη και το ενδεχόμενο της απομόνωσης αφορά όλους μας, θα το βιώσουμε αργά ή γρήγορα στη ζωή μας. Μπορείς να το αντιληφθείς έντονα και στην περίπτωση του ίντερνετ, όπου συμβαίνει το εξής παράδοξο: όσο περισσότερο είμαστε συνδεδεμένοι τόσο περισσότερο μόνοι αισθανόμαστε μόλις σβήσει η οθόνη». Το τελευταίο σημείο έχει εξετάσει ενδελεχώς στο ντοκιμαντέρ «Lo and Behold: Reveries of the Connected World» (2016), όπου ο Γερμανός σκηνοθέτης διερευνά το μέγεθος της αποξένωσης που πηγάζει από τον ψηφιακό κόσμο, στον οποίο αναπαράγονται νέες επίπλαστες κοινότητες, χωρίς όμως να παραβλέπει τις τρομερές τεχνολογικές δυνατότητες που αυτός μπορεί να προσφέρει.
Στη νέα ταινία του ο Χέρτζογκ μοιάζει περισσότερο προσγειωμένος απ’ ό,τι μας έχει συνηθίσει, εκπέμποντας μια αναπάντεχη θαλπωρή. «Το “ Οικογενειακή Ευτυχία Α.Ε.” είναι με διαφορά μια από τις πιο έντονες και βαθιά συναισθηματικές ταινίες που έχω γυρίσει ποτέ. Στα φεστιβάλ του Τέλουραϊντ και των Κανών, πολλοί μου είπαν πως είναι μεταξύ των καλύτερών μου. Ομολογώ πως πιστεύω ότι έχουν δίκιο», μου λέει με αβίαστη ειλικρίνεια, αλλά διαφωνεί όταν χαρακτηρίζω την ταινία του μελαγχολική. «Δεν θα χρησιμοποιούσα αυτήν τη λέξη, αλλά θα έλεγα σίγουρα πως είναι από τις πιο συγκινητικές. Θα την τοποθετούσα δίπλα σε παλιότερες ταινίες οι οποίες κατακλύζονται από συναισθήματα, όπως το “ Αίνιγμα του Κάσπαρ Χάουζερ”. Το τέλειο σινεμά είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα έντονα συναισθήματα κι αυτό προσπαθώ να πετύχω κάθε φορά».
Όλα αυτά οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον Γιουίτσι, ο οποίος δίνει μια ερμηνεία-αποκάλυψη, αν και παραλίγο να μην παίξει στην ταινία. «Η αρχική συμφωνία μαζί του ήταν να με βοηθήσει μόνο με το κάστινγκ, μιας και όλοι όσοι εμφανίζονται στην ταινία προέρχονται από την εταιρεία του. Κατά τη διάρκεια των δοκιμαστικών, όμως, συνέβη κάτι φανταστικό. Παρατηρούσα πώς φερόταν, πώς έδινε τις σωστές εντολές στους ηθοποιούς πίσω από την κάμερα και με κυρίευσε η βεβαιότητα πως ήταν τόσο αυθεντικός που έπρεπε να είναι ο πρωταγωνιστής. Είναι τόσο εύστροφος υποκριτικά, σαν χαμαιλέοντας! Θαύμασα την ευκολία με την οποία άλλαζε ρόλους στην ταινία. Όμως και το κορίτσι, η Μαχίρο Τανιμότο, κάνει εξαιρετική δουλειά στο πλάι του, τον συμπληρώνει». Πώς όμως έμαθε για τον Ίσι και την εταιρεία του; «Τον γνώρισα μέσω του παραγωγού Ροκ Μόριν ο οποίος ζει στην Ιαπωνία και είχε γράψει ένα άρθρο σχετικά με την επιχείρησή του. Μόλις το διάβασα ένιωσα την ανάγκη να ταξιδέψω άμεσα ως εκεί για να γνωρίσω αυτόν τον απίστευτο άντρα και να κάνω μια ταινία μαζί του. Από εκεί και έπειτα τα πάντα κινήθηκαν πάρα πολύ γρήγορα». Καθόλου ασυνήθιστο για Χέρτζογκ…
Προτού κατεβάσουμε τα ακουστικά δεν μπορούσα να μη μοιραστώ μαζί του το θαυμασμό μου για την ικανότητά του, ύστερα από σχεδόν 60 χρόνια καριέρας, όχι απλώς να εμπλουτίζει αλλά και να διευρύνει το σκηνοθετικό του στιλ. «Μα το απαιτεί κάθε ταινία, πάντα έτσι ήταν. Το περιεχόμενο και τα υποκείμενα ενός φιλμ υπαγορεύουν την αισθητική που πρέπει να ακολουθήσω. Εν προκειμένω χρησιμοποίησα την αύρα του ντοκιμαντέρ, σε μια ταινία που είναι πέρα ως πέρα μυθοπλασία. Υπάρχει σενάριο, διάλογοι, σκηνοθεσία, έγιναν πρόβες με ηθοποιούς… Όμως ο ήχος και η εικόνα της είναι τόσο αυθεντική ώστε οι θεατές συχνά πιστεύουν πως παρακολουθούν ένα ντοκιμαντέρ. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει και είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς δύο λεπτά αφότου ξεκινήσει η ταινία».
Η κουβέντα μας ολοκληρώνεται με την ευχή του να επιστρέψει στην Ελλάδα σύντομα, μετά τη σύντομη στάση του στην Αθήνα την περασμένη άνοιξη. Εδώ εξάλλου, στην Κρήτη και στην Κω συγκεκριμένα, γύρισε δύο από τις πρώτες του ταινίες. Τι είδους ταινία, όμως, θα έκανε σήμερα στη χώρα μας; Αναρωτιέμαι..
Χέρτζογκ επί τρία
Ο Βέρνερ στην όπερα
Από τα ’80s ο σκηνοθέτης έχει διατηρήσει μια στενή σχέση με την όπερα και ιδιαίτερα με τις σκηνές της Ιταλίας, όπου έχει στήσει τις περισσότερες παραστάσεις του. Η τελευταία ήταν οι «Δύο Φοσκάρι» του Τζουζέπε Βέρντι, βασισμένη στο θεατρικό έργο του Λόρδου Μπάιρον, η οποία ανέβηκε το 2013 στη Ρώμη.
Μοναδικός συγγραφέας
Έχει μεταφέρει επιτυχημένα στο χαρτί την πυρετώδη ατμόσφαιρα των ταινιών του, με ξεχωριστή περίπτωση το βιωματικό «Οδοιπορία στον πάγο» (εκδ. Alloglotta), όπου καταγράφει γλαφυρά τις εμπειρίες του όταν περπάτησε από το Μόναχο μέχρι το Παρίσι για να επισκεφτεί την άρρωστη κριτικό κινηματογράφου και φίλη του Λότε Άισνερ.
«Φυλακισμένος» στην TV
Με τίτλο «On Death Row» και βασισμένη στο υλικό του ντοκιμαντέρ «Into the Abyss», η τηλεοπτική σειρά του 2012-13 παρακολουθεί τον Χέρτζογκ σε τετ-α-τετ με βαρυποινίτες κατάδικους, οι οποίοι του εξιστορούν λεπτομερώς τα εγκλήματά τους. Δείτε το σαν ένα πρώιμο «Mindhunter» με πιο βαριές προφορές…