του Daniel Cohen (*)
Το Δημοκρατικό κύμα, που θα σάρωνε τη Φλόριντα, ίσως και το Τέξας, τελικά δεν ήρθε. Η νίκη του Τζο Μπάιντεν στα swing states σημειώθηκε στο νήμα, καθιστώντας την αναμονή των τελικών αποτελεσμάτων επώδυνη. Παρά την καταστροφική διαχείριση της πανδημίας, ο Τραμπ τα πήγε καλύτερα του αναμενομένου, έστω κι αν σε εθνικό επίπεδο η διαφορά από τον αντίπαλό του ήταν πάνω από 6 εκατομμύρια ψήφοι. Αν τελικά οι Ρεπουμπλικανοί διατηρήσουν τον έλεγχο της Γερουσίας, η θητεία του Μπάιντεν θα είναι δύσκολη.
Παρά τις εκκλήσεις του τελευταίου για ενότητα, η πολιτική πόλωση ζει και βασιλεύει. Δύο Αμερικές αντιπαρατίθενται και το μίσος είναι μεγαλύτερο από ποτέ. Οι περιοχές που ψήφισαν είτε Ρεπουμπλικανούς είτε Δημοκρατικούς είναι απολύτως οχυρωμένες στις θέσεις τους. Στην ερώτηση «Θα σας ενοχλούσε αν το παιδί σας παντρευόταν έναν Δημοκρατικό;», το ποσοστό των Ρεπουμπλικανών που απαντούν καταφατικά ήταν 5% το 1960, ενώ σήμερα φτάνει το 50%…
Η βασική διαχωριστική γραμμή είναι η φυλή. Το 57% των λευκών ψήφισε Τραμπ, το 72% των μη λευκών επέλεξε Μπάιντεν, παρόλο που ο Τραμπ τα πήγε καλύτερα από το αναμενόμενο σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία, με τους ισπανόφωνους να του δίνουν τη νίκη στη Φλόριντα.
Η δεύτερη διαχωριστική γραμμή είναι η εκπαίδευση. Τα δύο τρίτα των λευκών χωρίς πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης ψήφισαν Τραμπ. Πρόκειται για το 31% του εκλογικού σώματος. Το αποτέλεσμα αυτό θυμίζει τη Μαρίν Λεπέν, η οποία μοιράζεται με τον Τραμπ την ίδια εκλογική κοινωνιολογία ως προς τη διαφορά ανάμεσα στις πόλεις και τις επαρχίες. Οι ψηφοφόροι του Μπάιντεν ζουν στις μεγάλες πόλεις, οι ψηφοφόροι του Τραμπ στις μικρές πόλεις ή σε αγροτικές ζώνες.
Ετσι εξηγείται ότι οι Ρεπουμπλικανοί διατηρούν τη Γερουσία, ενώ μειοψηφούν σε ψήφους. Ο κανόνας που δίνει δύο γερουσιαστές σε κάθε πολιτεία, ανεξαρτήτως της πυκνότητας του πληθυσμού της, ευνοεί σκανδαλωδώς τις περιοχές με μικρότερη πυκνότητα πληθυσμού.
Αυτό που ο Τραμπ κατάφερε να κάνει, αντίθετα με τη Λεπέν, ήταν να «δέσει» τους λευκούς της επαρχίας με τους πολύ πιο εύπορους ψηφοφόρους του παραδοσιακού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Αν ο Τραμπ κυριαρχεί στους λευκούς χωρίς πτυχίο, ο Μπάιντεν κυριαρχεί στους λευκούς υψηλής μόρφωσης (που αποτελούν άλλο ένα τρίτο του εκλογικού σώματος). Η Covid ενίσχυσε παραδόξως αυτή τη συμμαχία των άκρων προς όφελος του Τραμπ. Στην ερώτηση αν έπρεπε να προτιμηθεί η υγεία έναντι της οικονομίας, το 80% των Ρεπουμπλικανών απάντησαν αρνητικά. Παρά τον ιό, το σύνθημα της Δεξιάς παραμένει «να δουλεύουμε περισσότερο για να κερδίζουμε περισσότερο». Μεταξύ των Δημοκρατικών, οι στατιστικές είναι αντίστροφες. Εδώ συναντάμε ένα δίλημμα μεταξύ οικονομίας και κλιματικής αλλαγής. Η Δεξιά είναι υλιστική, η Αριστερά ιδεαλιστική.
Αυτή η λευκή συμμαχία των πλουσίων με τους ανθρώπους χαμηλότερης μόρφωσης είναι το όνειρο των δεξιών κομμάτων σε όλο τον κόσμο, που χρησιμοποιούν έναν πολιτικό λόγο με έμφαση στην ασφάλεια και την κριτική στο κοινωνικό κράτος. Η Αριστερά, που οικοδομήθηκε ως συμμαχία των εργατών και των δασκάλων, δυσκολεύεται περισσότερο. Η εκλογή του Μπάιντεν, και όχι του Σάντερς ή της Γουόρεν, δύσκολα συγκαλύπτει τη δυσκολία που έχουν οι Δημοκρατικοί να καταλάβουν ποιοι ακριβώς είναι.
Δεδομένου ότι εξελέγη περισσότερο για να μη βγει ο Τραμπ παρά για το πρόγραμμά του, ο Μπάιντεν πρέπει να δείξει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που γέννησε η εκλογή του. Το πρόγραμμά του είναι σαφές, είτε πρόκειται για την καταπολέμηση των ανισοτήτων, είτε για το προβληματικό σύστημα υγείας, τη δύναμη των γιγάντων ης ψηφιακής τεχνολογίας ή την κλιματική αλλαγή. Για να δώσει αποτελέσματα αυτά το πρόγραμμα, χρειάζεται πολιτική βούληση, αλλά και κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
(*) O Ντανιέλ Κοέν είναι διευθυντής του οικονομικού τμήματος της Ecole normale supérieure
(Πηγή: L’ Obs)