Η πολιτική των ΗΠΑ στη Συρία οδήγησε στην ενδυνάμωση τζιχαντιστών και στην ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Στις 13 Δεκεμβρίου 2024, ο ηγέτης της τζιχαντιστικής σουνιτικής ομάδας Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (HTS), Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζουλάνι, κάλεσε τους Σύρους να συμμετάσχουν μαζικά σε διαδηλώσεις για να γιορτάσουν τη νίκη της επανάστασης, λίγες μέρες μετά την ανατροπή του προεδρίου του Μπασάρ αλ Άσαντ. Η βάση για ένα τέτοιο διάγγελμα είχε τεθεί πολύ πριν, στο Λευκό Οίκο. Η πρόταση της Τούλσι Γκάμπαρντ, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, για τον νόμο Stop Arming Terrorists Act, αποσκοπούσε στη διακοπή της ενίσχυσης τρομοκρατών που πολέμησαν εναντίον του Άσαντ. Η κυβέρνηση Ομπάμα, επιδιώκοντας την πτώση του καθεστώτος, είχε παραβιάσει τη δήλωσή της για αντιτρομοκρατική πολιτική.
Η πολιτική των ΗΠΑ στη Συρία, αντί να εδραιώσει δημοκρατικές διαδικασίες, συνέβαλε στη δημιουργία ενός ισχυρού συριακού παραρτήματος της Αλ Κάιντα, το Μέτωπο Αλ Νούσρα. Παρά την υποτιθέμενη στόχευση κατά της ιρανικής επιρροής, οι ενέργειες αυτές ανέδειξαν μια νέα τρομοκρατική απειλή στην περιοχή.
Το 2011, η πίεση από σουνίτες συμμάχους, κυρίως την Τουρκία, οδήγησε την κυβέρνηση Ομπάμα να προμηθεύσει βαρέα όπλα σε ένοπλες ομάδες, ενισχύοντας το ισλαμικό εξτρεμισμό. Η πολιτική αυτή κατέληξε σε μια ανατροπή της στρατηγικής των ΗΠΑ κατά της τρομοκρατίας, προσφέροντας βοήθεια στους τζιχαντιστές που πολεμούσαν τον Άσαντ.
Η ιστορία του Αμπού Μοχάμεντ αλ Τζουλάνι υπογραμμίζει τη δραματική εξέλιξη αυτή: από πρώην τρομοκράτη παρουσιάζεται ως εκπολιτισμένος ηγέτης που αγωνίζεται για τη Συρία, ενώ οι ΗΠΑ συνεχίζουν να είναι συνένοχες στην εξάπλωση της Αλ Κάιντα στη χώρα.
Πηγή περιεχομένου: in.gr