Ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση των εργοδοτών, ενίσχυση των νόμων που αφορούν τα εργασιακά δικαιώματα των ρευματοπαθών, επανεκπαίδευση και κατάρτιση των ατόμων με ρευματικά νοσήματα όταν πρέπει να αλλάξουν το είδος της εργασίας τους και επίτευξη οικονομικής σταθερότητας και πρόσβασης στην υγεία, είναι όλα όσα πρέπει να γίνουν ώστε τα άτομα με ρευματικά και μυοσκελετικά νοσήματα να παραμείνουν στην εργασία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που διεξήγαγε η Ελληνική Εταιρεία Αντιρευματικού Αγώνα (ΕΛΕΑΝΑ), ανάμεσα σε ασθενείς μέλη της, έδειξε ότι:
– 20% δεν μιλούσε για το πρόβλημά του στον εργοδότη του με το φόβο πιθανής απόλυσης,
– 30% απάντησε ότι ο εργοδότης του ήταν αρχικά φιλικός αλλά όχι υποστηρικτικός όταν χρειαζόταν,
– 50% είχε πρόβλημα με τον εργοδότη του,
– 70% ανέφερε ότι τα κτίρια δεν είναι προσβάσιμα με το 90% των εργασιακών χώρων να μην είναι κατάλληλα εξοπλισμένοι,
– 81% προτιμά να εργάζεται παρά να λαμβάνει επιδόματα από το κράτος, και
– 95% τόνισε ότι η εργασία έχει θετικά αποτελέσματα τόσο στην υγεία όσο και στην ψυχολογία του.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, «1.000.000 επιπλέον εργαζόμενοι θα μπορούσαν να εργάζονται καθημερινά εάν οι πρώιμες παρεμβάσεις ήταν ευρύτερα προσβάσιμες για τα άτομα με ρευματικά και μυοσκελετικά νοσήματα» ανέφερε η πρόεδρος της ΕΛΕΑΝΑ, Αθανασία Παππά, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αρθρίτιδας (12 Οκτωβρίου). Προσέθεσε ότι τα ρευματικά και μυοσκελετικά νοσήματα είναι η κύρια επαγγελματική ασθένεια αντιπροσωπεύοντας το 38% όλων των επαγγελματικών ασθενειών και περίπου το 60% όλων των προβλημάτων υγείας στον χώρο εργασίας. Τα ρευματικά και μυοσκελετικά προβλήματα αποτελούν τη μεγαλύτερη αιτία για αναρρωτική άδεια και πρόωρη συνταξιοδότηση λόγω σωματικής αναπηρίας. Ως μία από τις κύριες αιτίες της σωματικής αναπηρίας, οι ρευματικές και μυοσκελετικές παθήσεις συμβάλλουν σημαντικά στην απώλεια της παραγωγικότητας στο χώρο εργασίας
«Η δουλειά είναι ένας κρίσιμος παράγοντας της οικοδόμησης της αυτοεκτίμησης και είναι τραγωδία που χάνονται τόσα πολλά ταλέντα από το εργατικό δυναμικό» επισήμανε η κ. Παππά, προσθέτοντας πως «η διατήρηση του ενεργού πληθυσμού με φάρμακα είναι επωφελής για τη σωματική και ψυχική τους υγεία, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα τη λιγότερη ανάγκη για υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης».
«Ο χρόνιος πόνος είναι νόσος με οδυνηρές σωματικές, κοινωνικές, οικονομικές και συναισθηματικές επιπτώσεις» διευκρίνισε η Αθηνά Βαδαλούκα, αναπλ. καθηγήτρια Αναισθησιολογίας-Θεραπείας Πόνου & Παρηγορικής Αγωγής ΕΚΠΑ. «Η κατάθλιψη, η κοινωνική απόσυρση και το fatique syndrome έχουν αναγνωριστεί ως συνοσηρότητες του χρόνιου πόνου», προσέθεσε και ανέφερε ότι στην Αμερική πάσχουν από χρόνιο πόνο 116 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ έχει υπολογιστεί πως το κόστος αντιμετώπισης της νόσου κυμαίνεται από 560-630 δισ. δολάρια το χρόνο. Αντίστοιχα στην Ευρώπη ένα στα πέντε άτομα υποφέρει από χρόνιο πόνο. Από αυτά το 1/3 υποφέρει καθημερινά και 1/3 δεν μπορεί να αντέξει τον έντονο πόνο. Μεγάλη είναι η επίπτωση στην εργασία λόγω απώλειας εισοδήματος σε προσωπικό επίπεδο αλλά και στο κοινωνικό σύνολο λόγω μη εκπλήρωσης εργασιακών καθηκόντων.
Στην ανάγκη ενημέρωσης του κοινού για τις ρευματικές παθήσεις έδωσε έμφαση ο Δημήτρης Καραμήτσος, ειδικός ρευματολόγος, διευθυντής στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Ρευματολογίας (ΕΙΡΕ). Η ενημέρωση επιβάλλεται εξαιτίας: α) της μεγάλης συχνότητάς τους αφού είναι δεδομένο ότι 27% των ενήλικων Ελλήνων θα εμφανίσουν κάποια ρευματική πάθηση, β) της χρονιότητάς τους και του μεγάλου ποσοστού μονίμων προβλημάτων που προκαλούν σε περιπτώσεις πλημμελούς αντιμετώπισής τους και γ) της ύπαρξης νέων, αποτελεσματικών θεραπειών, των οποίων η έγκαιρη εφαρμογή αποτρέπει τις δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία των ασθενών.
Όσον αφορά στις θεραπείες, όπως τόνισε ο Δημήτρης Κούβελας, καθηγητής Φαρμακολογίας και Κλινικής Φαρμακολογίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Κλινικής Φαρμακολογίας Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ, «στα υπάρχοντα εξαιρετικά κλασσικά φάρμακα, έχουν προστεθεί οι βιολογικοί παράγοντες που στοχεύουν παράγοντες φλεγμονής, αλλά και μικρά μόρια που αλλάζουν την κυτταρική πληροφορία». Κα προσέθεσε ότι «είμαστε σε αναμονή νέων φαρμάκων όλων των κατηγοριών, αλλά και ανατρεπτικών θεραπευτικών μεθόδων, όπως οι γονιδιακές θεραπείες, κυτταρικές θεραπείες (ανοσοθεραπείες, αναγεννητικές), ιστικές θεραπείες (ανάπλαση του συνδετικού ιστού) κ.ά.».