Συγκρατημένα αισιόδοξος για την πορεία των βορειοελλαδικών επιχειρήσεων πληροφορικής το 2020 εμφανίζεται, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής Βορείου Ελλάδος (ΣΕΠΒΕ), Κωστής Καγγελίδης.
Όπως λέει, όσες επιχειρήσεις επιβίωσαν της κρίσης έχουν τροποποιήσει -αρχικά κατ’ ανάγκη, αλλά πλέον σε αναζήτηση περισσότερων ευκαιριών- το επιχειρηματικό τους μοντέλο, έχουν γίνει πιο εξωστρεφείς και “ποντάρουν” και στην ανάπτυξη υπηρεσιών, αντί να βάζουν “όλα τους τα κεράσια σε ένα καλάθι”, αυτό της παραγωγής προϊόντων.
Μετά το δύσκολο 2015, σημειώνει, πολλές επιχειρήσεις του κλάδου στη Βόρεια Ελλάδα ακολουθούν τον δρόμο που χάραξαν το …Netflix και το Spotify, που μετασχημάτισαν τους χώρους διανομής ψηφιακού περιεχομένου (σ.σ. το Netflix, π.χ., το οποίο κάνει και τις δικές του παραγωγές, αντλεί τα περισσότερα έσοδά του παρέχοντας υπηρεσίες). Η προοπτική ανάπτυξης των βορειοελλαδικών επιχειρήσεων πληροφορικής στο κομμάτι των υπηρεσιών εμφανίζεται -σύμφωνα με τον Κωστή Καγγελίδη- ευοίωνη στους τομείς της “silver economy” (της ολοένα μεγεθυνόμενης -λόγω των δημογραφικών εξελίξεων- “ασημένιας οικονομίας”), της “infomobility” (των υπηρεσιών πληροφορικής για την αστική κινητικότητα), της παροχής ψηφιακών υπηρεσιών σε ασθενείς, της αγροτεχνολογίας και των έξυπνων πόλεων. “Με άλλα λόγια, αντί να παρέχεις μία φορά στον χρήστη ένα software (λογισμικό) σε υψηλή τιμή, του προσφέρεις ένα φθηνότερο app (εφαρμογή), το οποίο εμπλουτίζεις διαρκώς με υπηρεσίες” εξηγεί.
Κατά τον πρόεδρο του ΣΕΠΒΕ, η συγκρατημένη αισιοδοξία για το 2020 εκπορεύεται επίσης από παράγοντες όπως η προσδοκία της ροής πόρων από το ΕΣΠΑ 2014-2020, ενόψει της λήξης των προγραμμάτων και κατά συνέπεια επιτάχυνσης “του παραδοσιακά καθυστερημένου ρυθμού απορρόφησης”.
Παράλληλα, η επιλογή πολυεθνικών -όπως η φαρμακοβιομηχανία “Pfizer” και ο τεχνολογικός κολοσσός “Cisco”- να εγκαταστήσουν υποδομές ανάπτυξης καινοτομίας στη Θεσσαλονίκη, αλλά και η αύξηση του αριθμού των ξένων εταιρειών, που κάνουν outsourcing υπηρεσιών στην περιοχή, δημιουργεί ένα θετικό momentum για τον κλάδο στη Βόρεια Ελλάδα, σε επίπεδο διεθνούς φήμης, ακόμη και αν αυτό δεν μεταφράζεται άμεσα σε οικονομικό όφελος. Άλλωστε, προσθέτει, και το έτος που παρήλθε -το 2019- ήταν “χρονιά συγκριτικά καλύτερη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν”, καθώς το κλίμα ήταν βελτιωμένο και οι εταιρείες του κλάδου στη Μακεδονία “ανέλαβαν περισσότερες πρωτοβουλίες και δουλειές”.
Τα αγκάθια και η έμπνευση από την ΕΕ
Στον αντίποδα, ο κλάδος αντιμετωπίζει σειρά επίμονων προκλήσεων, που πιθανότατα θα συνεχίσουν να υφίστανται το 2020 και τα επόμενα χρόνια, τις οποίες ο πρόεδρος του ΣΕΠΒΕ εντοπίζει κυρίως στην έλλειψη χρηματοδοτήσεων για επιχειρήσεις scaleup (καθώς ο κύριος όγκος των κεφαλαίων των funds που λειτουργούν στην Ελλάδα πηγαίνει, όπως σημειώνει, σε startups), στην έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης για τον κλάδο και στο διαχρονικό πρόβλημα της (μη) συμμετοχής περιφερειακών μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην “πίτα” των δημόσιων έργων πληροφορικής.
Κι αυτό ενώ, όπως επισημαίνει, τα έργα αυτά αντιστοιχούν σήμερα περίπου στο 80% του συνολικού αντικειμένου, που προκύπτει για τις εταιρείες του κλάδου στην Ελλάδα. “ Η ανισοκατανομή στερεί αποτελεσματικότητα και πραγματικό ανταγωνισμό από την αγορά υπηρεσιών πληροφορικής και κατά την γνώμη μου ευθύνεται για τη χαμηλή συμμετοχή της βιομηχανίας πληροφορικής στο ΑΕΠ. Μια φιλικότερη προς τις ΜμΕ Πληροφορικής, στρατηγική σχεδιασμού, με μικρότερα και περισσότερα έργα όχι μόνο μειώνει τον κίνδυνο της αποτυχίας αλλά ενισχύει την τεχνολογική αριστεία, τον ανταγωνισμό και κατά συνέπεια την ποιότητα των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών” υπογραμμίζει.
Επισημαίνει ότι, σε πολλές περιπτώσεις, τα δημόσια έργα πληροφορικής δημοπρατούνται ως συνολικά “πακέτα”, με αποτέλεσμα ένας μεγάλος ανάδοχος να αναλαμβάνει και να εκτελεί το σύνολο των υπο-έργων και οι συγκριτικά μικρότερες επιχειρήσεις να περιορίζονται στον ρόλο του υπεργολάβου. Κατά τον ίδιο, το πρόβλημα αυτό θεραπεύεται, αν η διοίκηση κινηθεί σε δύο κατευθύνσεις: πρώτον, αν “σπάει” τα έργα σε μικρότερα κομμάτια, ώστε να υπάρχει αντικείμενο για περισσότερους, γεγονός που ταυτόχρονα περιορίζει και τον κίνδυνο προβλημάτων στην περίπτωση που ο ένας και μοναδικός ανάδοχος αντιμετωπίσει π.χ., ζητήματα ρευστότητας (“ όπως έγινε τραγικά επίκαιρο την προηγούμενη περίοδο με τη συμμετοχή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας-ΤΧΣ στις μεγαλύτερες για την εποχή εταιρείες πληροφορικής” λέει).
Δεύτερον, αν ακολουθήσει τον δρόμο που ήδη δείχνει η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση, με τη διαδικασία του “innovation procurement” (https://ec.europa.eu/digital-single-market/en/innovation-procurement). Η διαδικασία αυτή δίνει και σε μικρότερες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να διεκδικήσουν προμήθειες. Πώς; Μέσω της Δημόσιας Προκήρυξης Καινοτόμων Λύσεων (Public Procurement of Innovative solutions-PPI), η οποία -εξηγεί- χρησιμοποιείται όταν οι προκλήσεις που προκύπτουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό μπορούν να αντιμετωπιστούν και με καινοτόμες λύσεις, που είτε βρίσκονται ήδη στην αγορά σε μικρή ποσότητα είτε ετοιμάζεται το “λανσάρισμά” τους, χωρίς να απαιτείται νέα -και πολυδάπανη- Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D).
Σε ό,τι αφορά το πλαίσιο εθνικής πολιτικής innovation procurement, προσθέτει ο Κωστής Καγγελίδης, η Ελλάδα κατατάσσεται (στοιχεία 2018) στη 15η θέση του σχετικού δείκτη μεταξύ 30 ευρωπαϊκών χωρών, με “ σκορ” 26,9%, έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 27,4%, που την κατατάσσει στους modest performers, δηλαδή στην κατηγορία των χωρών με μέτριες επιδόσεις (https://ec.europa.eu/digital-single-market/en/news/benchmarking-national-innovation-procurement-policy-frameworks-across-europe)
“ Σπανιότατα βλέπεις συμμετοχή fund σε εταιρεία 15 ετών”
Σχετικά με την έλλειψη χρηματοδοτήσεων για τις πιο ώριμες επιχειρήσεις του κλάδου, αυτές που βρίσκονται σε στάδιο ανάπτυξης (scaleup), ο κ.Καγγελίδης υποστηρίζει ότι σήμερα η μερίδα του λέοντος των διαθέσιμων πόρων πηγαίνει σε νεοφυείς επιχειρήσεις (startups), με αποτέλεσμα για τις πρώτες να μην υπάρχει ουσιαστικά λειτουργική γραμμή χρηματοδοτικής στήριξης, εκτός από εκείνη που βασίζεται σε κοινοτικά κονδύλια.
“Funds για εταιρίες σε στάδιο scaleup ουσιαστικά δεν υπάρχουν, σπανιότατα βλέπεις νέα συμμετοχή fund σε μια εταιρεία 15 ετών” λέει χαρακτηριστικά και προσθέτει ότι αυτό δημιουργεί συνθήκες ασφυξίας σε εταιρείες σε φάση ανάπτυξης, οι οποίες αναζητούν πόρους για να καινοτομήσουν.
Το θέμα της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού και η πρόταση για τεχνολογική βίζα
Κατά τον Κωστή Καγγελίδη, ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα για τις επιχειρήσεις πληροφορικής -ιδίως τις βορειοελλαδικές- είναι αυτό της έλλειψης στελεχών υψηλής εξειδίκευσης, που θα μπορούσε να πραγματώσει στόχους ανάπτυξης των βορειοελλαδικών επιχειρήσεων στους κρίσιμους τομείς της αγροτεχνολογίας, των smart cities και της έξυπνης ενέργειας, του blockchain και των δικτύων 5G.
“Η εύρεση προσωπικού γίνεται ολοένα δυσκολότερη, λόγω του brain drain κι αυτό δεν είναι θέμα προσφοράς χαμηλών αμοιβών για παράδειγμα. Υπάρχουν μεν πολλοί άνθρωποι με άριστο ακαδημαϊκό υπόβαθρο, που όμως έχουν ελάχιστη εμπειρία στην πράξη και οι επιχειρήσεις στη σημερινή συγκυρία δυσκολεύονται να πληρώνουν κάποιον για να τον εκπαιδεύσουν. Αυτό που συχνά ακούω από συναδέλφους είναι ότι βάζουν μια αγγελία με πολύ καλά χαρακτηριστικά και είναι ζήτημα αν θα λάβουν πέντε βιογραφικά υποψηφίων, χωρίς να είναι βέβαιο ότι αυτά είναι κατάλληλα” υπογραμμίζει και προσθέτει ότι δεδομένου του προβλήματος της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού, που αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων του κλάδου και άρα, μελλοντικά και της απασχόλησης, “δεν πρέπει να σκεφτόμαστε κλειστοφοβικά”.
Στο πλαίσιο αυτό, επαναλαμβάνει την πρότασή του να εξεταστεί το ενδεχόμενο θέσπισης τεχνολογικής βίζας, “ώστε να έρθουν να εργαστούν στη Θεσσαλονίκη άνθρωποι με πολύ υψηλή εξειδίκευση κι από εκτός ΕΕ χώρες, όπως η Σερβία, η Τουρκία και η Αίγυπτος”. Όπως λέει, δεν είναι τυχαίο ότι στο Σαν Φρανσίσκο, όπου δίνεται τόση έμφαση στην καινοτομία, υπάρχει αυτή η πολυπολιτισμική κουλτούρα, αυτή η τόσο ανεκτική στο διαφορετικό κοινότητα. Υπενθυμίζει δε ότι, ταυτόχρονα, στο πλαίσιο του “iGrowLabs”, πρωτοβουλίας του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου, του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας/Τμήματος Κ.Μακεδονίας και του ΣΕΠΒΕ, καταβάλλεται προσπάθεια για την αντιμετώπιση του brain drain, προσφέροντας στους νέους αποφοίτους μια εναλλακτική οδό προς την επιχειρηματικότητα.
Οι δύο όψεις του outsourcing
Σε σχέση με την εμφάνιση ολοένα περισσότερων ξένων επιχειρήσεων, που βλέπουν τη Θεσσαλονίκη ως προορισμό outsourcing (ανάθεσης σε εξωτερικό συνεργάτη), επισημαίνει ότι το νόμισμα αυτό έχει δύο όψεις: από τη μία αυτού του είδους η δραστηριότητα παράγει μικρότερη προστιθέμενη αξία και “τα κέρδη βγαίνουν έξω”, χωρίς παράλληλα το ελληνικό τεχνολογικό brand να γίνεται διεθνώς γνωστό, αλλά από την άλλη, υπάρχει εισροή κεφαλαίων σε μια περίοδο που αυτή είναι αναγκαία, αλλά και μεταφορά τεχνογνωσίας και νοοτροπίας, καθώς και βελτίωση της φήμης της χώρας ως αξιόπιστου προορισμού για business._