Η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το ποσοστό των επιχειρήσεων που παρέχουν κατάρτιση στο ανθρώπινο δυναμικό τους: σύμφωνα με την EUROSTAT (Έρευνα Συνεχιζόμενης Κατάρτισης, στοιχεία του 2015) ανέρχεται σε μόλις 21,7% (ποσοστό επί του συνόλου των επιχειρήσεων) ενώ ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 72,6%.
Τα στοιχεία προκύπτουν από σχετική έρευνα του ΣΕΒ, ο οποίος επισημαίνει την ανάγκη να αναληφθούν πρωτοβουλίες καθώς η χώρα μας βρίσκεται επιπλέον μεταξύ των χωρών στις οποίες το ανθρώπινο δυναμικό υστερεί περισσότερο, τόσο σε δεξιότητες χρήσης του διαδικτύου όσο και προηγμένες ψηφιακές δεξιότητες.
«Η ταχύτητα των τεχνολογικών αλλαγών και τρόπων εργασίας, απαξιώνει γρήγορα τις δεξιότητες και δημιουργεί την ανάγκη διαρκούς ανανέωσής τους. Αυτή η διαρκής προσαρμογή είναι πλέον απαραίτητη καθ’όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου. Η «σειριακή» λογική (πρώτα εκπαίδευση και μετά εργασία), των εκπαιδευτικών συστημάτων της προηγούμενης βιομηχανικής επανάστασης δεν μπορεί πλέον να υπηρετήσει τις ανάγκες εργαζομένων και επιχειρήσεων», τονίζει ο Σύνδεσμος.
Οι προτάσεις του ΣΕΒ περιλαμβάνουν αναδιάρθρωση του συστήματος χρηματοδότησης της κατάρτισης καθώς όπως αναφέρει, η έως τώρα λειτουργία του Λογαριασμού για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση (ΛΑΕΚ) επιδεικνύει εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις ενώ το ίδιο ισχύει και για τους εθνικούς και τους κοινοτικούς πόρους που διατίθενται για την ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση. Επίσης προτείνεται συνεργασία των εμπλεκόμενων (εργαζόμενοι, πολιτεία, και επιχειρήσεις) μέσα από κλαδικά συμβούλια δεξιοτήτων, αναμόρφωση των προγραμμάτων Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΣΕΚ), σύνδεση των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας σε δεξιότητες, σχεδιασμό δράσεων κατάρτισης προσανατολισμένων στα αποτελέσματα και υιοθέτηση διαφανών, απλών και αυστηρών κριτηρίων ποιότητας για την πιστοποίηση.
Μαζί με τις τεχνολογικές αλλαγές της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης, που δημιουργούν νέα δυναμική στην οικονομία και νέες ευκαιρίες απασχόλησης, δημιουργούνται και νέες συνθήκες και απαιτήσεις στην αγορά εργασίας, κυρίως ζήτηση για νέες γνώσεις και σύγχρονες, νέου τύπου, δεξιότητες και επαγγέλματα. Κλειδί για την κάλυψη αυτών των αναγκών είναι σύγχρονα πλαίσια εργασίας, και βελτίωση της κατάρτισης των εργαζόμενων όλων των επιπέδων. Μία από τις βασικότερες παραμέτρους αυτής της διαδρομής, που πρέπει να διανύσουμε γρήγορα, είναι η ανάπτυξη κρίσιμων ψηφιακών δεξιοτήτων.
Αυτό σημειώνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών σε ειδικό ενημερωτικό δελτίο. Ο ΣΕΒ προτείνει τη ριζική αναπροσαρμογή του συστήματος ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης, με τη στενή συνεργασία όλων των μερών για διαρκή εκπαίδευση στο πλαίσιο της εργασίας και τη δημιουργία εκπαιδευτικών διαδρομών για όλους τους εργαζόμενους.
Οι σύγχρονες, ψηφιακές δεξιότητες, χρειάζονται διά βίου μάθηση
Όπως σημειώνεται στο δελτίο του ΣΕΒ, η «σειριακή» λογική (πρώτα εκπαίδευση και μετά εργασία) των εκπαιδευτικών συστημάτων της προηγούμενης βιομηχανικής επανάστασης, δεν μπορεί πλέον να υπηρετήσει τις ανάγκες εργαζομένων και επιχειρήσεων. Η ταχύτητα των τεχνολογικών αλλαγών και τρόπων εργασίας, απαξιώνει γρήγορα τις δεξιότητες και δημιουργεί την ανάγκη διαρκούς ανανέωσής τους. Αυτή η διαρκής προσαρμογή είναι πλέον απαραίτητη καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου. Οι ψηφιακές δεξιότητες και εργασιακές ικανότητες, αποτελούν τη νέα, οριζόντια, μεγάλη ανάγκη για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα, ακόμα υστερεί σε αυτό το πεδίο. Βρίσκεται, σύμφωνα με το δείκτη DESI 2019, μεταξύ των χωρών όπου το ανθρώπινο δυναμικό υστερεί περισσότερο, τόσο σε δεξιότητες χρήσης του διαδικτύου, όσο και προηγμένες ψηφιακές δεξιότητες. Η ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση αναγνωρίζεται ως κρίσιμος πυλώνας βελτίωσης αυτής της εικόνας.
Πού βρισκόμαστε σήμερα και τι μπορούμε να κάνουμε
Η Ελλάδα έχει εξαιρετικά δυσμενείς επιδόσεις στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση, με μόλις το 21,7% των επιχειρήσεων, το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε.. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι πάνω από 72%. Η έλλειψη είναι εντονότερη στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ τα υψηλότερα ποσοστά κατάρτισης έχουν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, αλλά και οι επιχειρήσεις έντασης γνώσης.
Όμως, αν δούμε τη διεθνή εμπειρία, το μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσης ενηλίκων λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της εργασίας. Αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε και στην Ελλάδα.
Οι κοινωνικοί εταίροι και οι επιχειρήσεις έχουν σημαντικό ρόλο
Από τη μεριά των κοινωνικών εταίρων, η ποιοτική και ποσοτική ανάπτυξη της ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης, αποτελεί σημαντική διάσταση του έργου τους. Η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών ενημέρωσης, υποστήριξης και καθοδήγησης των μελών τους, αποτελεί βασική μέριμνα των κοινωνικών εταίρων, καθώς η πληροφόρηση για ανάγκες, διαθέσιμα προγράμματα, δράσεις κατάρτισης και τρόπους καλύτερης αξιοποίησής τους, είναι κρίσιμης σημασίας για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους. Αντίστοιχα, η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων είναι σημαντική σε όλα τα στάδια σχεδιασμού και εκπόνησης πολιτικών για την εκπαίδευση ενηλίκων.
Για τις επιχειρήσεις όμως, η κατάρτιση, και ιδιαίτερα η ενδοεπιχειρησιακή, είναι ακόμα σημαντικότερη. Δίνει κίνητρο στους εργαζόμενους, αυξάνει την παραγωγικότητα, βελτιώνει τις δεξιότητες, δημιουργεί αμοιβαία οφέλη και εντάσσει διαρκώς νέες ιδέες στο εργασιακό περιβάλλον, βελτιώνοντας τις ικανότητες των επιχειρήσεων να αλλάζουν και να καινοτομούν. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προοπτική τους, και άρα, σημαντική τους ευθύνη. Με τις ταχύτατες τεχνολογικές αλλαγές, έρχονται και ανάγκες για ταχεία προσαρμογή. Η επένδυση στην κατάρτιση, είναι κλειδί για τη δημιουργία και διατήρηση, ανθρώπινου δυναμικού, με σύγχρονες ψηφιακές και άλλες δεξιότητες, που αποτελούν και το ισχυρότερο κεφάλαιο των δυναμικών επιχειρήσεων. Γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις άμεσες ανάγκες, αλλά έχουν και κάθε συμφέρον να διευρύνουν διαρκώς το γνωσιακό επίπεδο στο εσωτερικό τους.
Ανάγκη άμεσων παρεμβάσεων
Η κατά προτεραιότητα κάλυψη των νέων μεγάλων και οριζόντιων αναγκών για το υφιστάμενο χάσμα ψηφιακών δεξιοτήτων, μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την μεταρρύθμιση των υφισταμένων αναποτελεσματικών πολιτικών και πρακτικών.
Στη χρηματοδότηση, η έως τώρα λειτουργία του Λογαριασμού για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση (ΛΑΕΚ) επιδεικνύει εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις. Το ίδιο ισχύει και για τους εθνικούς και τους κοινοτικούς πόρους που διατίθενται για την ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση. Επομένως, είναι απαραίτητο να αξιολογηθεί η λειτουργία και η διάρθρωση του υπάρχοντος συστήματος χρηματοδότησης.
Χρειάζεται επίσης περισσότερη συνεργασία των εμπλεκόμενων (εργαζόμενοι, πολιτεία, και επιχειρήσεις) μέσα από κλαδικά συμβούλια δεξιοτήτων, αναμόρφωση των προγραμμάτων συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης (ΣΕΚ) και σύνδεση των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας σε δεξιότητες. Κρίσιμη προϋπόθεση ο σχεδιασμός δράσεων κατάρτισης προσανατολισμένων στα αποτελέσματα και η υιοθέτηση διαφανών, απλών και αυστηρών κριτηρίων ποιότητας για την πιστοποίηση.