της Anne-Françoise Hivert (*)
Συνεχείς συνεντεύξεις Τύπου, συνεντεύξεις σε κυριακάτικες πολιτικές εκπομπές μεγάλης θεαματικότητας, δηλώσεις επί δηλώσεων: από τα μέσα Νοεμβρίου, η κυβέρνηση και οι υγειονομικές αρχές της Σουηδίας έχουν ξεκινήσει μια εκστρατεία με σκοπό να πείσουν όσο μπορούν περισσότερους Σουηδούς να εμβολιαστούν κατά του κορονοϊού.
Ο επικεφαλής επιδημιολόγος της χώρας, ο γνωστός Αντερς Τέγκνελ, διευκρίνισε ότι ο εμβολιασμός θα αρχίσει το νωρίτερο στα τέλη Ιανουαρίου, αφού ολοκληρωθούν όλοι οι έλεγχοι ασφαλείας. Οι πρώτοι που θα εμβολιαστούν θα είναι οι άνω των 70 ετών, οι ομάδες υψηλού κινδύνου και το νοσηλευτικό προσωπικό.
Tην περασμένη άνοιξη, η Σουηδία δεν επέβαλε καραντίνα για να ελέγξει τη διάδοση του ιού. Και η Στοκχόλμη δεν θα προσφύγει σε μέτρα για να πειστούν οι Σουηδοί να εμβολιαστούν. «Το σύστημά μας βασίζεται στην εμπιστοσύνη», λέει ο Σέρεν Αντερσον, υπεύθυνος του προγράμματος εμβολιασμού στη σουηδική υπηρεσία δημόσιας υγείας (FHM). «Προβαίνουμε σε συστάσεις και επενδύουμε στην ενημέρωση».
Πέρα από την Covid-19, η μέθοδος έχει λειτουργήσει: αν και κανένα από τα εννιά εποχικά εμβόλια δεν είναι υποχρεωτικό, το ποσοστό των πολιτών που εμβολιάζονται υπερβαίνει το 97%. Το 2019, το 86% των κοριτσιών ηλικίας 11 ετών έλαβαν επίσης την πρώτη δόση του εμβολίου για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Τα υψηλά αυτά ποσοστά, τόσο στη Σουηδία όσο και σε άλλες σκανδιναβικές χώρες, εξηγούνται από τη μεγάλη εμπιστοσύνη που τρέφουν οι Σουηδοί στην κυβέρνησή τους, επισημαίνει ο Ραφαέλ Αλσκόγκ, ερευνητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Όταν οι αρχές συνιστούν ένα εμβόλιο, οι περισσότεροι θεωρούν ότι είναι για το καλό τους και ότι όπως εμβολιάζονται αυτοί, θα εμβολιαστούν και οι υπόλοιποι για να προστατεύσουν την κοινωνία.
Το γεγονός ότι το πρόγραμμα εμβολιασμού είναι ενταγμένο στην ιατρική παρακολούθηση ενός παιδιού έχει σημασία, λέει η Κάθι Φάλκενσταϊν-Χάγκαντερ, πρόεδρος του κέντρου παιδιατρικών γνώσεων της Σκάνια. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες ενός μωρού, μια νοσοκόμα από το πλησιέστερο παιδιατρικό κέντρο συναντάται με τους γονείς. Στη συνέχεια συναντά τακτικά το παιδί μέχρι τα 6 του χρόνια. «Κατά μέσο όρο γίνονται 16 επισκέψεις, από τις οποίες οι 12 τον πρώτο χρόνο, κάτι που επιτρέπει τη δημιουργία δεσμών εμπιστοσύνης», τονίζει η Φάλκενσταϊν-Χάγκαντερ.
Στη διάρκεια αυτών των επισκέψεων προτείνεται και το εμβόλιο, που είναι δωρεάν. «Αυτό γίνεται με φυσικό τρόπο, ενώ σε άλλες χώρες η σχετική κίνηση γίνεται από τους γονείς», εξηγεί η σουηδή ειδικός. Οι αντίπαλοι των εμβολιασμών αποτελούν μια μικρή μειοψηφία, αλλά ο αριθμός των επιφυλακτικών αυξάνεται. «Δεν τους πιέζουμε», λέει η Φάλκενσταϊν-Χάγκαντερ. «Συζητάμε τις ανησυχίες τους και τους προτείνουμε να επιστρέψουν σε έξι μήνες. Συνήθως καταλήγουν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους.»
Το επεισόδιο του Pandemrix έχει αφήσει ίχνη. Από το φθινόπωρο του 2009 ως την άνοιξη του 2010, εμβολιάστηκαν κατά της γρίπης Η1Ν1 5,3 εκατομμύρια Σουηδοί, το 60% του πληθυσμού. Μερικούς μήνες αργότερα όμως, σημειώθηκε αύξηση των κρουσμάτων ναρκοληψίας, μιας διαταραχής του ύπνου, ιδιαίτερα μεταξύ των εφήβων. 440 άνθρωποι αποζημιώθηκαν. Κι αυτό προκάλεσε μια ανησυχία για τις εκστρατείες μαζικού εμβολιασμού. Αποτέλεσμα: σύμφωνα με δημοσκόπηση που έγινε στις 19 και 20 Νοεμβρίου, το ένα τέταρτο των Σουηδών αρνείται σε αυτό το στάδιο να εμβολιαστεί για την Covid-19. Το 90% από αυτούς φοβάται παρενέργειες.
Η υπουργός κοινωνικών υποθέσεων Λένα Χάλενγκρεν προτιμά να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο: τον Αύγουστο, το ποσοστό ήταν 37%. Βεβαιώνει όμως σε όλους τους τόνους ότι σε σχέση με τα οφέλη ενός εμβολίου, οι πιθανότητες παρενεργειών είναι πολύ μικρές.
(*) Η Αν-Φρανσουάζ Ιβέρ είναι ανταποκρίτρια της Monde στη Σουηδία
(Πηγή: Le Monde)