του Will Englund (*)
Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, δεν υπήρχε περίπτωση να αναφερθεί η Σαουδική Αραβία σε ένα ρωσικό μέσο ενημέρωσης χωρίς να συνοδευτεί από την καταγγελία του ουαχαμπισμού από έναν Ρώσο αξιωματούχο.
Στη χώρα αυτή όμως βρέθηκε αυτή την εβδομάδα ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και έγινε δεκτός με τις μεγαλύτερες των τιμών.
Πριν από τέσσερα χρόνια, η Τουρκία κατέρριψε ένα ρωσικό πολεμικό αεροσκάφος κοντά στα σύνορά της, προκαλώντας φόβους για ευρεία σύρραξη μεταξύ των δύο γειτόνων. Σήμερα, με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη βορειοανατολική Συρία, οι αναλυτές συμφωνούν ότι μόνο η Ρωσία μπορεί να συγκρατήσει την Τουρκία.
από πολλά χρόνια διπλωματίας και πολιτικών κινήσεων, η Ρωσία έχει γίνει η χώρα με την οποία μιλούν όλα τα στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή.
Η Σαουδική Αραβία και το Ιράν, για παράδειγμα, έχουν βαθιά αμοιβαία έχθρα. Κι όμως, η Μόσχα διατηρεί καλές σχέσεις και με τις δύο. Κατά μία έννοια, επισημαίνει ο Μαρκ Κατζ που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο George Mason, η Ρωσία χρησιμοποιεί τη μια χώρα εναντίον της άλλης. «Δεν θέλετε τους Ιρανούς στη Συρία;» λέει στο Ριάντ. «Τότε να χαίρεστε που είμαστε εκεί για να τους προσέχουμε».
Οι Τούρκοι απεχθάνονται τον Ασαντ. Η Ρωσία είναι ο πιο στενός σύμμαχος του Ασαντ. Κι όμως πρόσφατα πούλησε ένα αντιαρματικό πυραυλικό σύστημα στην Τουρκία. Και τώρα ο Πούτιν θέλει να πουλήσει ένα ανάλογο σύστημα στη Σαουδική Αραβία. Συν ένα πυρηνικό εργοστάσιο.
Η σύγχυση και τα λάθος βήματα που έκανε πρόσφατα η Ουάσιγκτον άνοιξαν μια πόρτα στη Μέση Ανατολή για τη Ρωσία. Η Μόσχα δεν μιλά για ανθρώπινα δικαιώματα και διαφάνεια κι έτσι είναι μια ευχάριστη εναλλακτική λύση για τους ηγέτες της περιοχής. Ο Πούτιν έχει κοινή γλώσσα με ηγέτες πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως είναι ο Ασαντ, ο Ερντογάν, ο Ροχανί και ο Νετανιάχου. Οι Ρώσοι δεν επικρίνουν τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν για τη δολοφονία του Κασόγκι.
Η επιρροή της Ρωσίας στη Συρία δοκιμάστηκε εκ νέου και αποδείχθηκε ισχυρή, σχολιάζει ο Ντμίτρι Τρένιν, επικεφαλής του Carnegie Moscow Center, αναφερόμενος στη συμφωνία των Κούρδων με τη Δαμασκό.
Οι ειδικοί αμφιβάλλουν όμως για το κατά πόσον η Ρωσία μπορεί πραγματικά να διαμορφώσει τη Μέση Ανατολή προς το συμφέρον της. Και οι αμφιβολίες αυτές διατυπώνονται και στο εσωτερικό της Ρωσίας. «Η τουρκική στρατιωτική εισβολή στη βόρεια Συρία έχει περιπλέξει την κατάσταση στην περιοχή», τονίζει ο Κονσταντίν Κοσάτσιοφ, επικεφαλής της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων στο Συμβούλιο των Ομοσπονδιών, την άνω Βουλή της χώρας. «Προσπαθώντας να λύσει τα προβλήματά της με στρατιωτικά μέσα, η Τουρκία δημιουργεί καινούργια.»
Η Ρωσία λοιπόν περιορίζεται προς το παρόν να ζητά περισσότερο διάλογο περιμένοντας να δει πώς θα εξελιχθεί η τουρκική επέμβαση. Σύμφωνα μάλιστα με τον Βλαντίμιρ Τζαμπάροφ, αναπληρωτή επικεφαλής της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων στο Συμβούλιο των Ομοσπονδιών, η Ρωσία και οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν από κοινού τη συνέχιση των συνομιλιών των Κούρδων με τη Δαμασκό.
Η Συρία δεν ήταν όμως το μοναδικό θέμα της επίσκεψης του Πούτιν στη Σαουδική Αραβία. Υπήρχε και το θέμα της τιμής του πετρελαίου, καθώς και η κρίση στην Υεμένη. Εκεί, η Σαουδική Αραβία και το Ιράν υποστηρίζουν αντίπαλα στρατόπεδα – αλλά και οι δύο χώρες έχουν εγκάρδιες σχέσεις με τη Ρωσία.
Αυτή είναι η πολιτική της Μόσχας: να συνάπτει φιλικές σχέσεις με μια χώρα, ύστερα με μια άλλη, να κλείνει συμφωνίες σπέρνοντας ταυτόχρονα τη σύγχυση. Ο Μαρκ Κατζ υποστηρίζει ότι η Ρωσία δεν έχει έναν πραγματικό στρατηγικό στόχο στη Μέση Ανατολή. Θέλει απλώς να συνεχίσει να είναι ένας σημαντικός παίκτης και να εμποδίσει άλλες δυνάμεις να κυριαρχήσουν. Αλλά δεν είναι βέβαιο ότι αυτή η πολιτική είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη.
(*) Ο Γουιλ Ινγκλαντ είναι βετεράνος ανταποκριτής στη Ρωσία και προσωρινός επικεφαλής του γραφείου της Washington Post στη Μόσχα.
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ-ΜΠΕ δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του Πρακτορείου.