Η συζήτηση υπό τον τίτλο European Strategic Autonomy – Mission (Im)Possible; πραγματοποιήθηκε το Σάββατο στο πλαίσιο του 10ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, που διεξάγεται από τις 9 έως τις 12 Απριλίου, και εστιάζει στις στρατηγικές δυνατότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας.
Στη συζήτηση συμμετείχαν ο ανώτερος εταίρος στο Stiftung Wissenschaft und Politik, Volker Perthes, η αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Ολλανδίας (2020-2022) και υπουργός Άμυνας (2022-2024), Kajsa Ollongren, η πρώην επίτροπος της ΕΕ για την Εσωτερική Αγορά και τη Βιομηχανία, Elżbieta Bieńkowska, και ο διευθυντής του Τhink nea και ανώτερος ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ, Ιωάννης Αρμακόλας, με τον Nik Gowing, ιδρυτή του Thinking the Unthinkable, να συντονίζει τη συζήτηση.
«Δεν μιλάμε για αυτονομία απέναντι σε άλλους, αλλά για αυτονομία προς όφελός μας», τόνισε ο κ. Perthes, υπογραμμίζοντας ότι η στρατηγική αυτονομία προϋποθέτει την ικανότητα της Ευρώπης να ορίζει τις δικές της προτεραιότητες και να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να τις υλοποιεί.
Η κ. Ollongren δήλωσε ότι η ανάγκη για στρατηγική αυτονομία πρέπει να προσεγγιστεί «μέσα από το ευρωπαϊκό πρίσμα» και επισήμανε ότι η πανδημία ανέδειξε σημαντικά κενά, ενώ «η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία λειτούργησε ως καταλύτης για την ενίσχυση της κοινής άμυνας».
«Η Ευρώπη δεν είναι μόνο ένας θεσμός – είναι ένας τόπος. Και οφείλουμε να τον υπερασπιστούμε», είπε, τονίζοντας ότι η Ευρώπη πρέπει να έχει την ικανότητα να παράγει κρίσιμα συστήματα, όπως είναι τα οπλικά.
«Η αμυντική μας βιομηχανία εξαρτάται ακόμη από λογισμικά και αναβαθμίσεις που δεν ελέγχουμε – αυτό πρέπει να αλλάξει», πρόσθεσε, αναφερόμενος στην προοπτική μιας κοινής αγοράς για την άμυνα, με στόχο τη σταδιακή οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού πυλώνα ασφάλειας. Ανέφερε τις πολιτικές διαφορές εντός της ΕΕ και την «επίδραση των λαϊκιστικών δυνάμεων».
«Στην Ολλανδία κατανοούμε την απειλή, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο σε όλα τα κόμματα. Δεν μπορούμε να κατηγορούμε τους πολίτες όταν κάποιοι πολιτικοί δεν τους λένε όλη την αλήθεια», είπε, καλώντας για ξεκάθαρη στήριξη της Ουκρανίας, τονίζοντας ότι «πρέπει να την εξοπλίσουμε – και να είμαστε ωμά ειλικρινείς για τις απειλές που αντιμετωπίζουμε».
Η αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι αναγκαία και τα κονδύλια πρέπει να εξευρεθούν, ενώ τονίστηκε η ανάγκη ύπαρξης μιας ισχυρής, ανταγωνιστικής αμυντικής βιομηχανίας στην Ευρώπη. «Ο πόλεμος στην Ουκρανία μας διδάσκει ότι οι συγκρούσεις διεξάγονται πλέον με drones, τεχνητή νοημοσύνη και νέες τεχνολογίες – πρέπει να κάνουμε άλματα προς τα εμπρός», είπε.
Η κ. Bieńkowska υπογράμμισε ότι «η ευρωπαϊκή ασφάλεια παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη με το NATO, το οποίο σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες» και ανέφερε ότι χρειάστηκαν 2-3 χρόνια διαβουλεύσεων για να υπάρξει ουσιαστική συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών για την επίτευξη συμφωνίας για ένα ευρωπαϊκό ταμείο για την άμυνα.
«Όλοι μαζί χάνουμε δισεκατομμύρια επειδή δεν κάνουμε κοινές προμήθειες – το κάθε κράτος αγοράζει ξεχωριστά», ανέφερε χαρακτηριστικά. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η στάση των ΗΠΑ απέναντι στην ευρωπαϊκή άμυνα λειτούργησαν, σύμφωνα με την ίδια, ως αφύπνιση: «Οι ηγέτες της ΕΕ αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι χωρίς ομοψυχία δεν μπορούμε να προχωρήσουμε».
Κάλεσε σε ενίσχυση της πολιτικής βούλησης και της συλλογικής δράσης: «Πρέπει να συνεργαζόμαστε – να λειτουργούμε και να αποφασίζουμε μαζί». Αναφερόμενη στην Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής, τόνισε ότι έχουν άμεση αίσθηση του κινδύνου: «Όταν έχεις τον πόλεμο στα σύνορά σου, δεν χρειάζεσαι πειθώ για να ενισχύσεις την άμυνα».
Ανέφερε ότι η Πολωνία βρίσκεται κοντά στο 5% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες και υποστήριξε σθεναρά την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Καταλήγοντας, σημείωσε: «Η διαδικασία λήψης αποφάσεων πρέπει να επιταχυνθεί. Σε κάθε κρίση η ΕΕ μαθαίνει και γίνεται ταχύτερη – αλλά αυτό δεν αρκεί. Χρειαζόμαστε ισχυρή βιομηχανία και ανταγωνιστικότητα, αν θέλουμε να σταθούμε στα πόδια μας».
Η στρατηγική αυτονομία δεν σημαίνει απομονωτισμό, αλλά την ικανότητα της Ευρώπης να ενεργεί με ανεξαρτησία όταν χρειαστεί, επισήμανε ο διευθυντής του Τhink nea και ανώτερος ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ. «Συνεργαζόμαστε με εταίρους και συμμάχους, αλλά όταν ξεσπά μια κρίση πρέπει να είμαστε έτοιμοι, ανθεκτικοί και να μην εξαρτόμαστε από τρίτους», είπε.
Είπε ότι η ΕΕ κινείται με αργούς ρυθμούς – «όπως συνέβη και στην οικονομική κρίση» – αλλά κάθε κρίση λειτουργεί επιταχυντικά. «Δεν επιζητούμε να είμαστε μόνοι, αλλά πρέπει να μπορούμε να αντιδράσουμε μόνοι μας, αν χρειαστεί», δήλωσε, διαχωρίζοντας τη συζήτηση για τη στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης από αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τονίζοντας ότι «μιλάμε για μια ήπειρο» και ότι η ΕΕ πρέπει να αξιοποιήσει και τις δυνατότητες χωρών που δεν είναι ακόμη κράτη μέλη. Σχολιάζοντας τη θέση της Ελλάδας, σημείωσε: «Δεν χρειαζόμαστε να πούμε “σας το λέγαμε” – η Ελλάδα δαπανά διαχρονικά σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ της για την άμυνα».
Καταλήγοντας, υποστήριξε ότι η ΕΕ πρέπει να προχωρήσει σε θεσμικές αλλαγές: «Κάποτε ασχολούμασταν μόνο με κανόνες και αρχιτεκτονικές – τώρα πρέπει να αλλάξουμε τους κανόνες του παιχνιδιού. Να ξεπερνάμε τα εμπόδια, όπως αυτά που θέτει η Ουγγαρία, και να αναδιατυπώσουμε τους κανόνες, ώστε να ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες. Οι τρόποι υπάρχουν – μένει η πολιτική βούληση να τους αξιοποιήσουμε».
Ο κ. Perthes, από την πλευρά του, υπενθύμισε ότι πριν από οκτώ χρόνια, το Ινστιτούτο του είχε επιχειρήσει έναν από τους πρώτους ορισμούς του όρου «στρατηγική αυτονομία» – σε μια εποχή όπου η ΕΕ δεν είχε ακόμη αρχίσει να τον υιοθετεί. Όπως είπε, η καθοριστική στιγμή ήρθε όταν η καγκελάριος Μέρκελ επέστρεψε από συνάντηση με τον κ. Ντόναλντ Τραμπ και δήλωσε πως «οι εποχές που μπορούσαμε να βασιζόμαστε σε άλλους έχουν παρέλθει».
Στον αρχικό ορισμό, η στρατηγική αυτονομία περιγράφεται ως η δυνατότητα μιας πολιτικής οντότητας να καθορίζει μόνη της τις προτεραιότητές της και να δημιουργεί τις συνθήκες για την υλοποίησή τους. «Δεν πρόκειται για αυτονομία απέναντι σε άλλους, αλλά για αυτονομία για τον εαυτό μας», είπε και εξήγησε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθέτησε τον όρο με οικονομική κυρίως διάσταση, αλλά το διακύβευμα είναι ευρύτερο: «Το κρίσιμο είναι να πάρουμε τη μοίρα μας στα χέρια μας – και να το κάνουμε συλλογικά».
Είπε, επίσης, ότι η νέα γερμανική κυβέρνηση έχει πλήρη επίγνωση των προκλήσεων. Αναγνωρίζοντας ότι η ΕΕ συχνά κατηγορείται για καθυστέρηση (αργοπορία) στη λήψη αποφάσεων, υπενθύμισε ότι πρόκειται για μια Ένωση 27 κρατών, όπου οι αποφάσεις απαιτούν χρόνο. «Όμως όταν λαμβάνονται, έχουν βάθος και διάρκεια». Τόνισε ότι η συνείδηση των πολιτών αλλάζει: «Μέχρι πρότινος, ο μέσος πολίτης δεν ασχολούνταν με ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Πλέον, αυτό αλλάζει – ακόμη και στη Γερμανία, κόμματα με φιλοαμυντικές θέσεις ενισχύθηκαν στις εκλογές».
Ολοκληρώνοντας, δήλωσε πως η στρατηγική αυτονομία δεν συγκρούεται με τη βιωσιμότητα, αντιθέτως, «η ενεργειακή βιωσιμότητα είναι και εργαλείο αυτονομίας, ειδικά απέναντι σε αντιπάλους από τους οποίους εξαρτιόμασταν» και, όπως είπε, «σε έναν χρόνο από σήμερα, η Ευρώπη θα έχει διαμορφώσει τη βάση για κοινή παραγωγή αμυντικών συστημάτων». «Ήδη γίνονται βήματα – δεν είναι αρκετά, αλλά κινούνται στη σωστή κατεύθυνση», κατέληξε.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ