του Florent Gougou*
Η 9η Ιουνίου είναι μια ιστορική βραδιά. Για πρώτη φορά στη γαλλική πολιτική ζωή, τα αποτελέσματα μιας ενδιάμεσης εκλογικής αναμέτρησης οδήγησαν στη διάλυση της Βουλής. Το πρωί των εκλογών, η κατανομή της κυβερνητικής εξουσίας δεν περιλαμβανόταν στην ατζέντα: ο γαλλικός λαός και οι πολίτες της Ένωσης καλούνταν «απλώς» να αναδείξουν τους αντιπροσώπους τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μόλις μια ώρα μετά το κλείσιμο των τελευταίων εκλογικών τμημάτων, η ανακοίνωση του Εμανουέλ Μακρόν έπεσε σαν βόμβα. Στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές της 30ής Ιουνίου και της 7ης Ιουλίου, το όνομα του πρωθυπουργού θα είναι επισήμως στο τραπέζι.
Αν υπάρχει μια κανονικότητα στην ιστορία των ευρωεκλογών στη Γαλλία, αυτή είναι η υποχώρηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας: από το 1979, όλες οι λίστες που υποστηρίχθηκαν από την κυβέρνηση έλαβαν στις ευρωεκλογές χειρότερα αποτελέσματα σε σχέση με τις εκλογές που προηγήθηκαν. Η επίδοση λοιπόν της Βαλερί Εγιέ δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Ανάλογες απώλειες σημείωσε και το Σοσιαλιστικό Κόμμα το 2014 σε σχέση με τις προεδρικές εκλογές του 2012.
Οι υποχωρήσεις αυτές δεν οδήγησαν πάντα σε εκλογικές ήττες: τέσσερις φορές, το 1979, το 1994, το 1999 και το 2009, η κυβερνητική λίστα επικράτησε. Οι υποχωρήσεις αυτές δεν είχαν όμως ούτε άμεσες συνέπειες στην εκάστοτε κυβέρνηση: κανείς πρωθυπουργός δεν έχασε τη δουλειά του ύστερα από ήττα σε ευρωεκλογές.
Η ήττα του συνδυασμού της Εγιέ μικρή σχέση έχει με τα αυστηρά ευρωπαϊκά διακυβεύματα των εκλογών. Αυτό που βάρυνε, αντιθέτως, ήταν τα εθνικά ζητήματα. Στα μάτια των ψηφοφόρων, οι ευρωεκλογές δεν αφορούν την πραγματική άσκηση εξουσίας, άρα επιτρέπουν την απελευθέρωση της εκφραστικής διάστασης της ψήφου. Η τελευταία δημοσκόπηση όμως του ινστιτούτου IFOP έδειξε ότι μόνο το 31% των πολιτών είναι ικανοποιημένοι με την πολιτική του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το πρώτο μάθημα των εκλογών είναι λοιπόν ότι εκφράστηκε μια επιθυμία τιμωρίας του Μακρόν.
Το ίδιο είχε γίνει και την παραμονή των ευρωεκλογών του 2019, μετά το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων». Τότε, ο συνδυασμός της Ναταλί Λουαζό είχε αντέξει, εν μέρει επειδή πέτυχε η στρατηγική τής μεταφοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο της σύγκρουσης μεταξύ «προοδευτικών» και «εθνικιστών». Το δεύτερο μάθημα αυτών των εκλογών είναι ότι τώρα η στρατηγική αυτή δεν λειτούργησε.
Ο συνδυασμός Εγιέ, τέλος, δεν επλήγη τόσο από το ποσοστό τής συμμετοχής, όσο από τη μετατόπιση ψήφων προς άλλους συνδυασμούς, όπως εκείνος του Ραφαέλ Γκλικσμάν (στα αριστερά) και εκείνος του Φρανσουά-Ξαβιέ Μπελαμύ (στα δεξιά). Αυτό είναι το τρίτο μάθημα.
(*) O Φλοράν Γκουγκού είναι ερευνητής στη Sciences Po Grenoble και στο εργαστήριο Pacte
(Πηγή: Le Monde)
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Ιδέες και Απόψεις» του ΑΠΕ-ΜΠΕ δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του Πρακτορείου.