Τις δυνατότητες εποικοδομητικής συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας αναδεικνύει με συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο αναπληρωτής Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Θάνος Ντόκος, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «είναι καιρός» να στραφούν οι δύο χώρες από τις διμερείς διαφορές στα κοινά προβλήματα και συμφέροντα και να υιοθετήσουν μια θετική ατζέντα. Παράλληλα, θέτει το πλαίσιο των ελληνικών θέσεων για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο Αιγαίο, την Α. Μεσόγειο και το Κυπριακό, ενώ ειδικά για τις συνεργασίες στην Α. Μεσόγειο κάνει λόγο για απουσία της Τουρκίας, χαρακτηρίζοντάς την «μη φυσιολογική κατάσταση» αν και αναπόφευκτη λόγω τουρκικής συμπεριφοράς.
Ο κ. Ντόκος χαρακτηρίζει «καλοδεχούμενη» την πρόσφατη τοποθέτηση του Τούρκου πρεσβευτή στην Αθήνα, σε συνέντευξή του σε κυριακάτικη εφημερίδα, ότι «η Τουρκία δεν είναι αναθεωρητική και επεκτατική χώρα». Και ζητάει από τις δύο χώρες «να δουν πιο ζεστά το ζήτημα των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» για την αποφυγή θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο».
Τέλος ο κ. Ντόκος θεωρεί δυνατή την ενίσχυση της συνεργασίας Τουρκίας- ΕΕ σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος, με παράλληλη συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, υπό την προϋπόθεση ενός ειλικρινούς διαλόγου, καθώς και της υιοθέτησης και εφαρμογής ενός αποδεκτού κώδικα συμπεριφοράς.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του αναπληρωτή Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Θάνου Ντόκου στην Νίνα Μελισόβα για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Πώς ερμηνεύετε τις τουρκικές δηλώσεις περί αναθεώρησης της συνθήκης της Λοζάνης;
Πιθανόν οι αρχικές αναφορές στη Συνθήκη της Λοζάνης να οφείλονταν στις ανησυχίες της Τουρκίας περί εδαφικών αλλαγών στα ανατολικά σύνορα της, ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης στη Συρία και της αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο, οι συχνές δηλώσεις υψηλόβαθμων Τούρκων αξιωματούχων περί «επικαιροποίησης» της Συνθήκης, ακόμη και αν έγιναν για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, προκάλεσαν δικαιολογημένη ανησυχία στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ιδιαιτέρως καλοδεχούμενη η ξεκάθαρη τοποθέτηση του Τούρκου πρεσβευτή στην Αθήνα (βλ. συνέντευξη στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28/10/2019), ότι η Τουρκία δεν είναι αναθεωρητική και επεκτατική χώρα. Βεβαίως, οι δηλώσεις πρέπει να συνοδεύονται και από ανάλογη συμπεριφορά επί του πεδίου και εδώ υπάρχουν σημαντικά ζητήματα όσον αφορά στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Όσον αφορά στο ευαίσθητο ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητας, ασφαλώς υπάρχουν σχετικές προβλέψεις στη Συνθήκη της Λοζάνης, τις οποίες η Ελλάδα λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη και εφαρμόζει. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι πρόκειται για Έλληνες πολίτες και αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα και υποχρέωση της ελληνικής Πολιτείας να θεραπεύει τυχόν προβλήματα. Τη συνεχιζόμενη προσπάθεια ανάπτυξης αυτής της ακριτικής περιοχής, προς όφελος όλων των κατοίκων, μουσουλμάνων και χριστιανών, θα βοηθούσε ένας λιγότερο παρεμβατικός και πιο εποικοδομητικός ρόλος της τοπικής διπλωματικής αρχής ενδιαφερόμενης χώρας. Θα ήταν επίσης καλοδεχούμενη η συνέχιση της προσπάθειας βελτίωσης της στάσης του τουρκικού κράτους έναντι της ιδιαίτερα ταλαιπωρημένης ελληνικής μειονότητας.
Ανησυχείτε για το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου ή και στρατιωτικής σύγκρουσής;
Ο μεγάλος αριθμός καθημερινών επεισοδίων στον αέρα και τη θάλασσα στην περιοχή του Αιγαίου -αποτέλεσμα παράνομων τουρκικών κινήσεων, σύμφωνα με την ελληνική αντίληψη- αυξάνει στατιστικά το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου από ατύχημα. Καλό θα ήταν οι δύο χώρες να δουν πιο ζεστά το ζήτημα των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στο Αιγαίο, ενδεχομένως επανεξετάζοντας την παλαιότερη πρόταση του ναυάρχου Έρκαγια (μια συμβολική πτήση το χρόνο), ή ζητώντας από το ΝΑΤΟ να διευκολύνει μια τεχνικής φύσεως λύση στο ζήτημα του εναερίου χώρου.
Ο κίνδυνος μιας ελληνοτουρκικής στρατιωτικής σύγκρουσης είναι αρκετά περιορισμένος, όχι μόνο γιατί πρόκειται για δύο κράτη που ανήκουν στον ίδιο αμυντικό οργανισμό, το ΝΑΤΟ, αλλά και διότι σοβαρές και οργανωμένες χώρες, και η Τουρκία ανήκει σε αυτή την κατηγορία, γνωρίζουν πολύ καλά τις στρατιωτικές δυνατότητες του αντιπάλου και το υψηλότατο κόστος μιας στρατιωτικής σύγκρουσης και για τις δύο πλευρές. Η Ελλάδα ασφαλώς θα προτιμούσε μια αμοιβαία μείωση των αμυντικών δαπανών, αλλά είναι έτοιμη να συνεχίσει να σηκώνει το απαραίτητο βάρος για τη διατήρηση μιας αποτελεσματικής αποτρεπτικής ικανότητας.
Ποια θα πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Αναμφίβολα, θα ήταν πολύ χρήσιμη η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών, αξιοποιώντας την πρόοδο που είχε επιτευχθεί στο παρελθόν. Η Ελλάδα αντιλαμβάνεται τις τουρκικές ανησυχίες περί μετατροπής του Αιγαίου σε «ελληνική λίμνη», κάτι που άλλωστε ποτέ δεν επιδίωξε, ενώ και το διεθνές δίκαιο δίδει σχετικές λύσεις. Δεν θα μπορούσε, ωστόσο, ποτέ να δεχθεί ελληνικά νησιά να επικάθονται σε τουρκική υφαλοκρηπίδα ή να υπάρχει έλλειψη συνέχειας στις ελληνικές θαλάσσιες ζώνες, με δεδομένη τη γεωγραφία του αιγαιακού χώρου και τον πολύ μεγάλο αριθμό ελληνικών νησιών.
Στο πλαίσιο αυτό, δημόσιες αμφισβητήσεις ως προς το συνοριακό καθεστώς ή τα κυριαρχικά δικαιώματα δηλητηριάζουν το κλίμα, περιορίζουν το περιθώριο κινήσεων και τελικά βλάπτουν τις προσπάθειες πλήρους ομαλοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Επίσης, ακραία μαξιμαλιστικές θέσεις περί θαλασσίων ζωνών και μηδενικής επιρροής νήσων, συνοδευόμενες από χάρτες της «Γαλάζιας Πατρίδας» και σκληρές δηλώσεις ασφαλώς δεν βοηθούν. Τέλος, διαπραγματεύσεις για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων, με μια χώρα που δυστυχώς βρίσκεται στη σημερινή κατάσταση της Λιβύης, ερμηνεύονται από την ελληνική πλευρά ως εχθρική ενέργεια.
Ποιες είναι οι προοπτικές για την επίλυση του Κυπριακού; Και πώς σχολιάζετε την τουρκική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο;
Η αδυναμία συμφωνίας για την επίλυση του Κυπριακού επιβαρύνει σημαντικά τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας. Αποτελεί, πάντως, στρατηγικό σφάλμα της τουρκικής πλευράς η σχεδόν πλήρης απουσία ανεπίσημων επαφών με Ελληνοκυπρίους, καθώς αυτό δεν επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση των ανησυχιών και προβληματισμών της άλλης πλευράς και την έναρξη μιας διαδικασίας «ζύμωσης», που θα μπορούσε να διευκολύνει την επίτευξη συμφωνίας. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσαν ενδεχομένως να είχαν διασκεδαστεί οι ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων σχετικά με την άποψη του πρώην πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου ότι για την Τουρκία το πραγματικό διακύβευμα είναι λιγότερο τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων, και κυρίως η διασφάλιση της τουρκικής παρουσίας και ελέγχου επί μιας νήσου με υψηλή στρατηγική σημασία για τουρκικά συμφέροντα.
Ασφαλώς μια βιώσιμη λύση πρέπει να βασίζεται στην αρχή της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων, αν και η εφαρμογή της θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τη δημογραφική πραγματικότητα στο νησί. Παράλληλα, η κατά τεκμήριον ισχυρή πλευρά στο πλαίσιο της πενταμερούς διαπραγμάτευσης οφείλει να τιμήσει προηγούμενες δεσμεύσεις στο εδαφικό και, κατανοώντας τις εύλογες ανησυχίες στον τομέα της ασφάλειας, να κινηθεί με δημιουργικό τρόπο.
Όσον αφορά στα ενεργειακά, η «διπλωματία των κανονιοφόρων» δεν συμβάλλει στην εύρεση λύσης, ούτε αρμόζει ως συμπεριφορά σε μια χώρα μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ. Θεωρώ, παρόλα αυτά, ότι υπάρχουν δυνατότητες συνεννόησης σε θέματα εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, καθώς στο τραπέζι παραμένει και η ελληνοκυπριακή δέσμευση για δημιουργία Ταμείου Υδρογονανθράκων προς όφελος και των δύο κοινοτήτων. Οι διπλωμάτες και οι δικηγόροι μπορούν να συμβάλλουν στην εύρεση λύσης, εφόσον υπάρχει πολιτική βούληση. Ακόμη και ιδέες περί συνεκμετάλλευσης (kazan-kazan) μπορούν να συζητηθούν, υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης οριοθέτησης μέσω προσφυγής σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.
Ποια πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα στις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας;
Όσον αφορά στην ΕΕ, θα μπορούσε ενδεχομένως να συζητηθεί η ενίσχυση της συνεργασίας σε συγκεκριμένους τομείς κοινού ενδιαφέροντος, με παράλληλη συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Φυσικά αυτό προϋποθέτει και την υιοθέτηση και εφαρμογή ενός αποδεκτού κώδικα συμπεριφοράς. Επιπλέον, η απουσία της Τουρκίας από συνεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο είναι μια μη φυσιολογική κατάσταση, αν και αποτελεί το προϊόν συγκεκριμένων τουρκικών επιλογών. Η Ελλάδα μπορεί ενδεχομένως να βοηθήσει, υπό την προϋπόθεση της υιοθέτησης μιας πιο εποικοδομητικής στάσης από την Άγκυρα. Γενικότερη ελληνική θέση είναι ότι η Τουρκία εντός ή πλησίον ευρωατλαντικών θεσμών είναι ένας σαφώς προτιμότερος γείτονας από μια Τουρκία αγνώστου γεωπολιτικού προσανατολισμού.
Πώς μπορούν Ελλάδα κα Τουρκία να διαχειριστούν το προσφυγικό και να επιχειρήσουν να βελτιώσουν τις σχέσεις τους;
Υπάρχουν κοινές ανησυχίες ανθρωπιστικής μορφής για ζητήματα προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών και από ελληνικής πλευράς αναγνωρίζεται το βάρος που σηκώνει η Τουρκία, αν και κινήσεις και δηλώσεις που παραπέμπουν σε εκβιαστικές συμπεριφορές ασφαλώς δεν βοηθούν στην καλύτερη διαχείριση ενός κοινού προβλήματος. Καλύτερη συνεργασία μπορούν να αναζητήσουν οι δύο χώρες και για την αντιμετώπιση άλλων κοινών προβλημάτων, όπως η τζιχαντιστική τρομοκρατία. Είναι καιρός να επιχειρηθεί, εφόσον υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση, η αλλαγή «παραδείγματος» και αντιλήψεων από τις διμερείς διαφορές προς τις κοινές ανησυχίες ή ακόμη και τα κοινά συμφέροντα και η υιοθέτηση μιας θετικής ατζέντας. Σε αυτή την κατεύθυνση μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά η αξιοποίηση πολλαπλών διαύλων επικοινωνίας, η «διπλωματία των πολιτών» και η οικονομική συνεργασία.