Εδώ και χρόνια το αλάτι της θάλασσας «καταβροχθίζει» το γλυκό νερό στη Χαλκιδική -και γι’ αυτό δεν ευθύνεται κάποιο φυσικό φαινόμενο από μόνο του. Η περιοχή, που έτσι και αλλιώς έχει πρόβλημα με την ύδρευση για διάφορους λόγους, όπως έγινε σαφές το τελευταίο διάστημα με την πολυήμερη διακοπή υδροδότησης στο Πευκοχώρι, αντιμετωπίζει ολοένα εντονότερα το «θηρίο» της λεγόμενης υφαλμύρωσης.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που σχετίζεται με την υπεράντληση υδάτων στις παράκτιες περιοχές για την κάλυψη των αναγκών της γεωργίας, αλλά σε μικρότερο βαθμό και του τουρισμού και της οικιστικής ανάπτυξης. Το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό. Οι χιλιάδες γεωτρήσεις, νόμιμες και παράνομες, λειτουργούν «στο φουλ» τους θερινούς μήνες. Παράλληλα, είναι κοινό μυστικό πως το έδαφος της Χαλκιδικής «οργώνεται» εδώ και δεκαετίες από παράνομα δίκτυα, φτιαγμένα από ιδιώτες, τα οποία μεταφέρουν παρατύπως νερό από γεωτρήσεις μέχρι και χιλιόμετρα μακριά -ενώ ο νόμος επιτρέπει τη μεταφορά του σε μέγιστη απόσταση έως 800 μέτρων. Η ανορθολογική χρήση του νερού, αλλά και η κλιματική κρίση, που σε πολλές περιοχές έχει ρίξει τη στάθμη του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα ακόμα και κατά 10 μέτρα, περίπου όσο το ύψος μιας τετραώροφης πολυκατοικίας, συνεισφέρει επίσης στο φαινόμενο της υφαλμύρωσης.
Πώς συνδέεται η πτώση της στάθμης των υπόγειων υδάτων με την υφαλμύρωση; Με πολύ απλά λόγια, το γλυκό νερό λειτουργεί σαν ένα είδος «φράγματος» για το θαλασσινό. Όταν λοιπόν η στάθμη του πέσει πολύ, το θαλασσινό νερό διεισδύει προς την ενδοχώρα, καθώς το φράγμα αυτό «πέφτει», γιατί αναστρέφεται η φυσική υδραυλική βαθμίδα προς τη θάλασσα. Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο, αλλά επιδεινώνεται τα τελευταία χρόνια.
«Αντιμετωπίζουμε την υφαλμύρωση χρόνια τώρα. Η πολύ ραγδαία ανάπτυξη της εντατικής καλλιέργειας της ελιάς στην περιοχή μας, ιδίως μετά το τέλος της δεκαετίας του ΄90, σε συνδυασμό με την έλλειψη βροχοπτώσεων και τους παρατεταμένους καύσωνες, που αυξάνουν τις ανάγκες άρδευσης, επιτείνουν το πρόβλημα» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δήμαρχος Πολυγύρου, Γεώργιος Εμμανουήλ και εξηγεί: «Η πόλη του Πολυγύρου υδροδοτείτο με νερό από τον κάμπο στις Καλύβες, που βρίσκονται κοντά στον ποταμό Ολύνθιο. Ωστόσο, τα τελευταία 20 χρόνια, η ελαιοκαλλιέργεια αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο και κάθε χρόνο φυτεύονται χιλιάδες νέα δέντρα, με αποτέλεσμα να αυξάνονται αντίστοιχα και οι ανάγκες άρδευσης. Παράλληλα, μεταφέρεται παράτυπα νερό από τις γεωτρήσεις σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, ακόμα και χιλιομέτρων, για άρδευση χωραφιών. Μια γεώτρηση σταθερή, με απόδοση 10 κυβικών, μπορεί να αρδεύσει 100 στρέμματα, μια των 100 κυβικών, 1000. Όταν λοιπόν το νερό περισσεύει, μεταφέρεται αλλού. Νόμιμα μπορεί να μεταφερθεί σε απόσταση έως 800 μέτρων, αλλά είναι κοινό μυστικό, μια πρακτική δεκαετιών, ότι το νερό συχνά διανύει χιλιόμετρα, μεταφερόμενο μέσω παράνομων δικτύων, φτιαγμένων από ιδιώτες».
Αν οι παράνομες γεωτρήσεις είναι φαινόμενο πρόδηλα καταδικαστέο (σ.σ. ο ακριβής αριθμός τους παραμένει άγνωστος), η συνέχιση της καλλιέργειας της ελιάς στη Χαλκιδική είναι ασφαλώς απαραίτητη. «Δεν μπορούμε να βάλουμε τους αγρότες απέναντι και να τους πυροβολούμε. Χρειάζονται αντιθέτως σοβαρές επενδύσεις στην έξυπνη γεωργία, η οποία μπορεί να περιορίσει την άσκοπη σπατάλη νερού, αλλά και πιο ορθολογική χρήση των υδάτων, π.χ., πότισμα με σταγόνες αντί για μπεκ, με τη χρήση των οποίων μεγάλο μέρος του νερού εξατμίζεται, αλλά και άρδευση ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες κάθε καλλιέργειας και όχι οριζόντια» σημειώνει ο δήμαρχος Πολυγύρου, επισημαίνοντας ότι στην περιοχή της αρμοδιότητάς του ο αγροτικός τομέας απορροφά σήμερα το 90% του νερού, έναντι ποσοστού έως 10% για τον τουρισμό και τους κατοίκους μαζί (βέβαια, τουρισμός και πολίτες ζητούν νερό πολύ υψηλής ποιότητας και πόσιμο, σε αντίθεση με τον πρωτογενή τομέα).
Κατά τον κ.Εμμανουήλ χρειάζεται να δούμε το θέμα ολιστικά, π.χ., αντί να γίνεται υπεράντληση μέσω γεωτρήσεων, «να μπορούν τα νερά απ’ τους βιολογικούς καθαρισμούς να χρησιμοποιούνται κατόπιν επεξεργασίας για άρδευση, να δημιουργηθεί μια αποθήκη νερού», κάτι που για να γίνει βέβαια, απαιτείται να προηγηθούν τα απαραίτητα έργα βιολογικών καθαρισμών, πολλά από τα οποία εξακολουθούν να λείπουν, αλλά και να δημιουργηθούν τα αποχετευτικά δίκτυα που θα συνδεθούν με τους βιολογικούς (που επίσης σε πολλές περιοχές λείπουν). Επίσης, χρειάζεται να εκσυγχρονιστούν τα δίκτυα υδροδότησης, που στο παραλιακό μέτωπο του Πολυγύρου η ηλικία τους ξεπερνά κατά περιπτώσεις τα 50 χρόνια, με αποτέλεσμα τουλάχιστον το 40% του νερού να χάνεται από διαρροές εξαιτίας παλαιότητας και επιπλέον να είναι εύκολη η νεροκλοπή. Για να προχωρήσουν όλα αυτά απαιτούνται βέβαια και αξιόλογες χρηματοδοτήσεις, οι οποίες δεν είναι πάντα εύκολο να αντληθούν για διάφορους λόγους.
Ο επιθυμητός «όμβρος ειρηνικός» και υδάτινες ροές που η Ελλάδα δεν ελέγχει
Πολύ εκτεταμένο είναι το πρόβλημα της υφαλμύρωσης γενικά στην Ελλάδα, λόγω του μεγάλου μήκους των ακτών της, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Κωνσταντίνος Κατσιφαράκης. Το πρόβλημα, που είναι εμφανές σε σχεδόν όλα τα νησιά, ακόμα και στην Κρήτη, αφορά κυρίως τα υπόγεια ύδατα, αλλά υπάρχει αλμυρή διείσδυση και στις εκβολές των ποταμών. Με εξαίρεση περιοχές όπως η Χαλκιδική, αλλά και η Πιερία, όπου οι καλλιέργειες και ο τουρισμός συχνά συνυπάρχουν δίπλα στο κύμα, το πρόβλημα της υφαλμύρωσης δεν σχετίζεται ιδιαίτερα με τη γεωργία. «Έχει να κάνει κυρίως με τον τουρισμό -λόγω της χρονικής και χωρικής συγκέντρωσης της κατανάλωσης νερού, τέσσερις μήνες τον χρόνο, σε συγκεκριμένες περιοχές- αλλά και με την οικιστική ανάπτυξη των περιοχών αυτών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στη Βορειοανατολική Χαλκιδική, ρόλο παίζει και η μεταλλευτική δραστηριότητα, που επίσης απαιτεί πολύ νερό» εξηγεί ο καθηγητής.
Πώς σχετίζεται η υφαλμύρωση με την πτώση της στάθμης των υπόγειων υδάτων; «Είναι απολύτως αλληλένδετα, γιατί για να εισχωρήσει το νερό της θάλασσας προς την ενδοχώρα χρειάζεται να μην υπάρχει “φράγμα” από το γλυκό νερό. Αν λοιπόν πέσει η στάθμη, “μπαίνει” η θάλασσα. Και η κλιματική αλλαγή ασφαλώς επηρεάζει. Έχουμε μεγάλες περιόδους ξηρασίας, αλλά και έντονες βροχοπτώσεις, που προκαλούν πλημμυρικά φαινόμενα -στον Βόλο, πέρυσι, έριξε σε δύο ημέρες όσο νερό ρίχνει σε έναν χρόνο, αλλά τι να το κάνεις αυτό το νερό;- ενώ αυτό που χρειάζεται ο υδροφόρος ορίζοντας για να εμπλουτιστεί είναι “όμβρος ειρηνικός”, ήπια βροχή» σημειώνει. Σήμερα, σε κάποιες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας η στάθμη του νερού έχει πέσει πάνω από 10 μέτρα, ενώ σε περιοχές της Θεσσαλίας είναι πολύ παραπάνω, κάτι που δεν είναι ασυνήθιστο τα τελευταία χρόνια, παρατηρεί ο καθηγητής. Στο ερώτημα σε τι όγκους υδάτων υπολογίζεται το ετήσιο έλλειμμα νερού στη Βόρεια Ελλάδα, ο κ. Κατσιφαράκης εξηγεί ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για έλλειμμα καθόλη τη διάρκεια του χρόνου, αφού το πρόβλημα είναι εντοπισμένο στον χώρο (σε συγκεκριμένες περιοχές με πολλές τουριστικές αφίξεις) και τον χρόνο (τους μήνες της τουριστικής σεζόν υψηλής ζήτησης). Πέραν της χωρικής και χρονικής συγκέντρωσης, το πρόβλημα σχετίζεται και με το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν «ελέγχει» πλήρως πολλούς από τους υδάτινους «αγωγούς» της. Με εξαίρεση τον Αώο, που πηγάζει από την Ελλάδα και συνεχίζει την υδάτινη διαδρομή του στην Αλβανία, όλα τα άλλα διασυνοριακά ποτάμια που διασχίζουν τη Βόρεια Ελλάδα, προέρχονται από άλλες χώρες. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα εξαρτάται από τη διαχείριση που κάνουν οι γειτονικές χώρες στα νερά των ποταμών. Ειδικά για Θεσσαλονίκη, ο κ. Κατσιφαράκης επισημαίνει πως, παρότι η θάλασσα έχει διεισδύσει προ πολλού στα υπόγεια οικοδομών, που βρίσκονται κοντά στη θάλασσα (π.χ., στη Λεωφόρο Νίκης), ωστόσο δεν έχει νόημα να μιλάμε για υφαλμύρωση στον αστικό ιστό. Η Θεσσαλονίκη υδροδοτείται από τον Αλιάκμονα και την Αραβησσό και γεωτρήσεις υπάρχουν μόνο σε λίγα γήπεδα της πόλης.
Μήνες ή και ολόκληρα χρόνια απαιτεί η φυσική απορρύπανση
Η υφαλμύρωση θεωρείται ρύπανση, καθώς όταν το αλάτι διεισδύσει στο γλυκό νερό, αυτό δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο για τις περισσότερες από τις συνήθεις χρήσεις. Πόσο εύκολη είναι η απορρύπανσή του; «Η μεν φυσική απορρύπανση είναι χρονοβόρος διαδικασία, γιατί χρειάζεται να περάσουν μήνες ή και χρόνια, μέχρις ότου ανέβει η στάθμη του γλυκού νερού. Στην περίπτωση της αφαλάτωσης, το θέμα δεν είναι ο χρόνος, αλλά η δαπάνη ενέργειας. Ακόμα και για απορρύπανση με την αντίστροφη όσμωση χρειάζεται να ξοδευτεί πολλή ενέργεια, για να πάρουμε καθαρό νερό» επισημαίνει ο κ.Κατσιφαράκης. Πιο πρόσφορα, εκτιμά, είναι τα μέτρα πρόληψης, όπως ο εμπλουτισμός του υδροφόρου ορίζοντα με την αποθήκευση υπόγειων υδάτων μέσω μικρών φραγμάτων, «όπως έκανε ο μεγάλος Μανώλης Γλέζος στην Απέραθο της Νάξου». Επίσης, σε παράκτιες περιοχές, όπου αναπτύσσονται νέες τουριστικές εκμεταλλεύσεις θα μπορούσαν να εφαρμόζονται κάποια απλά αλλά σημαντικά μέτρα, όπως η εγκατάσταση διπλού κυκλώματος νερού, ώστε να αντλείται υφάλμυρο ή αλμυρό νερό για χρήση ειδικά στις τουαλέτες, κάτι που ήδη εφαρμόζεται με επιτυχία σε ορισμένες άλλες χώρες. «Χρειάζεται επίσης να βελτιωθεί η νομοθεσία, ώστε να καθοριστούν καλύτερα οι αρμοδιότητες φορέων και οργανισμών, γιατί σήμερα υπάρχουν πολλοί υπεύθυνοι για το ίδιο θέμα, κάτι που δεν λειτουργεί αποτελεσματικά» καταλήγει ο καθηγητής.