Παρά τα συνεχώς αυξανόμενα κρούσματα κορονοϊού σε πολλές ευρωπαϊκές -και όχι μόνο- χώρες, το δεύτερο πανδημικό κύμα της Covid-19 φαίνεται να είναι λιγότερο φονικό (ως αναλογία θανάτων προς επιβεβαιωμένα κρούσματα). Οι επιστήμονες το αποδίδουν, κυρίως, αφενός σε δημογραφικούς λόγους (κρούσματα σε όλο και πιο νεαρές ηλικίες) αφετέρου στις καλύτερες πλέον θεραπείες στα νοσοκομεία και στην ήδη αποκτηθείσα εμπειρία των γιατρών.
Ο αριθμός των ασθενών με Covid-19 που είναι αρκετά άρρωστοι για να εισαχθούν σε νοσοκομείο αυξάνεται με ρυθμό μικρότερο της αύξησης των κρουσμάτων, ενώ ακόμη πιο μικρή είναι η αύξηση της θνητότητας, σύμφωνα με τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι υπηρεσίες υγείας σε διάφορες χώρες να μην έχουν κατακλυστεί ακόμη, όπως θα είχε συμβεί αν ο ρυθμός αύξησης των σοβαρών περιστατικών είχε ακολουθήσει τον αριθμό των λοιμώξεων (κρουσμάτων) με τον ίδιο τρόπο που είχε συμβεί το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου.
«Στη δυτική Ευρώπη σχεδόν κάθε χώρα βλέπει ακόμη μία πολύ μικρότερη αναλογία θανάτων ανά κεφαλή σε αυτό το δεύτερο κύμα από ό,τι στο πρώτο στη διάρκεια της άνοιξης», δήλωσε ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας-Επιδημιολογίας Μαρκ Γουλχάουζ του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.
Οι θάνατοι αυξάνονται σήμερα στην Ευρώπη με πιο αργό ρυθμό από ό,τι την άνοιξη στο πρώτο κύμα. Αφότου οι θάνατοι από Covid-19 άρχισαν πάλι να αυξάνονται στο τέλος του καλοκαιριού και στην αρχή του φθινοπώρου (αρχή δεύτερου κύματος), χρειάστηκε κατά μέσο όρο ένας μήνας για να υπάρξει ένας θάνατος ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους στην Ευρώπη, ενώ τον Μάρτιο είχε χρειαστεί μόνο μία εβδομάδα για την ίδια αναλογία.
Η πτώση στην αναλογία θανάτων προς επιβεβαιωμένα κρούσματα (που είναι κάτι διαφορετικό από την αναλογία θανάτων προς συνολικά κρούσματα) μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει, σύμφωνα με τους Βρετανούς επιστήμονες, από το γεγονός ότι παντού γίνονται πια περισσότερα τεστ για κορονοϊό (και έτσι έρχονται στο φως περισσότερα «σιωπηλά» κρούσματα, συχνά ασυμπτωματικά) και εν μέρει από το ότι ένα ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό των θετικών στον κορονοϊό είναι άνθρωποι νέας ηλικίας, οι οποίοι έχουν μικρότερη πιθανότητα να αρρωστήσουν σοβαρά, σε σχέση με τους ασθενείς του πρώτου κύματος, όταν οι νέοι αναλογικά ήταν πολύ λιγότεροι.
Η δημογραφική (ηλικιακή) κατανομή των νοσηλευόμενων ασθενών με Covid-19 έχει μεταβληθεί σημαντικά, όπως δείχνουν τα στοιχεία από 44 χώρες της επιστημονικής κοινοπραξίας ISARIC (International Severe Acute Respiratory and Emerging Infection Consortium): Οι άνω των 60 ετών ασθενείς είναι πλέον κάτω του 50%, από 70% τον Φεβρουάριο, στην αρχή της πανδημίας. Επιπλέον, η ενδονοσοκομειακή θνητότητα μεταξύ των ασθενών άνω των 60 ετών έχει πέσει στο μισό, από το 50% στην αρχή της άνοιξης, στο 25% στις αρχές του φθινοπώρου.
Όσοι σήμερα εισάγονται σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), έχουν περισσότερες πιθανότητες να βγουν «νικητές» από ό,τι την άνοιξη. Στοιχεία από τη Βρετανία, για παράδειγμα, δείχνουν ότι το ποσοστό όσων πέθαναν μέσα σε 28 ημέρες από την εισαγωγή τους σε ΜΕΘ μειώθηκε από 39% την άνοιξη και το καλοκαίρι, σε 27% τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο.
Η αύξηση στην πιθανότητα επιβίωσης σε ΜΕΘ είναι ιδιαίτερα αισθητή στους ασθενείς έως 70 ετών, καθώς αυξήθηκε από 61% σε 79% για τις ηλικίες 50 έως 69 και από 82% σε 91% για τους κάτω των 50 ετών.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιατρικής Πολ Χάντερ του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας, περίπου το 50% αυτής της βελτίωσης στις ΜΕΘ οφείλεται στη χρήση δεξαμεθαζόνης και άλλων στεροειδών φαρμάκων που μειώνουν τη φλεγμονή και καταστέλλουν την αυτοκαταστροφική υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος πολλών ασθενών. «Το υπόλοιπο 50%», εκτίμησε, «πιθανώς οφείλεται στη μεγαλύτερη εμπειρία των γιατρών και νοσηλευτριών που έχουν μάθει πώς να αντιμετωπίζουν τους ασθενείς. Το έχουμε δει αυτό σε όλες τις επιδημίες. Στην περίπτωση του Έμπολα π.χ. η θνητότητα έπεσε σταδιακά στη διάρκεια της επιδημίας στη Δυτική Αφρική».
Την ίδια άποψη έχει ο καθηγητής Ιατρικής Πίτερ Οπενσόου του Αυτοκρατορικού Κολλεγίου (Imperial College) του Λονδίνου, σύμφωνα με τον οποίο, «οι άνθρωποι έχουν πια μάθει πολλά μικρά τρικ, τα οποία με το πέρασμα του χρόνου, όταν συνδυαστούν, κάνουν τη μεγάλη διαφορά».
Για παράδειγμα, οι γιατροί έχουν πια καλύτερη γνώση πότε να δώσουν κάποιο φάρμακο (π.χ. αντιπηκτικό του αίματος) σε έναν ασθενή, πότε να τον διασωληνώσουν και πότε να τον γυρίσουν μπρούμυτα για να διευκολύνουν την παροχή οξυγόνου. Έτσι, οι πιθανότητες να βγει κανείς ζωντανός ακόμη και μετά από σοβαρή Covid-19 έχουν αυξηθεί.
Μία άλλη πιθανή εξήγηση για τη μειωμένη φονικότητα είναι ότι όσοι μολύνονται σήμερα με κορονοϊό δέχονται πια μειωμένες δόσεις και φορτία του ιού από ό,τι πριν έξι μήνες, επειδή φορούν μάσκες και τηρούν τις κοινωνικές αποστάσεις. Όσο μικρότερο είναι το ιικό φορτίο, όπως έχει φανεί και σε άλλες αναπνευστικές παθήσεις, τόσο λιγότερο σοβαρή τείνει να είναι η νόσος. Δεν αποκλείεται, εξάλλου, ο κορονοϊός να έχει μεταλλαχθεί και να έχει γίνει πιο μεταδοτικός αλλά λιγότερο φονικός, κάτι που οι γενετιστές ακόμη δεν έχουν επιβεβαιώσει.
Από την άλλη, όμως, η αύξηση των κρουσμάτων μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε ασφυξία το σύστημα υγείας μίας χώρας, διότι ακόμη και αν ο ιός είναι λιγότερο φονικός πια, αν τα κρούσματα είναι πάρα πολλά, μπορεί να υπερκεραστεί το δυναμικό σε πόρους (κλίνες, γιατροί κ.ά.) σε μία χώρα. Ο αριθμός των νοσηλευόμενων με Covid-19 αυξάνεται ξανά στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και σε χώρες όπως η Τσεχία τα νοσοκομεία σήμερα έχουν περισσότερους ασθενείς με κορονοϊό από ό,τι την άνοιξη.
Παύλος Δρακόπουλος