Αναλύουμε τη διαφορά μεταξύ της αναφοράς της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη φτώχεια και της πραγματικής κατάστασης. Στην Ελλάδα, οι διαμαρτυρίες για την αυξανόμενη τιμή του πασχαλινού τραπεζιού είναι σχεδόν ετήσια συνήθεια, ενώ οι χώρες της Δύσης διαφημίζουν την επιτυχία τους στη μείωση της παγκόσμιας φτώχειας κατά την τελευταία τριακονταετία. Ωστόσο, ενώ οι στατιστικές της Παγκόσμιας Τράπεζας υποδηλώνουν μείωση της ακραίας φτώχειας από το 38% το 1990 στο 8% σήμερα, η πραγματικότητα μπορεί να είναι πιο ανησυχητική από ό,τι φαίνεται. Περίπου 700 εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να βιώνουν συνθήκες ακραίας φτώχειας, γεγονός που υποδηλώνει σοβαρές ανισότητες στον κόσμο.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η ακραία φτώχεια καθορίζεται από την έλλειψη πρόσβασης σε βασικές ανθρώπινες ανάγκες όπως τρόφιμα, καθαρό νερό και υγειονομικές υπηρεσίες. Ο αναλυτής οικονομικής πολιτικής Ατρίσου Μπορντολόι επισημαίνει ότι οι μετρήσεις που χρησιμοποιούνται από την Παγκόσμια Τράπεζα για την εκτίμηση της φτώχειας μπορεί να είναι λανθασμένες. Η επιλογή του ορίου της φτώχειας στα 2,15 δολάρια ημερησίως είναι αμφισβητούμενη και μπορεί να μην αντικατοπτρίζει τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων.
Το Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ αναφέρει ότι το ημερήσιο κόστος για την κάλυψη των βασικών αναγκών διατροφής κυμαίνεται από 2,10 έως 2,60 δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι εάν το εισόδημα ενός ατόμου διατίθεται μόνο για τρόφιμα, οι άλλες βασικές ανάγκες παραμένουν ανεκπλήρωτες.
Επιπλέον, το επιλεγμένο όριο μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες εκτιμήσεις της φτώχειας, υπογραμμίζει ο Μπορντολόι. Αναφέρεται ότι μια αύξηση 10 σεντ από τα 2,15 δολάρια θα μπορούσε να αυξήσει τον παγκόσμιο αριθμό των φτωχών κατά σχεδόν 70 εκατομμύρια ανθρώπους. Ενώ η μείωση της φτώχειας μπορεί να είναι θετική, το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι ζουν μόλις πάνω από το κατώφλι αυτό δημιουργεί ανησυχίες.
Συνοψίζοντας, η αναφορά στη φτώχεια και οι μετρήσεις της ενδέχεται να είναι επιφανειακές, και η ανάγκη για μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση είναι επιτακτική.
Πηγή περιεχομένου: in.gr