Tου Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Οι ιστορίες του Χρήστου Χρυσόπουλου έχουν κατά κανόνα ένα διαφεύγον βλέμμα. Ένα βλέμμα το οποίο μεταφέρει στα ενδότερά τους λογοτεχνικά είδη και λογοτεχνικά τεχνάσματα αντλημένα από τις πιο διαφορετικές εποχές και κατηγορίες, με σκοπό να τα ανασυστήσει σε εντελώς νέα συμφραζόμενα, αναδεικνύοντας έτσι τη σταθερή έγνοια του συγγραφέα, που δεν είναι άλλη από την υπόδειξη του κατασκευαστικού χαρακτήρα της γραφής. Ένα στοιχείο που επίσης εμφανίζεται συχνά στην πεζογραφία του Χρυσόπουλου είναι η αμφίθυμη επικοινωνία των μοναχικών του ηρώων με τον περίγυρό τους: από τη μια πλευρά προσπαθούν να εξοικειωθούν μαζί του ενώ από την άλλη σπεύδουν να απομακρυνθούν και να λυτρωθούν απ’ αυτόν – ίσως επειδή όσα τον αποτελούν τείνουν να αποκτήσουν στη δράση τη μορφή ετεροτοπίας. Ο Μισέλ ο Φουκώ έλεγε για τις ετεροτοπίες πως παραμένοντας χώροι απομονωμένοι και περίκλειστοι, μπορεί ταυτοχρόνως να ανοίγονται σε μιαν άλλη, πρωτόφαντη πραγματικότητα. Σε έναν παρόμοιο κλίμα μάς καλεί να περιπλανηθούμε η «Άλμα», το καινούργιο πεζό του Χρυσόπουλου (εκδόσεις Νεφέλη), που συνομιλεί με τη δυστοπία: όπως τη συναντάμε στην παράδοση της νεότερης λογοτεχνίας (από τον Τζορτζ Όργουελ και τον Άλντους Χάξλεϊ μέχρι το κυβερνοπάνκ του Ουίλιαμ Γκίμπσον), αλλά και στον σύγχρονο κινηματογράφο (από τα «Παιδιά των ανθρώπων» του Αλφόνσο Κουαρόν, βασισμένα σε μυθιστόρημα της Π. Ντ. Τζέιμς, μέχρι την τετραλογία «Αγώνες πείνας» του Γκάρι Ρος, βασισμένη σε μυθιστορήματα της Σούζαν Κόλινς).
Ο χώρος αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο του Χρυσόπουλου, το οποίο μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα μαιευτήριο και σε μια μονάδα αδιευκρίνιστης ιατρικής ταυτότητας που λειτουργεί σαν θύλακας στο εσωτερικό του. Ένοικοι της μονάδας είναι διάφοροι απόβλητοι του κόσμου. Δεν έχουμε σαφείς ενδείξεις για τον βίο και το παρελθόν τους ούτε για το τι ακριβώς έχει οδηγήσει εδώ τα βήματά τους, κάθε τι όμως το οποίο βρίσκεται έξω από τους προστατευτικούς τοίχους της μονάδας μοιάζει να έχει χάσει το νόημα και την ουσία του. Το κέλυφος το οποίο την περιβάλλει μοιάζει τρομακτικό μέσα στην ομοιομορφία και τις ισοπεδωμένες γραμμές του, έτοιμο να αφανίσει όποιο κομμάτι ζωής έχει απομείνει ζωντανό. Και αίφνης, η ετεροτοπία της μονάδας (ένα περίκλειστο σύμπαν, που μπορεί, όπως το λέγαμε πρωτύτερα, να αποκαλύψει μιαν εναλλακτική πραγματικότητα), θα μεταμορφωθεί σε γενέθλιο τόπο της Άλμας, ενός κοριτσιού, το οποίο προσφέρει μια καινούργια αρχή για τον απορφανισμένο πληθυσμό των εγκλείστων, σώζοντας, όπως το δηλώνει και το όνομά του, την ψυχή τους. Στο μεταξύ, ένας νεοαφιχθείς, ο Επισκέπτης, είναι ο μοναδικός που θα τολμήσει (όπως και οι μοναχικοί ήρωες του Χρυσόπουλου σε προηγούμενα βιβλία του) να αναζητήσει έναν δρόμο προς τα έξω, ακόμα κι αν το «έξω» είναι ταυτισμένο με το άγνωστο και τον κίνδυνο, ακόμα κι αν ο ίδιος δεν θα ρίξει εντέλει ποτέ το φράγμα του αποκλεισμού του. Ο συγγραφέας φροντίζει να ξετυλίξει δίπλα σε όλα αυτά τις ιστορίες ζωής των ανθρώπων της μονάδας, συναθροίζοντας τα τρίμματά τους σε ένα αφηγηματικό pastiche το οποίο περιλαμβάνει από θεατρικούς διαλόγους ή μονολόγους και στίχους τραγουδιών μέχρι την ανάδυση μιας σειράς στιλπνών ποιητικών εικόνων. Σίγουρα, ένα βιβλίο το οποίο αξίζει την προσοχή μας.