Τα αίτια που οδήγησαν στις απώλειες του Εργατικών στις χθεσινές εκλογές θα απασχολούν από σήμερα το κόμμα, που ήδη επιχειρεί να αναλύσει τα δεδομένα και να εξετάσει πώς θα καταφέρει να αναστρέψει τον εκτροχιασμό για τις επόμενες εθνικές εκλογές.
Ήδη από χθες οι απόψεις των στελεχών του, και κυρίως όσων έχασαν τη θέση τους στο κοινοβούλιο, στρέφονται εναντίον της μικρής δημοτικότητας του επικεφαλής, Τζέρεμι Κόρμπιν, κατά της στρατηγικής που ακολούθησε το κόμμα στο θέμα του Brexit, του μπερδεμένου και περίπλοκου μανιφέστο, της απώλειας εμπιστοσύνης της εργατικής τάξης στο πρόσωπο του Κόρμπιν, της επεκτατικής εκλογικής στρατηγικής που στόχευε στην πλειοψηφία και στη διεύρυνση της εκλογικής βάσης, αντί στις οριακές έδρες και στους υποψήφιους που ήταν ευθυγραμμισμένοι με το κόμμα.
Οι λεγόμενοι Κορμπινιστές, ο πυρήνας των υποστηρικτών του επικεφαλής του κόμματος, υποστηρίζουν ότι το Brexit ήταν η βασική αιτία της ήττας, ενώ οι remainers και τα στελέχη του κέντρου ότι βασικός υπαίτιος είναι ο ίδιος ο ηγέτης. ‘Αλλοι πιο μετριοπαθείς βουλευτές θεωρούν βασικό λόγο τη μακροχρόνια αποξένωση των Εργατικών από τους παραδοσιακούς υποστηρικτές του, την εργατική τάξη.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Πολιτικών Επιστημών και συνεργάτη του βασιλικού ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (Chatham House), Μάθιου Γκούντγουιν, η αλλαγή του Συντηρητικού κόμματος ήταν αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για το Brexit. Ο καθηγητής εκτιμά ότι ίσως κανένα άλλο κόμμα στον δυτικό κόσμο δεν κατάφερε με τόση επιτυχία να επιστρέψει στην εξουσία, κάτι που φαίνεται και από το χθεσινό αποτέλεσμα. Σε ό,τι αφορά τους Εργατικούς, πιστεύει ότι η αντικατάσταση του Κόρμπιν δεν θα λύσει όλα τα προβλήματα του κόμματος, το οποίο σήμερα είναι χωρισμένο σε τρία κομμάτια, τους φιλελεύθερους που προέρχονται από μία ανώτερης εκπαίδευσης ελίτ και ψηφίζουν αριστερά, την παραδοσιακή αριστερά που είναι κοινωνικά συντηρητική και τους φοιτητές μαζί με τις εθνικές μειονότητες.
Και ενώ η συζήτηση δεν έχει καλά καλά ξεκινήσει, κάποια βρετανικά μέσα κοιτούν τους διαδόχους του Τζέρεμι Κόρμπιν, προτείνοντας ως πιθανούς τη σκιώδη υπουργό Εξωτερικών, Έμιλι Θόρνμπερι (πιστή οπαδός του Κόρμπιν), τον σκιώδη υπουργό για το Brexit, Κέιρ Στάρμερ (υποστηρικτή του remain), τη Ρεμπέκα Λονγκ Μπέιλι, στενή συνεργάτη του σκιώδους υπουργού Οικονομικών, την επικεφαλής του κόμματος για θέματα εκπαίδευσης, ‘Αντζελα Ράινερ, τη βουλευτή Τζές Φίλιπς, και την επίσης βουλευτή Λίζα Νάντι.
Στο στρατόπεδο των νικητών, τους Τόρις, τα επιχειρήματα δεν έχουν να κάνουν με τη συνοχή του κόμματος ή με την ισχύ εντός του κοινοβουλίου, αλλά με το κατά πόσο η νίκη του Μπόρις Τζόνσον ήταν συνέπεια του Brexit ή της στρατηγικής του για «ένα έθνος». Ο φιλοευρωπαϊστής Συντηρητικός, απόγονος του Ουίνστον Τσόρτσιλ, που απομακρύνθηκε από το κόμμα για τις θέσεις του στο Brexit, Νίκολας Σόαμς, υποστήριξε ότι βασικότερος λόγος της νίκης του Τζόνσον ήταν η πολιτική του για «Ένα Έθνος». Την ίδια στιγμή ο πρώην πρωθυπουργός, Ντέιβιντ Κάμερον, που είχε ζητήσει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος το 2016, έκανε λόγο για «ισχυρό και ασυνήθιστο εκλογικό αποτέλεσμα», που βάζει τέλος στον Κορμπινισμό, αποφεύγοντας να τοποθετηθεί ξεκάθαρα στο Brexit. Ο υπεύθυνος επικοινωνίας του πρώην πρωθυπουργού, Γκρεγκ Όλιβερ, υποστήριξε επίσης ότι αυτού του είδους η πλειοψηφία για τους Συντηρητικούς θα επιτρέψει στον Τζόνσον να γίνει ο πρωθυπουργός που θέλει –ένας κεντρώος υποστηρικτής της πολιτικής για «Ένα Έθνος», αγνοώντας την ομάδα των ευρωσκεπτικιστών– ή να παραμείνει στη δεξιά.
Για τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης, ο Μπόρις Τζόνσον οφείλει τη νίκη του κυρίως στο Brexit και στο σαφές του μήνυμα ότι «θα φέρει σε πέρας την αποχώρηση», βάζοντας τέλος στο αδιέξοδο της χώρας, στην απλότητα των μηνυμάτων του γύρω από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, στην αδυναμία του Εργατικού κόμματος, που έχανε ποσοστά ψηφοφόρων σε πολλές περιοχές της χώρας, στο γεγονός ότι εμφανίστηκε ισχυρότερος υποψήφιος από την Τερέζα Μέι το 2017, παρ’ όλο που δεν είχε γενικότερα μεγάλη δημοτικότητα στους πολίτες.