Αύξηση του αποθέματος των κόκκινων δανείων των τραπεζών εξαιτίας της πανδημίας κατά 8 έως 10 δισ. ευρώ προβλέπει η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσιοποίησε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν στο τέλος Σεπτεμβρίου στα 58,7 δισ. ευρώ από 68,5 δισ. που ήταν στο τέλος του 2019. Ωστόσο διατηρούνται σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο που φθάνει το 35,8%, έναντι 2,3% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ.
Η μείωση των δανείων αυτών, σύμφωνα με την ΤτΕ, συνιστά τη σοβαρότερη πρόκληση του τραπεζικού συστήματος, καθώς μετά τη σταδιακή άρση των μέτρων αναστολής καταβολής δόσεων των δανείων (moratoria) και των άλλων υφιστάμενων μέτρων προστασίας των δανειοληπτών, τα δάνεια αυτά θα αυξηθούν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει στην Έκθεσή της η ΤτΕ, το ποσό των δανείων σε καθεστώς αναστολής πληρωμών ανέρχεται σε 21,0 δισ. ευρώ και αντιστοιχεί σε ποσοστό περίπου 12% του συνολικού ποσού δανείων στο τραπεζικό σύστημα. Άνω του 80% των δανείων με αναστολή πληρωμών είναι ενήμερα δάνεια (αποτελούν περίπου το 15% των ενήμερων δανείων) και έχουν σχετικά περιορισμένη κάλυψη με προβλέψεις για πιστωτικό κίνδυνο (περίπου 3%).
Ωστόσο το 34% των δανείων που βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής πληρωμών ανήκει στην κατηγορία με σημαντική αύξηση πιστωτικού κινδύνου. Το γεγονός αυτό αυξάνει τον κίνδυνο να δημιουργηθεί νέος κύκλος ΜΕΔ από δανειολήπτες που δεν θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στην παρούσα δύσκολη οικονομική συγκυρία. Η τελευταία εκτίμηση των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος με βάση τα μακροοικονομικά μοντέλα της για τον υπολογισμό των νέων ΜΕΔ και τις πρόσφατες μακροοικονομικές παραδοχές, είναι για 8-10 δισ. ευρώ
Τα δάνεια του Ν. Κατσέλη
Επισημαίνεται ότι 7,8 δισ. ευρώ, ήτοι 13,2% των ΜΕΔ εντός ισολογισμού, αφορούν απαιτήσεις που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας και για τις οποίες εκκρεμεί η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Από αυτά 4,7 δισ. ευρώ αφορούν απαιτήσεις που είχαν ήδη καταγγελθεί. Τα δάνεια αυτής της κατηγορίας αφορούν είτε φυσικά πρόσωπα (π.χ. ν. 3869/201018) είτε νομικά πρόσωπα (π.χ. ν. 4307/2014, Πτωχευτικός Κώδικας). Σχετικά με τις επιμέρους κατηγορίες, περίπου το 27,1% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων έχει υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα καταναλωτικά δάνεια είναι 17,4%.
Το εννεάμηνο του 2020 η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε αλλά παρέμεινε σε ικανοποιητικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 14,6% τον Σεπτέμβριο του 2020 από 16,2% τον Δεκέμβριο. Η μείωση αυτή σε συνδυασμό την χαμηλή ποιότητα του κεφαλαίου των τραπεζών συνιστούν εξίσου σημαντική πρόκληση για τις τράπεζες.
Για το λόγο αυτό η ΤτΕ επαναφέρει την πρόταση της για δημιουργία της λεγόμενης «κακής τράπεζας» (Εταιρεία Διαχείρισης Ενεργητικού). Όπως αναφέρει στην Έκθεσή της, εμπειρικά στοιχεία από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαιώνουν ότι Εταιρείες Διαχείρισης Στοιχείων Ενεργητικού (Asset Management Companies – AMC) με άρτιο σχεδιασμό και επαγγελματική διαχείριση μπορούν να επιταχύνουν τη διαδικασία ανάκτησης των ενεχύρων και να αποτρέψουν την περιττή απώλεια πόρων κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.