«Από καμία παλιά υπόθεση δεν αποδεσμεύονται αυτόματα λογαριασμοί και λοιπά περιουσιακά στοιχεία», δήλωσε η αναπληρώτρια κοινοβουλευτική εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Βορείου Τομέα Αθηνών, Ζωή Ράπτη στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» σχετικά με την επίκαιρη ερώτηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ προς τον πρωθυπουργό, για τη θέσπιση χρονικού ορίου στη διάρκεια της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο υποθέσεων που αφορούν «ξέπλυμα χρήματος».
«Αυτό που γίνεται είναι ότι μετά τη διαβίβαση -εντός ενός τριμήνου- όλων των παλαιών υποθέσεων από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες έρχονται τα δικαστικά όργανα -ο ανακριτής και το δικαστικό συμβούλιο- να αποφασίσουν αν θα παραμείνουν δεσμευμένα αυτά τα περιουσιακά στοιχεία», ανέφερε η κ. Ράπτη και εξήγησε: «Για τους φερόμενους ως δράστες οικονομικών εγκλημάτων που έχουν δεσμευτεί τα περιουσιακά τους στοιχεία, αυτά μέχρι σήμερα θα μπορούσαν να είναι δεσμευμένα για πάρα πολλά χρόνια χωρίς να υπάρχει ένα συγκεκριμένο όριο, μετά από το οποίο θα πρέπει αυτές οι υποθέσεις να διαλευκανθούν. Άρα, συμπολίτες μας οι οποίοι μπορεί να αθωώνονταν μετά από πέντε και έξι χρόνια θα είχαν καταστραφεί οικονομικά. Εκείνο το οποίο λέει η κυβέρνηση είναι ότι όλες οι εκκρεμείς παλαιές υποθέσεις, οι οποίες ήταν στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης των Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες μεταφέρονται σήμερα στο δικαστικό συμβούλιο ή στον ανακριτή, ανάλογα με το στάδιο της υπόθεσης κι έρχονται τα δικαστικά όργανα να αποφασίζουν αν θα παραμείνουν δεσμευμένα αυτά τα περιουσιακά στοιχεία ή όχι».
«Εμείς», συνέχισε, «εναρμονίζουμε τη νομοθεσία με αυτά που ισχύουν στη Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έτσι ώστε να ισχύει και για το οικονομικό σκέλος ό,τι ισχύει για το ποινικό», άρα, «δεν υπάρχει κάποια αθώωση ή άρση των οικονομικών μέτρων τα οποία έχουν μπει κατά εναντίον κατηγορούμενου παρά μόνο αν έχει ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και μετά την εξέταση που θα γίνει από τον ανακριτή ή το δικαστικό συμβούλιο».
Αναφερόμενη στην πορεία της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, σχετικά με τη διερεύνηση αδικημάτων που τυχόν έχουν τελεσθεί από τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, η βουλευτής της ΝΔ -διευκρινίζοντας πως ως μέλος της επιτροπής δεσμεύεται από το απόρρητο των συζητήσεων και καταθέσεων- επισήμανε: «Και ο κ. Φρουζής που ήταν ένας μάρτυρας, ο οποίος μέχρι σήμερα δεν είχε κληθεί ποτέ από κανένα δικαστικό ή άλλο όργανο να καταθέσει αυτά τα οποία γνώριζε τόσο για την παρούσα υπόθεση όσο και για την εν γένει υπόθεση της Novartis, ήταν ένας πολύ σημαντικός μάρτυρας και εξάγονται συμπεράσματα από τη δική του την κατάθεση, τα οποία δεν μπορώ να αξιολογήσω και μεταφέρω. Από την άλλη ελπίζουμε με ταχείς διαδικασίες να ολοκληρωθεί και το πόρισμα, ζητούμενο είναι να χυθεί άπλετο φως σε αυτή την υπόθεση και όλοι οι Έλληνες θέλουν να γνωρίζουν κατά πόσο υπήρξε ή υπάρχει παραδικαστικό κύκλωμα στη χώρα κι αν υπάρχουν τυχόν τέτοιες πράξεις, οι οποίες καταδικάζονται από όλους μας».
Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος η κ. Ράπτη παρατήρησε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δυστυχώς στην προηγούμενη Βουλή δεν έφερε και δεν έδωσε τη δυνατότητα να είναι πλούσια, να είναι μια συνταγματική αναθεώρηση που θα αφορά πολλά άρθρα». Σχετικά με τα αναθεωρητέα άρθρα σημείωσε ότι «έχουμε συμφωνήσει στην κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας που έχει το άρθρο 86 που αφορά τα ποινικά αδικήματα των υπουργών, όταν αυτά γίνονται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εξισώνουμε τα ισχύοντα για τους υπουργούς με τα ισχύοντα για όλους τους πολίτες». Μάλιστα, συνέχισε η κ. Ράπτη, «ο πρωθυπουργός με συναινετική πρωτοβουλία και διαδικασία ξεκίνησε τις συναντήσεις με τους εκπροσώπους όλων των κομμάτων προκειμένου να μπορέσουμε και στο Σύνταγμα να έχουμε μια συγκεκριμένη τροποποίηση ούτως ώστε να γίνει νόμος του κράτους στη συνέχεια, που δεν θα είναι αντισυνταγματικός και θα μπορεί να επιτρέψει στους συμπολίτες μας που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό, είτε γιατί έφυγαν από την κρίση είτε γιατί εργάζονται κάποια χρόνια και ζουν στο εξωτερικό, να ψηφίζουν από τον τόπο διαμονής τους».
«Αυτό είναι το πιο σημαντικό κατά την άποψή μου από τα άρθρα τα οποία φέρνουμε, γιατί ξέρουμε όλοι ότι αυτό υπήρχε ήδη από το Σύνταγμα του 1975, μέχρι σήμερα όμως δεν είχαμε καταφέρει να μπορέσουμε να εκδώσουμε έναν τέτοιο νόμο. Σήμερα με τη συνταγματική τροποποίηση ο νόμος που θα εκδοθεί, θα μπορέσει να είναι συνταγματικός και σε αυτό να έχουμε συμφωνήσει όλοι», υπογράμμισε.
Ερωτηθείσα, εξάλλου, για τη διαχείριση του προσφυγικού- μεταναστευτικού η κ. Ράπτη αναφέρθηκε στις νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες ασύλου, καθώς και στον σχεδιασμό για τα προαναχωρησιακά κέντρα και τις επαναπροωθήσεις των ατόμων που οι αιτήσεις τους για παροχή ασύλου απορρίπτονται. «Πάνω από 66.000 αιτήσεις ασύλου εκκρεμούν, οι οποίες καθ’ όλη τη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν εξεταστεί. Προχωράμε σε σύσταση και οργάνωση κλειστών κέντρων κράτησης των μεταναστών, δεν θα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθεροι, θα βρίσκονται μέσα, θα εξετάζονται οι αιτήσεις τους και στη συνέχεια θα επαναπροωθούνται στις χώρες από τις οποίες ήλθαν. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ μόνο 1.800 επαναπροωθήσεις έγιναν, ενώ τώρα θα γίνουν πάρα πολύ περισσότερες, όπως υπάρχει η δυνατότητα, φτάνει να τηρούνται οι διαδικασίες και να υπάρχει η πολιτική βούληση», ανέφερε.
*Τη συνέντευξη πήρε η Σοφία Παπαδοπούλου