Αγόρευση – καταπέλτης της εισαγγελέως της έδρας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας, για τους 32 κατηγορούμενους στη δίκη για τις «χρυσές» μίζες, που φέρεται ότι δόθηκαν για τις συμβάσεις των υποβρυχίων επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ.
Η εισαγγελική λειτουργός, η αγόρευση της οποίας δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, εισηγούμενη για τους επτά από τους 32 κατηγορούμενους, ζήτησε να κριθούν ένοχοι οι έξι εξ αυτών.
Ανάμεσα στους κατηγορούμενους είναι και ο Αντώνης Κάντας, τότε αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της Διεύθυνσης Εξοπλισμών.
Η εισαγγελική αγόρευση για τις μίζες των υποβρυχίων
«Αποδείχτηκε», τόνισε η εισαγγελέας, «ότι η υπογραφή των συμβάσεων είχε μεγαλύτερο όφελος για τη γερμανική εταιρεία, σε βάρος του ελληνικού δημοσίου».
«Η Φέροσταλ έπαιρνε 2,5% μίζα στις συμβάσεις και οι εμπλεκόμενοι έπαιρναν 5%, γι’ αυτό και δόθηκε τόσο μεγάλη προκαταβολή, ενώ σε αντίστοιχες περιπτώσεις δεν δινόταν προκαταβολή ούτε 30%», υποστήριξε αναπτύσσοντας την εισήγησή της και πρόσθεσε:
«Η γερμανική Δικαιοσύνη διαπίστωσε», συνέχισε η εισαγγελέας, «ότι και η Ferrostaal προέβαινε σε χρηματισμούς. Τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά πωλήθηκαν στη ΜΑΝ, εταιρεία η οποία ήταν συγγενής με τη Ferrostaal.
Στο Μόναχο, το Μάρτιο του 2010, δόθηκαν υπέρογκες πληρωμές σε αξιωματικούς στην Ελλάδα για την προμήθεια των υποβρυχίων. Οι εταιρείες HDW και Ferrostaal ήταν οι βασικοί ανάδοχοι στις συμβάσεις των υποβρυχίων. Αντικείμενα των συμβάσεων ήταν ο εξοπλισμός των υποβρυχίων και η μεταφορά τεχνογνωσίας. Υπήρξαν πολλά προγράμματα που έμειναν ανεκτέλεστα. Κομβικό σημείο ήταν το Λονδίνο για τη διαχείριση των παράνομων πληρωμών. Βάσει αυτών των στοιχείων, σχηματίστηκε η δικογραφία και έγινε περαιτέρω έρευνα.
Αποδείχτηκε ότι η υπογραφή των συμβάσεων είχε μεγαλύτερο όφελος για τη γερμανική εταιρεία σε βάρος του ελληνικού δημοσίου. Η δωροληψία είχε στόχο να καθυστερήσουν οι υπάλληλοι ή να “φέρουν” πίσω συμβάσεις ώστε αυτές να μην ολοκληρωθούν ή απλώς να μην προχωρήσουν γρήγορα. Γι’ αυτό δόθηκαν χρήματα σε υπαλλήλους του κράτους».