Το Συμβούλιο της Επικρατείας επικύρωσε απόφαση του Εφετείου, για ευθύνη του Δημοσίου για τη μη αφαίρεση παράνομα τοποθετημένης διαφημιστικής πινακίδας επί της Λ. Κηφισίας, που είχε ως αποτέλεσμα να βρει το θάνατο νεαρός οδηγός όταν το αυτοκίνητό του εξετράπη της πορείας και προσέκρουσε στην πινακίδα.
Στο ΣτΕ είχε προσφύγει το Δημόσιο, ζητώντας να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο 24χρόνος οδηγός ήταν συνυπαίτιος του ατυχήματος κατά 99% και ότι η ευθύνη απομάκρυνσης της παράνομης πινακίδας ανήκει στο Δήμο Αμαρουσίου.
Μετά την απόρριψή όμως από το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ των ισχυρισμών του Δημοσίου ως αβάσιμων και αόριστων, επικυρώθηκε η εφετειακή απόφαση με βάση την οποία οι συγγενείς του άτυχου νέου θα λάβουν ως αποζημίωση 350.000 ευρώ, συν τους νόμιμους τόκους.
Το δυστύχημα
Ο άτυχος νέος, το Δεκέμβριο του 2005, στις τέσσερις τα ξημερώματα οδηγούσε το αυτοκίνητό του επί της Λ. Κηφισίας με κατεύθυνση από Αθήνα προς Κηφισιά. Στο ύψος της Helexpo το αυτοκίνητο εξετράπη της πορείας του, προσέκρουσε αρχικά σε οκτώ κολωνάκια και αφού είχε διανύσει 14,80 μ. από την πρώτη πρόσκρουση, ανετράπη και ακινητοποιήθηκε στη σιδερένια κολώνα, ύψους 2,60 μέτρων, η οποία στήριζε τη διαφημιστική πινακίδα (2,20 μ. Χ 1,40 μ.), τύπου «ρακέτα». Το αυτοκίνητο έπεσε πάνω στην κολώνα που στήριζε τη διαφημιστική πινακίδα και αυτή έπεσε στο πεζοδρόμιο, ενώ απαιτήθηκε μία ώρα σχεδόν για τον απεγκλωβισμό του οδηγού από την Πυροσβεστική Υπηρεσία.
Ο οδηγός μετά τον απεγκλωβισμό του διακομίσθηκε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου εξέπνευσε λίγες ώρες αργότερα από καρδιακή ανακοπή συνεπεία «ρήξεως ισθμού αορτής», ενώ σύμφωνα με τη γνωμάτευση του ιατροδικαστή του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος διενήργησε νεκροψία – νεκροτομή, ο θάνατος επήλθε «συνεπεία ρήξεως ανιούσης αορτής τραυματικής αιτιολογίας», κατά το τροχαίο ατύχημα.
Σύμφωνα δε με την έκθεση τοξικολογικής εξετάσεως, δεν διαπιστώθηκε η παρουσία οινοπνεύματος, δηλητηρίου ή εξαρτησιογόνων ουσιών στο αίμα του οδηγού.
Οι συγγενείς του (γονείς, αδελφός και οι δύο γιαγιάδες) προσέφυγαν στη Διοικητική Δικαιοσύνη κατά του Ελληνικού Δημοσίου υποστηρίζοντας ότι το τροχαίο ατύχημα και ο θάνατός του οφείλονταν σε παράνομες παραλείψεις των αρμοδίων οργάνων του Δημοσίου.
Όπως υποστήριζαν, τα όργανα του Δημοσίου υποχρεούνται να εποπτεύουν τους Ο.Τ.Α. για την αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων αφαίρεσης παράνομων διαφημιστικών πινακίδων και την επιβολή προστίμων, ενώ ανέφεραν ότι η διαφημιστική πινακίδα, στην οποία προσέκρουσε το αυτοκίνητο, είχε τοποθετηθεί παράνομα.
Το Διοικητικό Εφετείο Αθήνας έκρινε ότι το Δημόσιο είχε υποχρέωση να απομακρύνει τη διαφημιστική πινακίδα και αυτό ανεξάρτητα από την ίδια υποχρέωση του Δήμου Αμαρουσίου, καθώς και ότι η μη απομάκρυνσή της συνιστούσε μη νόμιμη παράλειψη του Ελληνικού Δημοσίου και όχι αποκλειστική ευθύνη του Δήμου Αμαρουσίου, ενώ έκρινε ότι υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης παράλειψης του Δημοσίου και του θανατηφόρου αποτελέσματος της σύγκρουσης του αυτοκινήτου με τη διαφημιστική πινακίδα.
Παράλληλα, βέβαια, το δικαστήριο έκρινε ότι ο 24χρόνος έχει συνυπαιτιότητα στο ατύχημα κατά 30%. Και αυτό, γιατί παρότι οδηγούσε το αυτοκίνητο «υπό καλές καιρικές συνθήκες και σε καλή και ξηρά κατάσταση της οδού, με επαρκή ορατότητα, επιδεικνύοντας αμέλεια και έλλειψη προσοχής μέσου συνετού οδηγού σε νυχτερινή ώρα», παραβίασε τις διατάξεις του Κ.Ο.Κ., καθώς και την πινακίδα που υπάρχει στο σημείο του ατυχήματος, η οποία περιορίζει τη μέγιστη ταχύτητα σε 70 χλμ. ανά ώρα, ενώ εκείνος κινούταν με ταχύτητα 95χλμ./ώρα περίπου, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου.
Το Διοικητικό Εφετείο επιδίκασε το ποσό των 350.000 ευρώ (συν τους νόμιμους τόκους) στους γονείς, στον αδελφό και τις δύο γιαγιάδες του άτυχου οδηγού ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του γιού, αδελφού και εγγονού.