Το έπος του ‘ 40 μέσα από τα κειμήλια των ηρώων

Το έπος του ‘ 40 μέσα από τα κειμήλια των ηρώων

Του Κλεόβουλου Χατζηβασιλείου/ φωτογραφίες Γιάννης Μωϋσιάδης
Η έκθεση του Πολεμικού Μουσείου Θεσσαλονίκης που είναι αφιερωμένη στο έπος του 1940  υπενθυμίζει μέσα από τα κειμήλια, ένδοξες στιγμές και βοηθά στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης.

Σε αυτόν τον εκθεσιακό χώρο «γεφυρώνεται» το χθες με το σήμερα, καθώς τα ιστορικά κειμήλια που εκτίθενται εκπέμπουν μια ιδιαίτερη γοητεία τα οποία μας μεταφέρουν νοερά στην «καρδιά» του μετώπου της μάχης. Εκεί που η δίψα για την ελευθερία υπερίσχυσε της αριθμητικής υπεροπλίας των ιταλικών στρατευμάτων.

Στην ξενάγηση που μας έκανε στο χώρο ο Βασίλης Νικόλτσιος, ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες ιστορικών κειμηλίων στην Ελλάδα, επισήμανε ότι μέσω των κειμηλίων μπορεί να έρθει κανείς σε «απευθείας επαφή» με την ιστορία.

Ο συλλέκτης Βασίλειος Νικόλτσιος, στην συλλογή «Μνήμες από την νεότερη ελληνική ιστορία».

Αντικρίζοντας κανείς, τα εκθέματα του μουσείου, είναι σαν να συνομιλεί ευθέως με το παρελθόν αλλά και με τους ήρωες της εποχής. Μέσα από τα αντικείμενα αλλά και τα κείμενα που έχουν διασωθεί, γνωρίζει κανείς τους φόβους, τις έγνοιες, τις σκέψεις και τις ελπίδες των στρατιωτών. Ένα χοροχρονικό ταξίδι, από τα μακεδονικά βουνά, έως τον βράχο της ακρόπολης και τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Αντικείμενα που έμειναν πίσω, που κουβαλούν την δική τους ιστορία, μαζί με την καταστροφή και τον θάνατο.

Άνδρες όλων των ηλικιών, μάχονταν στο μέτωπο ενάντια στον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό. Σημαντική, όπως μας εξηγεί ο κ. Νικόλτσιος, ήταν και η συνδρομή των Ελλήνων Εβραίων που κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό και πολέμησαν στην πρώτη γραμμή του Ελληνοϊταλικού μετώπου.

«Στην περιοχή του Καλπακίου ήταν ένας υψηλόβαθμος στρατιωτικός εβραϊκής καταγωγής, Οφριζής, ο οποίος σκοτώθηκε, και αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η εβραϊκή κοινότητα της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τάχθηκε ενεργά στο πλευρό των Ελλήνων», εξηγεί ο κύριος Νικόλτσιος.

Ανάμεσα στα κειμήλια που κοσμούν τους χώρους του μουσείου, δεν μπορεί κανείς φυσικά να μην προσέξει το γράμμα ενός Έλληνα στρατιώτη με… ανοικτό το όνομα του παραλήπτη, που βρέθηκε μέσα στο κοντάκι του όπλου του. 25 Μαρτίου του ’41. «Αγαπητέ μου συνάδελφε γεια σου. Όταν ανοίξεις το πέδιλο και βρεις την επιστολή θα σε παρακαλέσω πολύ να μου απαντήσεις. Η σύστασή μου είναι αυτό» έγραφε.

Έγγραφο από το στρατόπεδο του Ρούπελ, στο οποίο ο διοικητής πιστοποιεί την στράτευση ενός στρατιώτη

Ο ρόλος της Θεσσαλονίκης

Στην Ελλάδα, οι μάχες μαίνονταν, ενώ μετά την συνθηκολόγηση στις 9 Απριλίου του 1941, η πόλη πέρασε σε γερμανική διοίκηση. «Η πόλη βομβαρδίστηκε φυσικά αρκετές φορές από τα ιταλικά αεροπλάνα. Ωστόσο, ουσιαστικά δεν είχε άμεση εμπλοκή, ήταν μακριά από τα κέντρα των επιχειρήσεων, χρησιμοποιήθηκαν τα νοσοκομεία της για την νοσηλεία των τραυματιών, χρησιμοποιήθηκε σαν κέντρο εφοδιασμού και υλικού και στρατιωτών, μετά την ανάρρωση υπήρχαν κέντρα που προωθούσαν ξανά τους στρατιώτες» όπως τόνισε ο κ. Νικόλτσιος.

Σύμφωνα με τον ίδιο: «Η Θεσσαλονίκη δεν είχε ιδιαίτερη εμπλοκή στην περίπτωση αυτή διότι είχε γερμανική διοίκηση, που στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρούνταν λιγότερη δεινή από την βουλγαρική. Βεβαίως οι καταστροφές που άφησαν πίσω τους οι Γερμανοί ήταν απίστευτες, διότι κατέστρεψαν τα πάντα στη πόλη. Υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες πως έβαλαν φωτιά μέχρι και στις αποθήκες τροφίμων που ήταν στο λιμάνι, ρίχνοντας πετρέλαιο. Έκαψαν τα τρόφιμα ενός λαού που πεινούσε. Βύθισαν στην είσοδο του λιμένα πλοία ούτως ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί μετέπειτα. Ανατίναξαν σιδηροδρομικές γέφυρες. Κατέστρεψαν πίσω τους όσες περισσότερες ζωτικές για την πόλη, υποδομές μπορούσανε αφήνοντας μονάχα, κυριολεκτικά καμένη γη».

Ιατροφαρμακευτικό υλικό που έφεραν στο σακίδιο πρώτων βοηθειών, οι Ιταλοί στρατιώτες

Στην έκθεση, «Μνήμες από την Νεότερη Ελληνική Ιστορία», που φιλοξενείται στον επάνω όροφο του Πολεμικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, υπάρχουν κειμήλια, ιδιαίτερης ιστορικής αξίας. Τα προσωπικά αντικείμενα ανθρώπων που συμμετείχαν στον πόλεμο, αφηγούνται τις ιστορίες των πεσόντων που έχουν χαθεί, βάζοντας «φωτιά» στην λήθη που προκαλεί ο χρόνος, υπενθυμίζοντας διαρκώς  πως η μεγαλύτερη μάχη που πρέπει να κερδηθεί, είναι ενάντια στα «τέρατα» του παρελθόντος, που απειλούν να ξαναγεννηθούν από τις στάχτες.

 


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Politik την Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Loading

Play