Στη Δικαιοσύνη για το αποτέλεσμα των εκλογών στον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο προσέφυγε ο ένας εκ των υποψηφίων προέδρων, Κωνσταντίνος Βλαχάκης.
Ο κ. Βλαχάκης ζητά από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών να ακυρωθεί η απόφαση της εφορευτικής επιτροπής με την οποία ανακηρύχθηκε πρόεδρος ο Γιώργος Ρούσκας και να διεξαχθούν επαναληπτικές εκλογές σύμφωνα με το Π.Δ. 36/1999 για την ανάδειξη προέδρου στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο.
Έτσι μπορεί μεν η εφορευτική επιτροπή να επανεξέλεξε, με οριακή πλειοψηφία αυτή τη φορά, πρόεδρο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου τον Γεώργιο Ρούσκα, αλλά για το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα το λόγο θα έχει η Δικαιοσύνη, καθώς στο εκλογικό μέτρο δεν προσμετρήθηκαν τα 130 λευκά ψηφοδέλτια.
Τόσο πάντως η απροκάλυπτη στήριξη του υπουργείου Δικαιοσύνης στο πρόσωπο του Γ. Ρούσκα στο θέμα της άμεσης διεξαγωγής των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, όσο και η σοβαρή εμπλοκή του κυρίου προέδρου στο υπό δικαστική διερεύνηση δεύτερο παραδικαστικό κύκλωμα, μείωσε κατά μια έδρα την εκλογική δύναμη του κ. Ρούσκα. Παρ΄ όλα αυτά πλειοψήφησε λαμβάνοντας συνολικά 7 έδρες (είχε 8) στο νέο Διοικητικό Συμβούλιο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου της Πρωτεύουσας, έναντι 6 εδρών της μειοψηφίας.
Στις επίμαχες αρχαιρεσίες ψήφισαν συνολικά 1.161 συμβολαιογράφοι από τους περίπου 1.400. Εκ των 1.161 ψηφοδελτίων, τα έγκυρα ανήλθαν στα 1.007, ενώ τα λευκά ανήλθαν στα 130 και τα άκυρα στα 24.
Σύμφωνα με την εφορευτική επιτροπή ο επικεφαλής του συνδυασμού «Ενωτική Παρέμβαση Συμβολαιογράφων» κ. Ρούσκας έλαβε 516 ψήφους και ο βασικός αντίπαλος του Κωνσταντίνος Βλαχάκης, ο οποίος κατήλθε στις εκλογές ως ανεξάρτητος, έλαβε 491 ψήφους. Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Βλαχάκης είχε παραδώσει προ ετών τη σκυτάλη της προεδρίας του Συλλόγου στον κ. Ρούσκα.
Όμως, η εφορευτική επιτροπή θεώρησε ως έγκυρα ψηφοδέλτια μόνο αυτά που έλαβαν οι κ.κ. Ρούσκας και Βλαχάκης, χωρίς να προσμετρήσει τα λευκά ψηφοδέλτια στα έγκυρα, αλλοιώνοντας έτσι με αυτό τον τρόπο, το εκλογικό μέτρο και το αποτέλεσμα. Αυτό είχε ως συνέπεια να ανακηρυχθεί πρόεδρος ο κ. Ρούσκας, με 516 ψήφους και δεύτερος με διαφορά 25 ψήφων (491 ψήφους), ο κ. Βλαχάκης.
Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 36/1999 που καθορίζει τον τρόπο διεξαγωγής των αρχαιρεσιών των συμβολαιογράφων, «επιτυχών πρόεδρος είναι εκείνος ο οποίος έλαβε τουλάχιστον τις μισές συν μια των εγκύρων ψήφων».
Έτσι, ο κ. Βλαχάκης προσέφυγε στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και ζητάει να ακυρωθεί η απόφαση της εφορευτικής επιτροπής με την οποία ανακηρύχθηκε πρόεδρος ο κ. Ρούσκας και να διεξαχθούν επαναληπτικές εκλογές σύμφωνα με το Π.Δ. 36/1999 για την ανάδειξη προέδρου στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο.
Ο προσφεύγων επισημαίνει ότι αντισυνταγματικά και παράνομα η εφορευτική επιτροπή δεν προσμέτρησε στα έγκυρα ψηφοδέλτια τα 130 λευκά. Έτσι, τα 516 ψηφοδέλτια που έλαβε ο κ. Ρούσκας είναι λιγότερα από τις μισές συν μια των εγκύρων ψήφων, που προβλέπει το Π.Δ. 36/1999 για την εκλογή πρόεδρου.
Με άλλα λόγια, όταν προστεθούν τα ψηφοδέλτια των δυο μονομάχων (516 και 491) και τα 130 λευκά, το σύνολο των εγκύρων ψηφοδελτίων ανέρχεται στα 1.137. Κατά συνέπεια πρόεδρος εκλέγεται εκείνος που συγκεντρώνει 570 ψήφους.
Όμως, ανακηρύχθηκε πρόεδρος ο κ. Ρούσκας με 54 ψήφους λιγότερους από τους απαιτούμενους, που είναι οι 570. Η εφορευτική επιτροπή όφειλε, επισημαίνεται στην ένσταση του κ. Βλαχάκη, να τηρήσει πιστά τη νομοθεσία και ειδικά το άρθρο 9 του Π.Δ. 36/1999, που αναφέρει ότι «εάν στις αρχαιρεσίες δεν επιτευχθεί η εκλογή προέδρου, επειδή κανένας από τους υποψηφίους δεν συγκέντρωσε το μισό συν ένα των εγκύρων ψηφοδελτίων, η εκλογή για ανάδειξη προέδρου επαναλαμβάνεται την επόμενη ή μεθεπόμενη Κυριακή…. Και κατά την επαναληπτική εκλογή εκλέγεται εκείνος που έχει πάρει τις περισσότερες ψήφους».
Ο κ. Βλαχάκης, επικαλείται την ιστορική υπ΄ αριθμ. 12/2015 απόφαση του Εκλογοδικείου (Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο), η οποία, μεταξύ των άλλων, αναφέρει ότι σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχείρισης αναγκαίο περιεχόμενο «των εγκύρων ψηφοδελτίων είναι ο συνυπολογισμός του συνόλου αυτών, θετικών και λευκών, για την διεξαγωγή του εκλογικού μέτρου ως ελάχιστης έννομης από το Σύνταγμα συνέπειας κάθε έγκυρης ψήφου».
Το αντίθετο, συνεχίζει το Εκλογοδικείο, «θα ισοδυναμούσε με εξομοίωση των λευκών ψήφων «εν τοις πράγμασιν», καίτοι έγκυρων, προς τις άκυρες, δηλαδή τις μη δυνάμενες να επαγάγουν οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα λόγω πλημμελούς δι’ αυτών εκδηλώσεως λαϊκής βουλήσεως». Και συνεχίζει το Εκλογοδικείο: «Η αρχή της ελεύθερης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης στην εκλογή του νομοθετικού σώματος συνεπάγεται αναγκαίως, πέραν της απλής ελευθερίας της εκφράσεως, και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όλων των εκλογέων κατά την άσκηση του εκλογικού των δικαιώματος από πλευράς έννομων συνεπειών, διότι συνταγματικώς απαγορεύεται η εκ των προτέρων πολιτική αχρήστευση έγκυρης ψήφου».