Επιστροφή στην παράδοση και στις γνήσιες συνταγές των γιαγιάδων κάνουν όλο και περισσότεροι καταναλωτές, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια αντί για τα συσκευασμένα ζυμαρικά γνωστών ελληνικών και ξένων πολυεθνικών εταιριών επιλέγουν για τη διατροφή τους προϊόντα μικρών οικοτεχνιών και γυναικείων συνεταιρισμών. Χυλοπίτες, πέτουρα, γιουφκάδες και τραχανάδες, ζυμωμένα με μεράκι και με πρώτες ύλες πρώτης ποιότητας ξεραίνονται αυτή την εποχή κάτω από τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο για να μαγειρευτούν τις κρύες μέρες του χειμώνα.
Μετά το ζύμωμα και το στέγνωμα των ζυμαρικών και των τραχανάδων σειρά παίρνουν τα τουρσιά, οι σάλτσες και τα σπιτικά λικέρ και τα γλυκά κουταλιού που αποτελούν παράδοση για πολλές νοικοκυρές σε διάφορες επαρχιακές κυρίως περιοχές της χώρας. Οι μεγαλύτερες ποσότητες παραδοσιακών προϊόντων που καταλήγουν στην αγορά προέρχονται κυρίως από μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις και συνεταιρισμούς γυναικών, ενώ σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας ζυμώνονται από ηλικιωμένες γυναίκες που συγκεντρώνονται στα σπίτια κάθε χρόνο τέτοια εποχή.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η οικογένεια της Χρυσούλας Ιωαννίδου, στον Κάμπο της Νέας Καλλικράτειας Χαλκιδικής. Στην αυλή και στον κήπο του σπιτιού βλέπουμε μεγάλα τραπέζια, σκεπασμένα με αστραφτερά λευκά τραπεζομάντιλα και τούλι. Το πρώτο, που σκέφτεται κάνεις, είναι ότι ετοιμάζεται κάποιος. Όμως προετοιμάζονται τα χειμωνιάτικα ζυμαρικά, ο τραχανάς και οι χυλόπιτες, που «αναπαύονται» και στεγνώνουν κάτω από τον καυτό ήλιο, αγκαλιά με το ελαφρύ αεράκι που έρχεται από τη θάλασσα…
«Και μπάνια και χυλόπιτες;» ρωτάμε την οικοδέσποινα του εξοχικού, την κα Χρυσούλα Ιωαννίδου. Στην περιοχή βρίσκονται πολλές εξοχικές κατοικίες Θεσσαλονικιών, που πριν από τριάντα περίπου χρόνια, λόγω χαμηλών τιμών στα οικόπεδα, εδώ βρήκαν την καλοκαιρινή τους χαρά.
Με τον αυγουστιάτικο ήλιο που αρχίζει να μην καίει πολύ, με τη ζεστή θάλασσα που γαληνεύει περισσότερες ώρες της ημέρας, οι νοικοκυραίοι παραθεριστές μαζί με τα θαλασσινά μπάνια, προετοιμάζουν τις προμήθειες τους για το χειμώνα.
«Να φύγετε από το ιντερνέτ! Ελάτε στην πραγματική ζωή, στην παράδοση!» λέει στο Ράδιο «Πρακτορείο 104,9» του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων η κα Ιωαννίδου. «Δούλεψα 30 χρόνια ως βοηθητικό προσωπικό στο Ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης και πάντα έλεγα, όταν θα πάρω σύνταξη, θα ασχοληθώ στο εξοχικό με τις προμήθειες για το χειμώνα, να κάνω το τραχανά μου και τις χυλοπίτες μου, που έμαθα από την πεθερά μου, ενώ τα τουρσιά τα είχα μάθει από τη γειτόνισσα μια Πόντια από τη Ρωσία».
«Συνιστώ στους νέους να αφήσουν το διαδίκτυο, να πάνε στις γιαγιάδες τους και να ζητήσουν παλιές συνταγές, να προετοιμάζουν σπιτικές τροφές για τα παιδιά τους» λέει.
Φέτος η κ. Χρυσούλα και ο αδελφός της Δημήτρης Λουκάγκος, επιχειρηματίας από τη Σέρρες, που ήρθε και για διακοπές στο εξοχικό, έκαναν ήδη μαζί πολλές παραδοσιακές λιχουδιές για τους εαυτούς τους, τα παιδιά και τα εγγόνια.
«Εμείς μεγαλώσαμε με τον τραχανά και τα λευκάδια – όπως λέγαμε τις χυλόπιτες. Σήμερα τα μωρά και τα παιδιά τρώνε κρέμες. Η Χρυσούλα έχει πέντε εγγόνια και εγώ επτά και τώρα τα δίδυμα στην Αθήνα. Νιώθω χρέος να ετοιμάζω για τους απόγονους μου μια σωστή τροφή», λέει ο κ. Λουκάγκος.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι τα ζυμαρικά ήταν δώρο των θεών στον άνθρωπο. Η πρώτη αναφορά στην ύπαρξη των ζυμαρικών χρονολογείται γύρω στο 1000 π.χ., στην αρχαία Ελλάδα, όπου η λέξη “λάγανον” (λαζάνια) περιέγραφε μία φαρδιά πλακωτή ζύμη από νερό και αλεύρι, την οποία έκοβαν σε λωρίδες.Φέτος η κ. Χρυσούλα και ο αδερφός της έκαναν χυλοπίτες και τραχανά από 80 κιλά αλεύρι. «Με αυγά και κάποια με κεφαλοτύρι, και μια ποσότητα –δέκα κιλά– αποκλειστικά για τα μωρά μας, που θέλουμε να ξεκινήσουν τη διατροφή τους με υγιεινό παραδοσιακό τρόπο», επισημάνει ο Δημήτρης. Και η κα Χρυσούλα καμαρωτά συμπληρώνει: «Εκτός τον ζυμαρικών, κάναμε φέτος 200 βάζα κομπόστα ροδάκινα άλλα τόσα περίπου σάλτσες ντομάτας, ενώ στη συνέχεια έχουμε να κάνουμε και τουρσιά. Με όλο αυτό το πλούτο που βγάζουμε με τα χέρια μας με πολύ χαρά και αγάπη, είμαι σίγουρη, θα περάσουμε καλό χειμώνα, άλλωστε από το δεκαπενταύγουστο ευχόμαστε πια «καλό χειμώνα!» και αυτό το λέμε, γιατί έχει να κάνει με προετοιμασίες των προμηθειών για το χειμώνα», καταλήγει.
Σοφία Προκοπίδου