Έναν ασύλητο θαλαμοειδή τάφο βρήκαν στην Ιεράπετρα οι αρχαιολόγοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λασιθίου. Αυτός μεταξύ άλλων περιείχε μια λάρνακα με πολύ καλά σωζόμενο σκελετό ενήλικου ατόμου σε συνεσταλμένη στάση, καθώς και αγγεία σε άριστη κατάσταση διατήρησης.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, ο τάφος βρέθηκε κατά τη διάρκεια επείγουσας σωστικής ανασκαφικής έρευνας, η οποία διενεργήθηκε σε ελαιώνα που βρίσκεται στη θέση Ρουσσές, περίπου 800 μέτρα βορειοανατολικά του χωριού Κεντρί Ιεράπετρας.
Εκεί διαπιστώθηκε η ύπαρξη λάκκου διαμέτρου 1,20 μέτρων και βάθους μεγαλύτερου των 2,5 μέτρων, ενώ «μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής αποκαλύφθηκε θαλαμοειδής τάφος σκαμμένος στο μαλακό μαργαϊκό ασβεστόλιθο της περιοχής. Η πρόσβαση στον τάφο γινόταν με κάθετο όρυγμα, ενώ η είσοδος είχε σφραγισθεί από αργολιθοδομή.
Οι τρεις λαξευμένες κόγχες
Το εσωτερικό του τάφου χωριζόταν σε τρείς λαξευμένες κόγχες. Στη νοτιότερη βρέθηκε μια ακέραιη κιβωτιόσχημη λάρνακα με το κάλυμμα στη θέση του. Στο εσωτερικό της υπήρχε ο πολύ καλά σωζόμενος σκελετός ενός ενήλικου ατόμου σε ισχυρά συνεσταλμένη στάση. Στο χώρο μπροστά από τη λάρνακα βρέθηκαν 14 ψευδόστομοι αμφορείς, ένας αμφοροειδής κρατήρας με συμφυές υποστατό και ένα κύπελλο.
Στη βορειότερη κόγχη βρέθηκε μια ακέραιη αλλά θραυσμένη λουτηροειδής λάρνακα χωρίς πώμα και στο εσωτερικό της ο διαβρωμένος σκελετός ενήλικου ατόμου. Στην περιοχή μπροστά από τη λάρνακα βρέθηκαν έξι μικροί ψευδόστομοι αμφορείς και δύο προχοΐδια. Όλα τα αγγεία είναι ακέραια, καλής τέχνης και άριστης διατήρησης.
«Με βάση την κεραμική τυπολογία και σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, ο τάφος μπορεί να χρονολογηθεί στην Υστερομινωϊκή ΙΙΙΑ2-Β περίοδο, περίπου από το 1400 έως το 1200 π.Χ. Ο εντοπισμός του τάφου οφείλεται σε τυχαίο γεγονός και η υπόδειξη στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Λασιθίου έγινε από κάτοικο της περιοχής. Κοντά στην ανασκαφή υπήρχε ένδειξη για την ύπαρξη άλλου τάφου και η έρευνα συνεχίστηκε χωρίς όμως να αποδειχθεί κάτι τέτοιο», αναφέρει η σχετική ανακοίνωση του υπουργείου.
Στη σωστική ανασκαφική έρευνα έλαβε μέρος ομάδα φοιτητών Αρχαιολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.