Ρεπορτάζ: Σταμάτης Βαλασιάδης
Στο έλεος του υπουργείου Υγείας είναι αφημένοι περισσότεροι από 50.000 καρκινοπαθείς όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ της Politik.
Πονοκέφαλος αποδεικνύεται για την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας, αλλά και το κυβερνητικό επιτελείο, η υπόθεση των πλαστών πτυχίων του μέχρι πρότινος διοικητή του κρατικού νοσοκομείου Νίκαιας, Δημήτρη Μπούτου, (ο οποίος διορίστηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ), για την οποία διενεργείται προκαταρκτική ποινική εξέταση. Μπροστά όμως στη δυσβάσταχτη πραγματικότητα που καλούνται να αντιμετωπίσουν χιλιάδες Έλληνες καρκινοπαθείς, πρόκειται για ένα περιστατικό που φαντάζει ως τραγελαφικό «πταίσμα». Μια πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από τη σκανδαλώδη αδιαφορία της κυβέρνησης απέναντι σε αυτήν την τόσο ευαίσθητη πληθυσμιακή ομάδα.
Ένα από τα απροσπέλαστα εμπόδια που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι περίπου πενήντα χιλιάδες Έλληνες καρκινοπαθείς, πέρα από την «τακτική έλλειψη γιατρών ογκολόγων σε πολλά περιφερειακά νοσοκομεία, χημειοθεραπευτικών φαρμάκων και κλινών», σύμφωνα με όσα δήλωσε στην Politik ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), Μιχάλης Γιαννάκος, αποτελεί η αδυναμία τους να κάνουν τη διαγνωστική εξέταση PET CT- SCAN. Την εξέταση, δηλαδή, που ανιχνεύει τον καρκίνο τη στιγμή που εγκαθίσταται και ξεκινά η αλλοίωση του κυττάρου.
Αυτή η αδυναμία προέκυψε «λόγω έλλειψης του ραδιοφαρμάκου που προμηθεύεται μονοπωλιακά στα νοσοκομεία από μια ιδιωτική εταιρεία. Ως αποτέλεσμα οι καρκινοπαθείς υποβάλλονται σε μια μεγάλη ταλαιπωρία και κόστος προκειμένου να πραγματοποιήσουν αυτή την εξέταση ζωής».
Όπως εξηγεί ο κ. Γιαννάκος, βάσει των διεθνών στάνταρ «θα πρέπει ανά 750.000 κατοίκους να λειτουργεί ένα μηχάνημα PET CT. Στον αριθμό και την αναλογία θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν ο αριθμός των ασθενών από καρκίνο, καθώς και η γεωγραφική κατανομή τους». Έτσι, στην Ελλάδα θα έπρεπε να λειτουργούν «τουλάχιστον 15 μηχανήματα PET CT. Παρόλα αυτά, πριν ενάμιση χρόνο λειτουργούσαν πέντε». Σήμερα και παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της ΠΟΕΔΗΝ, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έχει προστεθεί μόλις ένα μηχάνημα PET CT. Αυτό οδηγεί στη διενέργεια τριάντα εξετάσεων ημερησίως, «όταν οι ανάγκες είναι τουλάχιστον οι διπλές και οι λίστες αναμονής διμηνιαίες. Πρόκειται για πολύ επικίνδυνο διάστημα για την διάχυση του καρκίνου» εξηγεί ο κ. Γιαννάκος.
Το οικονομικό κόστος είναι δυσβάσταχτο, αφού «όλα τα PET CT βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη και την Αττική πλην ενός. Έτσι, λόγω εξόδων και ταλαιπωρίας πολλοί ασθενείς αποφεύγουν να κάνουν την εξέταση που σώζει ζωές». Η συγκεκριμένη εξέταση στον ιδιωτικό τομέα χρεώνεται με 1.500 ευρώ και εγκρίνεται από επιτροπή του ΕΟΠΥΥ, με τον ασθενή να επιβαρύνεται περίπου 500 ευρώ -15% συμμετοχή και άλλα έξοδα-, που σε συνδυασμό με τα έξοδα μετακίνησης την καθιστούν «απαγορευτική».
Ο μονοπωλιακός χαρακτήρας του φαρμάκου «εκτοξεύει την τιμή του»
Το εξοργιστικό της υπόθεσης είναι «ο μονοπωλιακός χαρακτήρας προμήθειας του απαραίτητου για την εξέταση φαρμάκου από μια ιδιωτική μονάδα παραγωγής κυκλότρου που χρεώνεται με 750 ευρώ για κάθε ασθενή. Εάν δεν υπήρχε αυτό το μονοπώλιο, η τιμή του ραδιοφαρμάκου θα κόστιζε 250 ευρώ». Τα μηχανήματα PET CT κοστίζουν περίπου 1.3 εκατομμύρια ευρώ και η μονάδα παραγωγής κυκλότρου περίπου 2 εκατομμύρια ευρώ, όμως σύμφωνα με τον κ. Γιαννάκο οι επενδύσεις που θα αποσυμφορούσαν τις λίστες αναμονής, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Ακόμα, η Περιφέρεια Αττικής που ενέκρινε την προμήθεια ενός μηχανήματος και δύο κυκλότρου παραγωγής ραδιοφαρμάκου «καθυστερεί πολύ την ολοκλήρωση του διαγωνισμού», ενώ το υπουργείο Υγείας καθυστερεί αντίστοιχα να ξεκινήσει τις διαδικασίες υποδοχής της δωρεάς του Ιδρύματος Νιάρχου για εγκατάσταση ενός PET CT και ενός κυκλότρου στα νοσοκομεία ΠΓΝ Ιωαννίνων και ΠΓΝ Ρίου αντίστοιχα.
«Εξυπηρετούνται εταιρείες και κύκλωμα διακίνησης συσκευών»
Τεράστια είναι τα προβλήματα αναφορικά και με την ελαστομερή αντλία έγχυσης χημειοθεραπείας, που μέχρι και τις 31 Οκτωβρίου χορηγούνταν σε όσους υποβάλλονταν σε χημειοθεραπείες «αποκλειστικά και μόνο από τα φαρμακεία των νοσοκομείων». Πρόκειται για ένα port που «εμφυτεύεται σε κεντρική φλέβα του οργανισμού, προκειμένου να λαμβάνει ο ασθενής τα χημειοθεραπευτικά του φάρμακα, που τοποθετούνται στην αντλία συσκευής που συνδέεται με το port». Όταν χρησιμοποιείται η συγκεκριμένη μέθοδος έγχυσης των χημικοθεραπευτικών φαρμάκων -έως 15 φορές-, το port τοποθετείται την πρώτη φορά, ενώ τα νοσοκομεία «για να αποφύγουν το κόστος του σετ προμηθεύονται ξεχωριστά το port από τις αντλίες». Αναφορικά με το κόστος, η κάθε αντλία κοστίζει «περίπου 25 ευρώ και είναι μιας χρήσεως», ενώ το port «εμφυτεύεται μια φορά και χρησιμοποιείται για όλο τον κύκλο των θεραπειών. Κοστίζει 100-150 ευρώ και με αυτά τα χρήματα τα προμηθεύονται τα νοσοκομεία».
Από την 1η Νοεμβρίου όμως -βάσει του ΦΕΚ 4898- άλλαξε ο τρόπος χορήγησης, επειδή τροποποιήθηκε ο ενιαίος κανονισμός παροχών υγείας του ΕΟΠΥΥ, αφού η αντλία με το port χορηγείται πλέον «με ιατρική συνταγή παραπεμπτικό ΕΟΠΠΥ ως σετ από τους παρόχους του ΕΟΠΥΥ». «Το σκάνδαλο για το δημόσιο χρήμα», σύμφωνα με τον κ. Γιαννάκο, έγκειται στο ότι βάσει του ΦΕΚ 532/16-2-2018, το συγκεκριμένο σετ «κοστολογήθηκε και αποζημιώνεται στις φαρμακευτικές εταιρείες από τον ΕΟΠΥΥ στα 600 ευρώ, δηλαδή 400- 450 ευρώ περισσότερο από τα χρήματα που το προμηθεύονται τα νοσοκομεία».
Η απίστευτη αυτή υπερκοστολόγηση που βαραίνει το Δημόσιο, δεν είναι το μόνο ζήτημα, αφού ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ κατήγγειλε ότι «γιατροί, ογκολόγοι και φαρμακοποιοί νοσοκομείων δέχονται ήδη ντίλερ των εταιρειών για να εξηγούν ότι η συγκεκριμένη αντλία έγχυσης του χημειοθεραπευτικού φαρμάκου συνταγογραφείται και θα πρέπει ο ασθενής να την προμηθεύεται από παρόχους και όχι από τα νοσοκομεία. Άλλωστε, όσοι εισάγονται σε νοσοκομεία για να υποβληθούν σε χημειοθεραπεία μπορούν από την 1η Νοεμβρίου 2018 να φέρνουν φάρμακα από εταιρείες ιατρικών ειδών. Έδωσαν τη δυνατότητα στις εταιρείες να κάνουν “πάρτυ” στα δημόσια νοσοκομεία. Με την υπερκοστολόγηση και το κόλπο με τη χρέωση της αντλίας κάθε φορά, το κέρδος των εταιρειών είναι απίστευτο. Ακόμα κι αν διέλαθε της προσοχής του υπουργείου, πρόκειται για ένα σκάνδαλο, μέσω του οποίου εξυπηρετούνται συγκεκριμένες εταιρείες και το κύκλωμα διακίνησης συσκευών».
Δεν κάνουν ακτινοθεραπείες 13 χιλιάδες καρκινοπαθείς
Εξίσου αποθαρρυντικά είναι τα στοιχεία αναφορικά με τις ακτινοθεραπείες, αφού «δεκατρείς χιλιάδες καρκινοπαθείς κάθε χρόνο δεν προλαβαίνουν να υποβληθούν σε ακτινοθεραπεία. Βάσει των διεθνών δεδομένων, χρειάζονται έξι με επτά ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους, όσα δηλαδή διαθέτουν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία λειτουργούν συνολικά μόλις 27 ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα, λιγότερα από τρία ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους. Γεγονός που εξηγεί τις μεγάλες λίστες αναμονής», εξηγεί ο κ. Γιαννάκος. Από τα παραπάνω ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα τα δέκα προέρχονται από δωρεές, κάποια εκ των οποίων είτε δεν λειτουργούν πλήρως, είτε δεν έχουν καν τεθεί σε λειτουργία λόγω ελλείψεων προσωπικού.
Για το έτος 2017, στα 27 ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα του δημοσίου, «έκαναν ακτινοθεραπεία 13.520 καρκινοπαθείς σε 325.000 συνεδρίες. Ακόμα 9.266 καρκινοπαθείς έκαναν ακτινοθεραπεία σε 199.000 συνεδρίες στον ιδιωτικό τομέα. Συνολικά, εξυπηρετήθηκαν 22.768 ασθενείς σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα». Αριθμός πολύ μικρότερος, από τους 35 χιλιάδες ασθενείς, που σύμφωνα με τον κ. Γιαννάκο χρειάζονται κάθε χρόνο ακτινοθεραπεία.
Αναφορικά με τα ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα του ιδιωτικού τομέα, οι ασθενείς επιβαρύνονται με περίπου 15% του κόστους θεραπείας, η οποία ανέρχεται περί τα 2.500 ευρώ και το σύνολο της αμοιβής του γιατρού που φθάνει τις δύο χιλιάδες ευρώ. «Πόσοι καρκινοπαθείς μπορούν σήμερα να ξοδέψουν αυτά τα χρήματα;», διερωτάται ο κ. Γιαννάκος. Άλλωστε, παρότι τα ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα είναι λιγοστά, δεν διευρύνεται το ωράριο λειτουργίας τους, με αποτέλεσμα «οι λίστες αναμονής να είναι δύο με τρεις μήνες, διάστημα που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνά το προσδόκιμο ζωής των καρκινοπαθών».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Politik την Παρασκευή 08 Φεβρουαρίου 2019