Όσο περνάνε τα χρόνια, οι κάτοικοι της Αθήνας αντιμετωπίζουν ολοένα μεγαλύτερο θερμικό κίνδυνο για το σώμα τους και παράλληλα νιώθουν περισσότερη θερμική δυσφορία, ακόμη και τις νυχτερινές ώρες, σύμφωνα με νέα έρευνα επιστημόνων του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΙΕΠΒΑ) του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών(ΕΑΑ).
Επιπλέον, σταδιακά εμφανίζονται ολοένα πιο πρόωρα και ταυτόχρονα αυξάνονται σε διάρκεια μέσα στο έτος οι μέρες και οι νύχτες που υπάρχει θερμικό στρες, ενώ η κατάσταση προβλέπεται να γίνει ακόμη χειρότερη τις επόμενες δεκαετίες.
Οι ερευνητές, που έκαναν σήμερα σχετική ανακοίνωση στο διεθνές συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γεωεπιστημών (EGU) στη Βιέννη, μελέτησαν την μεταβολή των επιπέδων θερμικού στρες στην Αθήνα κατά τα τελευταία 50 χρόνια, με βάση μετρήσεις του ιστορικού κλιματικού σταθμού του ΕΑΑ στο Θησείο. Την ερευνητική ομάδα αποτελούσαν οι Γιώργος Καταβούτας, Δήμητρα Φουντά, Κώστας Β.Βαρώτσος και Χρήστος Γιαννακόπουλος.
Χρησιμοποιήθηκαν δύο βιοκλιματικοί δείκτες, ο Heat Index (HI) και ο Humidex (HD), οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τη συνδυασμένη επίδραση της θερμοκρασίας και της υγρασίας στα επίπεδα θερμικής άνεσης ή δυσφορίας στον ανθρώπινο οργανισμό. Οι δείκτες αυτοί είναι ευρέως διαδεδομένοι και χρησιμοποιούνται από πολλές υπηρεσίες και οργανισμούς παγκοσμίως.
Έντονο θερμικό στρες
Σύμφωνα με την έρευνα, η συχνότητα εμφάνισης έντονου θερμικού στρες («hot-extreme caution» σύμφωνα με την κλίμακα του HI ή «great discomfort- avoid exertion» σύμφωνα με την κλίμακα του HD) είναι στην Αθήνα δύο έως τρεις φορές μεγαλύτερη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μετά, σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες.
Η έρευνα αποκαλύπτει επίσης τη σταδιακή αύξηση της διάρκειας της περιόδου (εποχής) της θερμικής δυσφορίας, που παρατηρείται κατά τα τελευταία 50 χρόνια.
Οι ημέρες έντονης δυσφορίας (great discomfort-HD index) ξεκινούν σταδιακά νωρίτερα και επεκτείνονται αργότερα μέσα στο χρόνο, με αποτέλεσμα η χρονική περίοδος της θερμικής δυσφορίας κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες να είναι πλέον διπλάσια σε σχέση με την αντίστοιχη στη δεκαετία του 1970.
Όπως δήλωσε η Δ. Φουντά στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, «είναι εντυπωσιακό ότι ακόμα και κατά τις νυχτερινές ώρες η συχνότητα εμφάνισης έντονης ή μέτριας θερμικής δυσφορίας έχει τριπλασιαστεί κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Αυτό αυξάνει ακόμα περισσότερο τον θερμικό κίνδυνο, αφού κατά τις νυχτερινές ώρες ο ανθρώπινος οργανισμός δεν μπορεί εύκολα να “ανακάμψει” από το θερμικό στρες της ημέρας.»
Υπερδιπλασιασμός της συχνότητας εμφάνισης έντονης δυσφορίας κατά το τέλος του 21ου αιώνα
Εκτός από τις παρατηρούμενες τάσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η έρευνα πραγματοποίησε και μια προσομοίωση του μελλοντικού κλίματος στην Αθήνα, με τη χρήση κατάλληλων κλιματικών μοντέλων προσαρμοσμένων στην περιοχή.
Οι προσομοιώσεις έδειξαν ένα υπερδιπλασιασμό της συχνότητας εμφάνισης έντονης δυσφορίας κατά το τέλος του 21ου αιώνα (2071-2100), σε σχέση με την περίοδο αναφοράς (1971-2000). Όλα τα αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν και από τους δύο βιοκλιματικούς δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν.
Η κ. Φουντά τόνισε ότι «η έκθεση του πληθυσμού σε αυξημένο θερμικό κίνδυνο αποτελεί αυτή τη στιγμή μια από τις σημαντικότερες απειλές για την ανθρώπινη υγεία παγκοσμίως. Οι κάτοικοι των πόλεων είναι πιο ευπαθείς, λόγω της αθροιστικής επίδρασης του φαινομένου της Αστικής Θερμικής Νησίδας.
Η παγκόσμια θέρμανση, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αστικοποίηση, αλλά και τη “γήρανση” του πληθυσμού -ιδιαίτερα στις ευρωπαϊκές χώρες- εκτοξεύουν τον θερμικό κίνδυνο. Είναι σημαντικό να εκτιμήσουμε, να κατανοήσουμε και να επισημάνουμε τον κίνδυνο αυτό, προκειμένου να ληφθούν κατάλληλα μέτρα από την πολιτεία για τον μετριασμό και την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση του κινδύνου».
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος “ΘΕΣΠΙΑ 2” (Θεμελίωση Συνεργιστικών και ολοκληρωμένων μεθοδολογιών και εργαλείων παρακολούθησης, διαχείρισης και πρόγνωσης Περιβαλλοντικών παραμέτρων και πιέσεων»), που εντάσσεται στη «Δράση Στρατηγικής Ανάπτυξης Ερευνητικών και Τεχνολογικών Φορέων» και χρηματοδοτείται από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία» στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020, με τη συγχρηματοδότηση της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης).