Ακύρωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας τις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις που είχε εγκρίνει ο δήμος Πεντέλης και η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής επί των οδών Αγίας Μαρίνης και Περικλέους.
Ο δήμος Πεντέλης με τις επίμαχες κυκλοφοριακές ρυθμίσεις επιχείρησε την ανακατανομή της κυκλοφορίας στις οδούς Αγίας Μαρίνης και Περικλέους.
Στο ΣτΕ είχαν προσφύγει δύο κάτοικοι της Πεντέλης οι οποίοι είναι ιδιοκτήτες διαμερίσματος επί της οδού Περικλέους ζητώντας να ακυρωθούν:
Η από 25.11.2014 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πεντέλης για τη θέσπιση κυκλοφοριακών ρυθμίσεων στις οδούς Αγίας Μαρίνης και Περικλέους της Δημοτικής Κοινότητας Μελισσίων του εν λόγω Δήμου και η από 27.4.2015 απόφαση του γενικού γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής για την έγκριση των επίμαχων κυκλοφοριακών ρυθμίσεων και γ) η από 27.4.2015 συμπληρωματική της τελευταίας.
Οι κάτοικοι υποστήριζαν ότι οι επίμαχες κυκλοφοριακές ρυθμίσεις έχουν επιφέρει σημαντική κυκλοφοριακή επιβάρυνση στην οδό Περικλέους, με συνέπεια τον αυξημένο κίνδυνο προκλήσεως τροχαίων ατυχημάτων, καθώς και την υποβάθμιση των συνθηκών διαβιώσεως των κατοίκων της περιοχής.
Το Δ’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας έκανε δεκτή την αίτηση των δύο κατοίκων και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις κρίνοντας ότι «δεν προκύπτει η συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων για τη θέσπιση των επίμαχων ρυθμίσεων».
Κατά τη δικαστική απόφαση οι θεσπιζόμενες «κυκλοφοριακές ρυθμίσεις στηρίζονται σε ανεπαρκώς τεκμηριωμένη τεχνική έκθεση – μελέτη».
Σύμφωνα με το ΣτΕ από τη σχετική μελέτη και τα στοιχεία προκύπτει ότι «οι επίμαχες οδοί συνδέονται κυκλοφοριακά και με μεγαλύτερες οδικές αρτηρίες (οδό Σωκράτους, Παναγή Τσαλδάρη, Κουντουριώτου, καθώς και τη Λεωφόρο Νέας Πεντέλης), οι οποίες δεν εξυπηρετούν μόνον την τοπική κυκλοφορία, αλλά δέχονται κυκλοφοριακή επιβάρυνση και από την ευρύτερη περιοχή».
Κι ακόμα ότι «υπό τα δεδομένα αυτά, για την επάρκεια και την πληρότητα της συνοδεύουσας τις εν λόγω κυκλοφοριακές ρυθμίσεις μελέτης, έπρεπε να παρατίθενται συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με την κυκλοφοριακή λειτουργία των οδών της περιοχής της μελέτης, προκειμένου να μπορεί να διαπιστωθεί αν οι οδοί αυτές εξυπηρετούν μόνον την τοπική κυκλοφορία ή αν αναμένεται ότι οι εν λόγω οδοί μπορεί να χρησιμοποιούνται για τη διοχέτευση της διαμπερούς κυκλοφορίας της ευρύτερης περιοχής».
Και αυτό, γιατί «στην τελευταία αυτή περίπτωση, για την αντιμετώπιση του προβλήματος της διοχέτευσης της διαμπερούς κυκλοφορίας, η βέλτιστη λύση έπρεπε να μελετηθεί σε επίπεδο γενικότερων κυκλοφοριακών διευθετήσεων και όχι μόνον σε επίπεδο ανακατανομής του κυκλοφοριακού φόρτου μεταξύ δύο γειτονικών οδών προοριζομένων για την υποδοχή της τοπικής κυκλοφορίας μιας περιοχής αμιγούς κατοικίας, όπως η επίμαχη περιοχή».