«Οι εκπαιδευμένοι νοσηλευτές στον Διαβήτη προσφέρουν γνώση, χρόνο και καρδιά στους ασθενείς και κάνουν τη διαφορά» είναι το μήνυμα της ενημερωτικής εκστρατείας για τον Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ) της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας (ΕΔΕ), στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας Διαβήτη (14 Νοεμβρίου).
Στόχος της εκστρατείας είναι η ευαισθητοποίηση του κοινού για την πρόληψη του ΣΔ, η ενημέρωσή του αναφορικά με τις επιπτώσεις της νόσου, καθώς και η ανάδειξη του ρόλου του εκπαιδευμένου νοσηλευτή στη διαχείρισή της από τον ασθενή.
Στην ίδια φιλοσοφία και το μήνυμα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Διαβήτη (IDF), «Οι νοσηλευτές κάνουν τη διαφορά στον Διαβήτη», επισημαίνοντας την ανάγκη εκπαίδευσης περισσότερων νοσηλευτών ώστε να βοηθούν τους ανθρώπους που ζουν με διαβήτη να κατανοήσουν και να διαχειριστούν αποτελεσματικά την κατάστασή τους. Σύμφωνα με τον IDF, σήμερα περισσότεροι από 460 εκατομμύρια άνθρωποι εκτιμάται ότι ζουν με διαβήτη, παγκοσμίως, ένας αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί σε 578 εκατομμύρια μέχρι το 2030. Μόνο πέρυσι, ο ΣΔ ευθυνόταν για 4,2 εκατομμύρια θανάτους και για δαπάνες υγείας τουλάχιστον 760 δισεκατομμυρίων δολαρίων, 10% του συνολικού ποσού που δαπανήθηκε για την υγειονομική περίθαλψη. Ο αντίκτυπος του διαβήτη έχει γίνει ακόμη πιο έντονος τη φετινή χρονιά, καθώς σε διάφορες περιοχές οι μισοί από τους ανθρώπους που διαγνώστηκαν με την COVID-19 είχαν Σακχαρώδη Διαβήτη. Καθώς ο επιπολασμός του διαβήτη συνεχίζει να αυξάνεται σε όλον τον κόσμο, απαιτούνται περισσότεροι εκπαιδευμένοι νοσηλευτές για να βοηθήσουν τους ανθρώπους που επηρεάζονται από διαβήτη, να αποφύγουν πιθανές σοβαρές επιπλοκές που αλλάζουν τη ζωή τους -όπως καρδιακές προσβολές, εγκεφαλικά επεισόδια, απώλεια όρασης, νεφροπάθεια και ακρωτηριασμός των άκρων- και να τους συμβουλεύσουν στην υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει προειδοποιήσει για την έλλειψη 5,9 εκατομμυρίων νοσηλευτών σε παγκόσμιο επίπεδο, τονίζοντας ότι οι απόφοιτοι νοσηλευτές θα πρέπει να αυξηθούν κατά 8% ετησίως για να ξεπεραστεί το έλλειμμα έως το 2030.
Ο πρόεδρος της ΕΔΕ, ομότιμος καθηγητής Παθολογίας και Μεταβολικών Παθήσεων ΕΚΠΑ, Γεώργιος Δημητριάδης, αναφερόμενος στον ρόλο του νοσηλευτή, σημείωσε ότι «ο ρόλος του εκπαιδευμένου νοσηλευτή στον ΣΔ είναι καθοριστικός, καθώς αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ γιατρού και ασθενή. Συμβάλλει στη βελτίωση των κλινικών αποτελεσμάτων, στην καλύτερη γλυκαιμική ρύθμιση και τη μείωση των οξέων και χρόνιων επιπλοκών και κατ’ επέκταση των ημερών νοσηλείας. Ταυτόχρονα, εκπαιδεύει τον ασθενή στην αυτοδιαχείριση της νόσου και στον σωστό τρόπο εφαρμογής της θεραπείας, προσφέροντάς του, παράλληλα, ψυχοσυναισθηματική υποστήριξη». Για την ανάγκη αύξησης των εκπαιδευμένων νοσηλευτών. ο πρόεδρος της ΕΔΕ υπογράμμισε: «Το 2016, ο στόχος για τη Μεγάλη Βρετανία ήταν να υπάρχει “Κλινικός Ειδικός Νοσηλευτής στον Διαβήτη” σε όλα τα νοσοκομεία, σε αντιστοιχία τουλάχιστον ένας ανά 250 κρεβάτια. Στις ευρωπαϊκές χώρες, η αντιστοιχία γιατρών είναι 3/1.000 κατοίκους, και νοσηλευτών 8,7/1.000 κατοίκους. Στην Ελλάδα, τα αντίστοιχα στοιχεία είναι 6,6 γιατροί/1.000 κατοίκους και 1,6 νοσηλευτές/1.000 κατοίκους, αποτυπώνοντας μία δραματική υποστελέχωση των δημόσιων νοσοκομείων με νοσηλευτές. Δραματικό είναι, επίσης, το πρόβλημα της υποστελέχωσης των 21 Διαβητολογικών Κέντρων (ΔΚ) και 84 Διαβητολογικών Ιατρείων (ΔΙ) στις Παθολογικές Κλινικές των δημόσιων νοσοκομείων, όχι μόνο από εκπαιδευμένους νοσηλευτές αλλά και από ειδικούς παθολόγους-διαβητολόγους, όπως παρατήρησε ο πρόεδρος της ΕΔΕ, ζητώντας να γίνουν άμεσες ενέργειες για την έναρξη της εξειδίκευσης παθολόγων/παιδιάτρων στον Σακχαρώδη Διαβήτη. Διαφορετικά, όπως είπε, τα Διαβητολογικά Κέντρα/Διαβητολογικά Ιατρεία θα οδηγηθούν ταχύτατα σε αδυναμία περίθαλψης των ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη, με ολέθριες συνέπειες για την υγεία τους.
Στον επιπολασμό του ΣΔ παγκοσμίως αλλά και στη χώρα μας αναφέρθηκε ο αντιπρόεδρος της ΕΔΕ, παθολόγος-διαβητολόγος, δρ. Σταύρος Παππάς. «Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 (ΣΔτ2) έχει λάβει διαστάσεις “επιδημίας”. Ένας στους 2 ανθρώπους, σχεδόν το 50% σε όλον τον κόσμο, παραμένουν αδιάγνωστοι, ενώ περισσότερο από ένα εκατομμύριο παιδιά και έφηβοι πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1. Μέγιστο πρόβλημα αποτελεί και ο μεγάλος αριθμός με προδιαβήτη (374 εκατομμύρια). Πρόκειται για άτομα με διαταραχές της ομοιόστασης της γλυκόζης, οι μισοί εκ των οποίων, σε 5-10 χρόνια ενδέχεται να παρουσιάσουν Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2», επεσήμανε.
Σημαντικές μελέτες, που έχουν διεξαχθεί στη χώρα μας αναφορικά με τον επιπολασμό του ΣΔ, έχουν δείξει ότι ο ΣΔ παρουσιάζει ανοδική τάση τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με τη μελέτη ΕΜΕΝΟ (Εθνική Μελέτη Νοσηρότητας και Παραγόντων Κινδύνου), που έγινε με τη συνεργασία των Ιατρικών Σχολών της χώρας και ολοκληρώθηκε το 2016, η συχνότητα του ΣΔτ2 έχει τετραπλασιασθεί τα τελευταία 30 χρόνια και υπολογίσθηκε στο 11-12% του πληθυσμού. Επίσης, ο αντιπρόεδρος της ΕΔΕ σημείωσε ότι «αποτελεί επιτακτική ανάγκη η κατάρτιση ενός εθνικού σχεδίου δράσης σε δύο κατευθύνσεις: Καλύτερη αντιμετώπιση των διαβητικών ασθενών και πρόληψη του ΣΔ.
Για την ορθή διαχείριση του ατόμου με ΣΔ, κυρίως αυτού με χρόνιες επιπλοκές, μίλησε ο γγ της ΕΔΕ, Ανδρέας Μελιδώνης, τονίζοντας ότι «οι χρόνιες επιπλοκές του ΣΔ αποτελούν πραγματικά τη μεγάλη μάστιγα της νόσου, καθώς ο ΣΔ διπλασιάζει έως τετραπλασιάζει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων». Όσον αφορά την πανδημία, o κ. Μελιδώνης υπογράμμισε πως «σύμφωνα με στοιχεία, μέχρι και 50% όσων διαγνώστηκαν με Cοvid-19 πάσχουν και από διαβήτη, ενώ οι διαβητικοί ασθενείς με Covid-19 έχουν τετραπλάσιο κίνδυνο θνητότητας, συγκριτικά με τους μη διαβητικούς με Covid-19. Oι νοσηλευόμενοι με Covid διαβητικοί ασθενείς που παρουσιάζουν καλή γλυκαιμική ρύθμιση κατά την νοσηλεία τους μειώνουν κατά 80% τον κίνδυνο θνητότητας σε σχέση με τους αρρύθμιστους».
Στους τρόπους αντιμετώπισης του ΣΔ αναφέρθηκε η MD, PhD Μαγδαληνή Μπριστιάνου, ταμίας της ΕΔΕ, παθολόγος-διαβητολόγος, διευθύντρια Παθολογικής Kλινικής Γ. Ν. Λαμίας: «Για την αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη είναι αναγκαίες παρεμβάσεις που στοχεύουν σε εξατομικευμένες διατροφικές τροποποιήσεις, αύξηση της σωματικής δραστηριότητας, κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και τακτική ιατρική παρακολούθηση».