Του δρ. Γιώργου Κωνσταντινίδη, οικονομολόγου
Εύχομαι Καλή Χρονιά, με υγεία, χαρά και δημιουργία σε όλους!
Αυτή τη φορά θα ξεφύγω εντελώς από τη θεματολογία των προηγούμενων άρθρων μου και θα αναφερθώ σε ένα πολιτιστικό θέμα, που, μερικές φορές, με προβληματίζει, κυρίως όταν ακούω ελληνική μουσική. Η μουσική αποτελεί για εμένα, όπως και για πολλούς άλλους ανθρώπους, μια μορφή ψυχαγωγίας και χαλάρωσης από την καθημερινότητα. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω μαθήματα πιάνου, κλασικής μουσικής σε ωδεία, από τα παιδικά έως τα εφηβικά μου χρόνια και έτσι να καλλιεργηθώ μουσικά, να μπορώ να διακρίνω το ποιοτικό μουσικό άκουσμα από το ευτελές, το ποιοτικά υποβαθμισμένο και το πρόχειρο.
Κατά τα παιδικά μας χρόνια ακούγαμε με την αδερφή μου διάφορα είδη ελληνικής και ξένης μουσικής, καθώς οι γονείς μας ήταν “δεκτικοί” σε κάθε μουσικό άκουσμα, προτιμώντας, βέβαια, την ελληνική μουσική. Όταν λοιπόν αναφέρομαι στην ελληνική μουσική με την οποία “γαλουχήθηκα”, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο, εννοώ τη μουσική και τα τραγούδια των Βασίλη Τσιτσάνη, Γιώργου Ζαμπέτα, Γιώργου Μητσάκη, Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Μίμη Πλέσσα, Σταύρου Ξαρχάκου, Γιάννη Μαρκόπουλου, Γιάννη Σπανού, Μάριου Τόκα, Γιώργου Χατζηνάσιου, Θάνου Μικρούτσικου, Χρήστου Νικολόπουλου και τόσων άλλων αγαπημένων Ελλήνων συνθετών. Τα μουσικά ακούσματα που είχαμε από μικρά παιδιά μας πρόσφεραν πολλά και μπορώ να ισχυριστώ ότι μας βοήθησαν ως ένα βαθμό να είμαστε γενικά ισορροπημένοι ως χαρακτήρες, αφού η μουσική διαπλάθει σωστές προσωπικότητες και ευαισθητοποιεί τους ανθρώπους.
Τα τραγούδια που γράφτηκαν από το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά και κυρίως τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 υπήρξαν καθοριστικής σημασίας, γιατί έδωσαν νέα πνοή στο ελληνικό τραγούδι, θέτοντας πλέον τις στέρεες βάσεις για τη διαμόρφωση του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Αναμφισβήτητα δύο από τους κορυφαίους, αν όχι οι κορυφαίοι πρωτεργάτες για τη μεταμόρφωση της ελληνικής μουσικής, ήταν οι μεγάλοι μας μουσικοσυνθέτες, Μάνος Χατζιδάκις και Μίκης Θεοδωράκης. Οι δυο τους συνολικά και ταυτόχρονα ο καθένας τους ξεχωριστά πρωτοστάτησαν στην σύνθεση ποιοτικών τραγουδιών καθώς και στην μελοποίηση σπουδαίων Ελλήνων ποιητών και στιχουργών, όπως είναι ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος κ.ά. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησαν μουσικά αριστουργήματα και με τα μνημειώδη έργα τους γνωστοποίησαν στο ευρύ κοινό την ποίηση και “επικοινώνησαν”, για να κάνω χρήση ενός σύγχρονου όρου, τα ποιητικά δημιουργήματα των μεγάλων Ελλήνων ποιητών στις λαϊκές μάζες. Πρόσφεραν έτσι μια πρωτόγνωρη μουσική εμπειρία και μια υψηλή μουσική παιδεία στον ελληνικό λαό, ο οποίος αγκάλιασε με μεγάλη θέρμη και εξέφρασε την τεράστια αποδοχή του προς την μελοποιημένη ποίηση, μετατρέποντας σε ανεπανάληπτες επιτυχίες πολλά από αυτά.
Αλήθεια, όμως, τί έμπνευση είχανε, όταν έγραφαν αυτά τα κορυφαία έργα τους! Ας αναλογιστούμε επίσης κάτω από ποιες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες παρήγαγαν τη μοναδική μουσική τους και ποιες κοινωνικές αναπαραστάσεις είχανε βιώσει τότε, από την παιδική τους ηλικία έως την ενηλικίωσή τους. Πώς και κατά πόσο επηρεάστηκαν από τις δεδομένες συνθήκες της εποχής τους; Σύνθετα ερωτήματα και προβληματισμοί που δεν μπορούν εύκολα να απαντηθούν και να αξιολογηθούν επιτυχώς, διότι ο καθένας τους διέθετε ιδιαίτερα χαρίσματα, οπότε επηρέασε και επηρεάστηκε από τις εκάστοτε συνθήκες μέσα στις οποίες έζησε, μεγάλωσε και δημιούργησε.
Το ερώτημα που εύλογα ανακύπτει είναι: “Γιατί δεν υπάρχει η ίδια έμπνευση σήμερα;”. Τί έχει αλλάξει και τί έχει παραμείνει ίδιο; Η εποχή που ζούμε είναι μεταβατική και πολυσύνθετη, τα προβλήματα που έχουν συσσωρευθεί στη μνημονιακή Ελλάδα κρίνονται πολύ σοβαρά και δύσκολα αντιμετωπίσιμα. Πληθώρα ερεθισμάτων και κινήτρων εντοπίζονται στη σημερινή Ελλάδα, για να γράψει ο δημιουργός μουσικά έργα με ιδιαίτερη αξία. Το “σήμερα” παρουσιάζει πολλά κοινά με το “χθες”, ωστόσο δε φαίνεται, έως τις μέρες μας τουλάχιστον, να παράγεται μουσική η οποία να έχει μια διαχρονική και αδιάβλητη σπουδαιότητα, όπως για παράδειγμα είχαν, έχουν και θα έχουν μνημειώδη μουσικά έργα (“Επιτάφιος”, “Άξιον Εστί”, “Ρωμιοσύνη”, “Οδός Ονείρων”, “Ο Μεγάλος Ερωτικός”, “Ρεμπέτικο”, “Eλεύθεροι Πολιορκημένοι” κ.ά.).
Πού οφείλεται το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιών που κυκλοφορούν στις μέρες μας γίνονται επιτυχίες – σουξέ για ένα περιορισμένο διάστημα και μετά μπαίνουν στο “χρονοντούλαπο της ιστορίας”, παύουν να προτιμώνται από το ελληνικό κοινό και η ζήτησή τους μειώνεται αισθητά; Ευτυχώς παρατηρούνται και εξαιρέσεις στον κανόνα, καθώς ορισμένα σύγχρονα τραγούδια αξίζουν πραγματικά, κατακτούν τους Έλληνες μουσικόφιλους και ακούγονται για πολύ μεγαλύτερο διάστημα, τόσο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης όσο και στους χώρους διασκέδασης.
Ο καλλιτεχνικός κλάδος και ειδικότερα ο χώρος της μουσικής με την πληθώρα επαγγελμάτων που τον διακρίνει, προσφέρει σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας και αμοιβές σε χιλιάδες επαγγελματίες και ερασιτέχνες, αφού η μουσική παραγωγή στην Ελλάδα κρίνεται αυξημένη και συμβάλει επομένως στη μείωση της ανεργίας. Η μουσική, ως τέχνη και ως διασκέδαση, είναι πάντα συνυφασμένη με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Πλέον, η ελληνική μουσική έχει εισέλθει στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση (ψηφιοποίηση, διαδίκτυο, μουσικές πλατφόρμες, όπως π.χ. youtube, vimeo και ιστοσελίδες, κοινωνικά δίκτυα κτλ.), γεγονός που περιόρισε κάποιες θέσεις απασχόλησης, ταυτόχρονα, όμως, δημιούργησε νέες, που τις έχουμε ανάγκη στη χειμαζόμενη οικονομία μας…
Θα χαιρόμουν πολύ, εάν η τρέχουσα κρίση που διατρέχει ολόκληρη την ελληνική κοινωνία λειτουργήσει θετικά, συντελώντας αποφασιστικά στην παραγωγή ποιοτικότερης ελληνικής μουσικής, η οποία θα διαπεράσει τα ελληνικά σύνορα και θα έχει έναν οικουμενικό χαρακτήρα, εκφράζοντας υψηλού επιπέδου πανανθρώπινα ιδανικά και διαχρονικές αξίες. Εξάλλου η Ελλάδα, πρωτίστως, διακρίνεται για τον πολιτισμό και τα ποικίλα πολιτιστικά της προϊόντα στο διάβα των αιώνων.