«Ο θεσμός των οπλιτών βραχείας ανακατάταξης είναι ένας θεσμός εξ ορισμού βραχείας διάρκειας, που δεν απολήγει σε μονιμοποίηση των υπηρετούντων σε αυτόν. Η βραχεία περίοδος υπηρεσίας και το γεγονός ότι δεν απαιτούνται συγκεκριμένες γραμματικές γνώσεις για την πρόσληψή τους, καθιστά τον θεσμό αυτόν πρόσφορο για την κάλυψη στοχευμένων και βραχυπρόθεσμων αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων». Αυτό υπογράμμισε, απαντώντας σε επίκαιρη ερώτηση των βουλευτών Ν. Παπαναστάση και Θ. Παφίλη, στη Βουλή, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος.
«Η πρόσληψη των υποψηφίων», πρόσθεσε ο υπουργός, «γίνεται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα» με μέγιστο χρόνο παραμονής στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων τα έξι χρόνια, «γεγονός που το γνωρίζουν και το αποδέχονται εκ των προτέρων, όσοι αποφασίζουν να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό για την πρόσληψή τους ως οπλίτες βραχείας ανακατάταξης».
Οι υποψήφιοι, συνέχισε ο υπουργός, πρέπει «να έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και να μην έχουν υπερβεί το 28ο, κατά το έτος κατάταξής τους στις Ένοπλες Δυνάμεις».
Και εξήγησε: «Το 28ο έτος της ηλικίας, ως ανώτατο ηλικιακό όριο πρόσληψης ΕΠΟΠ, εξυπηρετεί τις υπηρεσιακές-επιχειρησιακές ανάγκες, προκειμένου να ανανεωθεί το στελεχιακό δυναμικό με νεότερο σε ηλικία προσωπικό από το ήδη υπηρετούν στις Ένοπλες Δυνάμεις».
«Ως εκ τούτου», συμπλήρωσε ο Ν. Παναγιωτόπουλος, «η παροχή, κατά παρέκκλιση, δυνατότητας συμμετοχής ήδη υπηρετούντων οπλιτών βραχείας ανακατάταξης, που έχουν υπερβεί το 28ο έτος της ηλικίας τους, σε διαγωνισμό για πρόσληψή τους ως ΕΠΟΠ, έρχεται σε άμεση αντίθεση με τα ως άνω αναφερθέντα».
Αναφορικά με τη δυνατότητα μετάταξης των υπηρετούντων ως οπλιτών βραχείας ανακατάταξης, στον θεσμό των ΕΠΟΠ, ο Ν. Παναγιωτόπουλος τόνισε ότι «δεν ενδείκνυται η σύνδεση των δύο θεσμών, δεδομένου ότι αφενός εξυπηρετούν διαφορετικές υπηρεσιακές ανάγκες, αφετέρου διέπονται από διαφορετικό νομικό πλαίσιο όσον αφορά στις προϋποθέσεις πρόσληψης, στα καθήκοντα, στη μισθολογική και διοικητική εξέλιξή τους».
«Η πρόσληψη και παρακολούθηση της υπηρεσιακής κατάστασης των ΕΠΟΠ και των οπλιτών βραχείας ανακατάταξης γίνεται μέσα από ένα πλέγμα δοκιμασμένων διατάξεων και προσεγμένων διαδικασιών, που όμως διαφοροποιείται για κάθε θεσμό, λόγω της διαφορετικότητας της φύσης τους», κατέληξε στην απάντησή του ο υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Ο Ν. Παναγιωτόπουλος σχετικά με την αποζημίωση στρατιωτικών για τη νυκτερινή εργασία τους
«Βούληση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Άμυνας είναι η άμεση προώθηση νεότερου σχεδίου Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ), προκειμένου να εκκινήσει εκ νέου άλλη μία προσπάθεια ρύθμισης του θέματος», γνωστοποίησε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, απαντώντας σε ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή ο βουλευτής της Ελληνικής Λύσης Κωνσταντίνος Μπούμπας με θέμα «Αποζημίωση Στρατιωτικών για τη Νυκτερινή Εργασία τους».
O κ. Παναγιωτόπουλος διευκρίνισε πως «το γεγονός ότι δεν έχει εισέτι εκδοθεί η οικεία ΚΥΑ, μεταξύ του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και του υπουργείου Οικονομικών, οφείλεται στις υφιστάμενες δημοσιονομικές συνθήκες και την υποχρέωση διαφύλαξης της ακεραιότητας του εκάστοτε εκτελούμενου προϋπολογισμού, προκειμένου να αποτραπούν επιπτώσεις στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) των ετών 2019-2022».
«Σε κάθε περίπτωση, όμως, το ΥΠΕΘΑ είχε διαβιβάσει στο υπουργείο Οικονομικών σχέδιο ΚΥΑ, αναφορικά με τον καθορισμό του ανώτατου ορίου ωρών νυχτερινής απασχόλησης, αλλά μέχρι σήμερα αυτό δεν έχει γίνει αποδεκτό. Ωστόσο, στο πλαίσιο της διαρκούς μέριμνας για το προσωπικό, βούληση της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΘΑ είναι η άμεση προώθηση νεότερου σχεδίου ΚΥΑ, προκειμένου να εκκινήσει, εκ νέου, άλλη μία προσπάθεια ρύθμισης του θέματος», ανέφερε.
Επίσης, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας επανέλαβε ότι:
– Η αρμοδιότητα για την πολιτική μισθών και αποζημιώσεων εμπίπτει αποκλειστικά στο υπουργείο Οικονομικών, το οποίο την εξειδικεύει με ειδικούς νόμους, με βάση τις εκάστοτε οικονομικές συνθήκες και την εφαρμοζόμενη δημοσιονομική πολιτική.
– Σύμφωνα με τον ν.4472/2017 και ειδικότερα με την παράγραφο Δ’ του άρθρου 127 αυτού, προβλέπεται η χορήγηση ειδικής αποζημίωσης, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο την ιδιοτυπία των συνθηκών, υπό τις οποίες τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων προσφέρουν εργασία και κατά τις νυκτερινές ώρες.