Από τις μπαρουτοκαπνισμένες βουνοπλαγιές του ’21 στις μολότοφ και τα δακρυγόνα του Συντάγματος – Η Προεδρική Φρουρά μετρά 152 χρόνια ζωής

Από τις μπαρουτοκαπνισμένες βουνοπλαγιές του ’21 στις μολότοφ και τα δακρυγόνα του Συντάγματος – Η Προεδρική Φρουρά μετρά 152 χρόνια ζωής

Της Τόνιας Α. Μανιατέα

   Ιδρύθηκε μια μέρα σαν τη σημερινή πριν από ενάμιση και πλέον αιώνα (12 Δεκεμβρίου του 1868) υπό την τιμητική ονομασία «άγημα», επειδή έτσι αποκαλείτο από τον αρχαίο ιστορικό και σωκρατικό φιλόσοφο Ξενοφώντα, στο έργο του «Κύρου Ανάβασις», το τμήμα εκείνο των στρατιωτών που ηγείτο των υπολοίπων (προϊόν του ρήματος άγω = οδηγώ). Αλλά με αυτόν τον ίδιο όρο («άγημα»)αναφερόταν και στα χρόνια του Μεγαλέξανδρου η μονάδα επίλεκτων ανδρών, που εξυπηρετούσαν ως σωματοφύλακες επίσημων προσώπων. Σε κάθε περίπτωση το άγημα ήταν η «αφρόκρεμα» των νέων πολεμιστών. Το τμήμα που συγκέντρωνε τους πιο δυνατούς στρατιώτες, τους πιο ρωμαλέους σε κορμί, πνεύμα και ψυχή. 

   Με αυτό το βαρύ νοηματικό φορτίο προκύπτει το «άγημα» και στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, λίγα χρόνια μετά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1864, που αναγνωρίζει στην Ελλάδα λαϊκή κυριαρχία και σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη μοναρχία στη δημοκρατία. Το «άγημα» αποτελεί «στράτευμα αυθύπαρκτον, μέρος του μονίμου στρατού και προορισμένον αποκλειστικώς δια την υπηρεσίαν ημών», αναφέρει το υπ. αριθμ. 65 Βασιλικό Διάταγμα, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τη 19η Δεκεμβρίου 1868. Στο «άγημα», λοιπόν, υπηρετούν γεροδεμένοι, ευθυτενείς νέοι, που έχουν ως αποκλειστικό καθήκον την προστασία της βασιλικής οικογένειας.

   Καθώς τα χρόνια περνούν, αυτό το επίλεκτο σώμα μετονομάζεται σε «Ανακτορική Φρουρά», σε «Φρουρά Σημαίας και Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτου», σε «Βασιλική Φρουρά» και εντέλει σε «Προεδρική Φρουρά», όπως παραμένει έως σήμερα. Στη αρχή, το σώμα είναι μάχιμο. Οι άνδρες του, οι τσολιάδες, οι εύζωνες (οι στρατιώτες, οι μη φέροντες βάρος – ασπίδες κ.λπ., αλλά ζωσμένοι τον οπλισμό τους, ώστε να κινούνται με ευελιξία έναντι του εχθρού) εκπαιδεύονται σκληρά και επιστρατεύονται όποτε το καλεί η πατρίδα. Σε έναν παράλληλο ρόλο και αφού απαρτίζεται από γεροδεμένους, ευθυτενείς νέους, αξιοποιείται σε τελετουργικές υποχρεώσεις της πολιτείας. Τον τελετουργικό ρόλο του κρατά σήμερα και παρότι ταυτοποιείται ως στρατιωτική μονάδα του τόπου, δεν υπάγεται στο υπουργείο Άμυνας, αλλά απευθείας στο Στρατιωτικό Γραφείο της Προεδρίας της Δημοκρατίας.

   ΥΨΗΛΑ ΙΔΑΝΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

   Στα καθήκοντα των ανδρών της Προεδρικής Φρουράς είναι η τιμητική φρούρηση του Προεδρικού Μεγάρου, αλλά και της κεντρικής πύλης του παρακείμενου στρατοπέδου «Γ. Τζαβέλα», όπου διαβιούν και εκπαιδεύονται οι εύζωνες. Στη λίστα των καθηκόντων του σώματος συμπεριλαμβάνονται και η έπαρση και υποστολή της ελληνικής σημαίας τις Κυριακές και αργίες στον βράχο της Ακροπόλεως καθώς και η απόδοση τιμών στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και σε αρχηγούς ξένων κρατών. Επιπλέον, κατά τον εορτασμό της εθνικής επετείου την 25η Μαρτίου, ουλαμός της Προεδρικής Φρουράς ανοίγει πάντα την παρέλαση των πεζοπόρων τμημάτων των Ενόπλων Δυνάμεων, μπροστά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενώ τμήμα της φρουράς συμμετέχει ενίοτε και σε εκδηλώσεις ομογενειακών οργανώσεων του εξωτερικού, καθώς και στην τελετή υποδοχής του Αγίου Φωτός από τα Ιεροσόλυμα.

   Το ιερότερο καθήκον του ευζώνων της Προεδρικής Φρουράς είναι -κοντά έναν αιώνα τώρα (από το 1932, οπότε εγκαινιάσθηκε)- η 24ωρη τιμητική φρούρηση του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, μπροστά στο κτήριο της Βουλής των Ελλήνων, όπου πριν από 177 χρόνια (3 Σεπτεμβρίου του 1843) ο λαός πρωτο-επαναστάτησε εναντίον του παλατιού ζητώντας μετ΄ επιτάσεως τη θέσπιση Συντάγματος. Σ΄ εκείνο τον ιερό χώρο, εκατέρωθεν του κενοτάφιου του στρατιώτη, του «εκτάδην κειμένου», του πεσμένου στο πεδίο της μάχης, με τη γλυπτή επιγραφή που φιλοτέχνησε ο Φωκίων Ρωκ, τα παλικάρια της Προεδρικής Φρουράς, που σφύζουν λεβεντιάς και δύναμης στέκουν αγέρωχοι φρουροί 24 ώρες το 24ωρο σε κάθε καιρό, με κάθε συνθήκη. Ο συμβολισμός είναι δυνατός και οι εύζωνες εντέλλονται να τον συντηρούν και να τον υπενθυμίζουν. Τα υποδείγματα των ρωμαλέων πολεμιστών, οι σκληροτράχηλοι Σπαρτιάτες, που έφευγαν με την ευχή και την κατάρα της μάνας τους «ή ταν ή επί τας» (να επιστρέψεις κρατώντας την ασπίδα ή πάνω σε αυτήν – σε περίπτωση θανάτου), για τον καλλιτέχνη του μνημείου έπρεπε να αποτελούν τον πυρήνα του μηνύματος. Ο ανάγλυφος πεσμένος στρατιώτης δεν κείτεται πάνω στην ασπίδα του. Δίνει την εντύπωση ότι ξεκουράζεται, ίσως και να κοιμάται. Κρατώντας την ασπίδα του γερά στο αριστερό χέρι, είναι πάντα ετοιμοπόλεμος. Σε αυτόν τον στρατιώτη, που είναι έτοιμος να θυσιαστεί ανά πάσα στιγμή ξανά και ξανά για την πατρίδα, στέκουν ακοίμητοι φρουροί και επίκουροι πολεμιστές οι εύζωνες.

   Πιάνοντας τον μίτο της ανδρείας από εκείνους τους ρωμαλέους αρχαίους πολεμιστές, «μπολιασμένοι» με θάρρος, δύναμη και πίστη, οι σύγχρονοι ήρωες, οι τσολιάδες της Προεδρικής Φρουράς, εντέλλονται να αποδεικνύουν διαρκώς -και το κάνουν- ότι στέκονται άξιοι των υψηλών ιδανικών της πατρίδας. Αυτά τα ιδανικά «διάβασε» ο απανταχού Ελληνισμός στα δακρυσμένα μάτια του εύζωνα Κωνσταντίνου Λούσια, μέσα στον ναό του Αγίου Γεωργίου στην Αδελαϊδα της Αυστραλίας, τον Μάιο του 2017, όταν ο επίσκοπος Νικάρδιος έπλεκε το εγκώμιο της Ελλάδας, που έστεκε αγέρωχη υπό το βάρος των δεινών της. «Στέκομαι και θα συνεχίζω να στέκομαι υπερήφανος μέχρι το τέλος. Θα τιμώ την πατρίδα μου και κάθε στρατιώτη, που έδωσε τη ζωή του στο παρελθόν, ώστε να είμαστε ελεύθεροι εμείς σήμερα» θα δηλώσει κατόπιν ο δακρυσμένος εύζωνας.

   ΦΡΕΣΚΟΞΥΡΙΣΜΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΑ, ΜΟΣΧΟΜΥΡΩΔΑΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

   Το σώμα της Προεδρικής Φρουράς αποτελείται από περίπου 120 μέλη, συμπεριλαμβανομένων και των εποπτών. Ο νεοσύλλεκτος που επιθυμεί να υπηρετήσει ως εύζωνας (η θητεία του μέλους της Προεδρικής Φρουράς αντιστοιχεί στων υπολοίπων στρατιωτών) υποβάλλει αίτημα και επιλέγεται εφόσον πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις. Πρέπει να έχει ύψος άνω του 1,87, να είναι ευειδής, με σωστή σωματική διάπλαση, χαρακτήρα και αντοχή. Με την επιλογή του για την Προεδρική Φρουρά, τον περιμένει μια σκληρή εκπαίδευση πέντε εβδομάδων, καθώς πρέπει να αφομοιώσει τον επιβαλλόμενο ειδικό βηματισμό, να συγχρονίσει τις κινήσεις του με το ταίρι του (οι εύζωνες εκπαιδεύονται ανά δυάδες – επιτυχημένη δυάδα θεωρείται εκείνη της οποίας τα μέλη έχουν επιτύχει τον απόλυτο συγχρονισμό στα «τυφλά» βήματα, δηλαδή σε αυτά που κάνουν όταν έχουν ο ένας στραμμένη την πλάτη στον άλλον), να μάθει τηρεί 60λεπτη ακινησία και να αντέχει σε οποιαδήποτε καιρική ή ανθρωπογενή συνθήκη. Να είναι καθαρός, μοσχομυρωδάτος και φρεσκοξυρισμένος (η ύπαρξη μύστακος σε πρόσωπο εύζωνα φανερώνει παλαιότητα στο σώμα). Από το πρώτο δευτερόλεπτο της βάρδιας του στο βάθρο της φρουράς και έως το τελευταίο μετατρέπεται σε ζωντανό άγαλμα. Απαγορεύεται να κινηθεί, να μιλήσει, να μορφάσει, να περιφέρει τη ματιά του. Πρέπει να μάθει να διαχειρίζεται την ανάγκη του για βήχα ή για φτέρνισμα. Τον ξαφνικό πόνο ή τη φαγούρα. Πρέπει ακόμα να εκπαιδευτεί να μην αφήνεται στο να αποσπαστεί η προσοχή του από επισκέπτες, που επιθυμούν να πειραματιστούν με την αντοχή του. Σε πολύ φορτικές περιπτώσεις, ενεργοποιείται ο μυστικός κώδικας επικοινωνίας με τον επόπτη της φρουράς, που επιβλέπει τη βάρδια κάθε ζεύγους ευζώνων από το φυλάκιο στο πλάι του μνημείου. Το σήμα των «βουβών» φρουρών είναι το χτύπημα του κοντακίου στο έδαφος. Αυτό «επιστρατεύεται» όταν ο επισκέπτης είναι ενοχλητικός ή όταν κάποιο αδέσποτο ζώο «φρενάρει» τον βηματισμό. Ο επόπτης σπεύδει και λύνει το πρόβλημα.

   ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ…

   Αλλά και οι εύζωνες είναι άνθρωποι. Και υπήρξαν άτυχες ή δύσκολες στιγμές που βγήκαν εκτός… συνήθων δεδομένων και καταγράφηκαν στην ιστορία της Φρουράς ως απρόοπτα, που ξεπεράστηκαν με την εκπαίδευση, την ετοιμότητα και κάποτε την αυτοθυσία αυτών των περήφανων ανδρών.

   Τον Μάρτιο του 2007, κατά τη διάρκεια ογκώδους φοιτητικής διαδήλωσης στο Σύνταγμα, μολότοφ εκτοξεύεται από αγνώστους στο φυλάκιο του επικεφαλής αξιωματικού στο μνημείο, παραδίδοντάς το στις φλόγες. Στα ελάχιστα μέτρα από το φλεγόμενο φυλάκιο οι εύζωνες παραμένουν ακίνητοι σε στάση προσοχής, σεβόμενοι τον πυρήνα του καθήκοντός τους: η Προεδρική Φρουρά ουδέποτε εγκαταλείπει το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Εντέλει, σπεύδει ο επόπτης και τους φυγαδεύει από τον φυλαγμένο προαύλιο χώρο της Βουλής. Γενικότερα, ως «οδυνηρές εμπειρίες» περιγράφουν οι Έλληνες τσολιάδες βάρδιες τους στο μνημείο, κατά τη διάρκεια επεισοδίων στην πολύπαθη πλατεία Συντάγματος, όταν μολότοφ και δακρυγόνα «πέφτουν βροχή». Είναι οι φορές που οι εύζωνες αδυνατούν να κρατήσουν στα μάτια το σταθερό αγέρωχο βλέμμα.

   Τον Ιανουάριο του 2010, ύστερα από τηλεφώνημα για τοποθέτηση βόμβας στον προαύλιο χώρο της Βουλής, τα μέλη της Προεδρικής Φρουράς αρνούνται να αποχωρήσουν από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, παρά την προειδοποίηση της Αστυνομίας. Έως ότου εκραγεί ο μηχανισμός, που έχει τοποθετηθεί σε απόσταση μόλις πέντε μέτρων από το φυλάκιό του, ο επόπτης στέκεται ανάμεσα στους δύο εύζωνες. Την επομένη, ο Πρόεδρος Κάρολος Παπούλιας καλεί και τους τρεις στο γραφείο του. «Στα δύσκολα φαίνεται η ψυχή του Έλληνα. Είστε παλικάρια και θα είστε καλοί πολίτες» τους απευθύνει σφίγγοντάς τους το χέρι.

   Ωστόσο, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, για τους εύζωνες της Προεδρικής Φρουράς ο φόβος και ο τρόμος είναι αλλού… Όταν βρέχει, τα καρφιά στους πάτους των τσαρουχιών επάνω στα ολισθηρά μάρμαρα του μνημείου μετατρέπουν τον βηματισμό σε εφιάλτη. Σε αυτές τις περιπτώσεις και προκειμένου να αποφευχθούν ατυχήματα, ο εύζωνας καταφθάνει ή αποχωρεί υποβασταζόμενος από τον επόπτη. Η ανάγκη γι αυτόν τον τελευταίο γίνεται επιτακτικότερη σε περίπτωση αισθητής πτώσης της θερμοκρασίας ή και χιονόπτωση, οπότε το υγρό έδαφος παγώνει και ο ευζωνικός βηματισμός καθίσταται ακόμη πιο δύσκολος. Αυτή είναι και η σπάνια περίπτωση, που μπορεί κανείς να δει τους «φύλακες» του ελληνικού ιδεώδους, στο Σύνταγμα, να φορούν κάπα. Η ωριαία ακινησία μετατρέπει το κορμί, στο οποίο δεν κινείται το αίμα, σε πρόθυμο αποδέκτη του ψύχους. Τότε οι τσολιάδες προσδοκούν τη λήξη της βάρδιας τους και την έναρξη του ιδιαίτερου βηματισμού, που θα βοηθήσει το αίμα τους να κινηθεί και τους αγκυλωμένους μύες τους να επανέλθουν.

   ΛΕΒΕΝΤΙΚΕΣ ΣΤΟΛΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟ

   Αν δεν ήταν ποτισμένη με πίστη και αφοσίωση στο έθνος και πάθος για την πατρίδα και τα ιδανικά της, αν δεν «έφερε» ως παρακαταθήκη αίμα, πένθος και αγνή αγάπη, δεν θα διέφερε και πολύ από τη στολή των ανδρών ενός συγκροτήματος παραδοσιακών χορών ή από εκείνη, που εκτίθεται στα λαογραφικά μουσεία. Μια αυθεντική «ζώσα» παραδοσιακή φορεσιά αποτελεί ιστορικό στοιχείο ενός λαού. Η στολή του τσολιά της Προεδρίας είναι βαριά, γεμάτη συμβολισμούς και αναφορές στο ένδοξο ελληνικό παρελθόν. Άλλωστε, δεν είναι προϊόν που βρίσκει κανείς στο εμπόριο. Είναι εξολοκλήρου χειροποίητη και για την κατασκευή της χρειάζονται περί τους τρεις μήνες σκληρής δουλειάς, από ανθρώπους εξειδικευμένους, έμπειρους και ταλαντούχους. Είναι το προσωπικό του ραφείου και τσαρουχοποιείου που υπάγονται στην Προεδρική Φρουρά. Οι στολές, που καλούνται να φορέσουν κατά περίσταση τα μέλη της Προεδρικής Φρουράς είναι κατά κανόνα τέσσερις: η επίσημη λευκή, η θερινή, η χειμερινή και η κρητική. Αλλά, ως θεματοφύλακας ιστορίας και πολιτισμού, η Προεδρική Φρουρά διατηρεί στο αρχείο των εθνικών ενδυμασιών της, την ποντιακή στολή, την παραδοσιακή ενδυμασία του βρακοφόρου του Αιγαίου και τη θρακιώτικη. Αυτές φοριούνται από τους εύζωνες σε ημέρες μνήμης και τιμής.

   Η επίσημη «λευκή» ευζωνική στολή, που συμβολίζει την αγνότητα του πόθου για τη λευτεριά και ορίζεται από την Πάγια Διαταγή Υπ’ αριθμόν 4-37/1981 «Περί στολών οπλιτών Στρατού Ξηράς», φοριέται τις Κυριακές, σε επίσημες γιορτές και αργίες, καθώς και σε τελετές απόδοσης τιμών. Αποτελείται από:

   Το φάριο, το κάλυμμα της κεφαλής, που είναι κατασκευασμένο από κόκκινη τσόχα (συμβολίζει τον αγώνα και το αίμα), με το μεταλλικό εθνόσημο καρφιτσωμένο στο κέντρο του και προσαρμοσμένο τον μαύρο θύσανο, τη μεταξωτή φούντα, που συμβολίζει τα δάκρυα των Ελλήνων για τη λευτεριά, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Ο θύσανος πέφτει στον δεξιό ώμο του εύζωνα, καθώς -κατά το βρετανικό σύστημα- το επ’ ώμου του τουφεκιού γίνεται στον αριστερό ώμο. Πριν το 1945, που ακολουθείτο το γαλλικό σύστημα και το επ’ ώμου εκτελείτο στον δεξιό ώμο, η φούντα του φαρίου κατέληγε στον αριστερό.

   Τον υποδήτη, το λευκό χασεδένιο πουκάμισο με τα διπλά μανίκια (το μέσα ζεύγος αγκαλιάζει τα χέρια του εύζωνα, όπως όλα τα άλλα πουκάμισα, και ένα δεύτερο από έξω χύνεται φαρδύ με μεγάλο άνοιγμα στον καρπό).

   Τις διπλές λευκές μάλλινες κάλτσες. Στηρίζονται στη μέση του εύζωνα, με τη βοήθεια ζώνης (ονομάζεται ανάσπαστος) που φέρει τέσσερα δερμάτινα λουράκια (σπαστάκια) και κρατά τεντωμένες τις κάλτσες, οι οποίες καταλήγουν σε ελαστικά υποπόδια. Η ζώνη φοριέται πάνω από το εσώρουχο.

   Τις καλτσοδέτες ή επικνημίδες. Είναι κατασκευασμένες από μαύρο ελαστικό ύφασμα και φοριούνται κάτω από το γόνατο, στο ύψος από που αρχίζει η κνήμη. Φέρουν δύο φούντες από μαύρο μετάξι και συμβολίζουν και αυτές, όπως και ο θύσανος, τα δάκρυα και το πένθος των υπόδουλων Ελλήνων.

   Το κοντό παντελόνι, που φοριέται πάνω από τον ανάσπαστο για να καλύπτει τη ζώνη και τα κουμπώματά της.

   Τη φουστανέλα, σύμβολο των ανταρτών της επανάστασης για ελευθερία στην ηπειρωτική Ελλάδα. Είναι κατασκευασμένη από ύφασμα 30 μέτρων και -σύμφωνα με την παράδοση- αριθμεί 400 πιέτες, μία για κάθε χρόνο σκλαβιάς από τους Τούρκους. Αποτελείται από δύο φύλλα, που κλείνουν περιμετρικά, σχηματίζοντας από ένα ημικύκλιο. Το κάθε φύλλο στερεώνεται με κορδόνι και τα δυο μαζί με δερμάτινη ζώνη, τη «ζώνη λευκών», με την οποία ο εύζωνας μπορεί να ρυθμίσει το μήκος της φουστανέλας, που πρέπει να είναι τέτοιο ώστε σε στάση προσοχής να βρίσκεται στο ίδιο ύψος με τα ακροδάχτυλά του.

   Τη σημαία, μία σειρά από 174 μπλε και λευκά κρόσσια που συμβολίζουν τον γαλανό ουρανό της ελεύθερης πατρίδας και τον αφρό των κυμάτων της θάλασσας και πέφτουν μπροστά από τη φουστανέλα, δεμένα με ένα μακρύ κορδόνι στη μέση του εύζωνα.

   Τη ζώνη από δέρμα μαύρο λουστρίνι, που κλείνει με μία επίχρυση πόρπη. Στη ζώνη είναι προσαρμοσμένες δύο μικρές φυσιγγιοθήκες, που κλείνουν με ένα επίχρυσο σφαιρικό κούμπωμα και μία ξιφοκρεμάστρα στην οποία είναι περασμένη ξιφολόγχη.

   Τη φέρμελη, δηλαδή το γιλέκο, που κατασκευάζεται με τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο και διατηρεί όλα τα διακοσμητικά σχέδια από μαύρα και λευκά γαϊτάνια, που έφεραν οι φέρμελες το 1867. Το γιλέκο είναι κατασκευασμένο από λευκό μάλλινο ύφασμα και είναι κεντημένο με πλούσια διακοσμητικά υψηλής λαογραφικής αξίας από λευκά και μαύρα σιρίτια. Στο στήθος, η φέρμελη έχει δύο ελλειπτικές σειρές από 16 κουμπιά. Τα μανίκια της είναι επίσης πλούσια, αλλά δεν είναι περασμένα στα χέρια του εύζωνα. Κρέμονται στις ωμοπλάτες του, τα «φτερά», κατά την ευζωνική… αργκό. Το κολάρο τη φέρμελης είναι κατασκευασμένο από γαλάζια τσόχα, γεγονός που διαφοροποιεί τους εύζωνες της Προεδρικής Φρουράς από εκείνους των μονάδων του Πεζικού, που υπηρετούν στα σύνορα και διαθέτουν στολή εύζωνα, στην οποία το κολάρο της φέρμελης είναι κόκκινο.

   Τα τσαρούχια. Είναι κατασκευασμένα στο χέρι από σκληρό κόκκινο δέρμα. Ζυγίζουν περί τα 2 κιλά έκαστο. Η σόλα τους είναι οπλισμένη με 60 καρφιά και πέταλο στο τακούνι. Η μύτη του τσαρουχιού καταλήγει σε μία προεξοχή, που καλύπτεται από φούντα. Σύμφωνα με την παράδοση, οι ραγιάδες με το αδούλωτο πνεύμα τους, έριχναν τον δυνάστη στη θάλασσα με κλωτσιές. Κατά άλλη παράδοση, στη φούντα των τσαρουχιών τους, οι Έλληνες τσολιάδες έκρυβαν φονικές λεπίδες.

   Σε περίπτωση ευζωνικής υπηρεσίας μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο, χρησιμοποιούνται τσαρούχια χωρίς καρφιά.

   Η θερινή φορεσιά των ευζώνων αποτελείται κυρίως από τον χακί ντουλαμά. Είναι στολή δροσερού υφάσματος, που στο επάνω μέρος της κουμπώνει με μία κατακόρυφη σειρά από πέντε μπρούτζινα κουμπιά. Ο γιακάς φέρει επίραμμα από μπλε τσόχα, οι επωμίδες και οι δύο τσέπες στο στήθος έχουν από ένα λείο μεταλλικό κουμπί. Χαμηλά στα μανίκια διακρίνεται γαζί σε σχήμα λάμδα, όπου -κατά το γαλλικό σύστημα- φέρονται τα διακριτικά βαθμού του εύζωνα (δεκανέα ή λοχία). Στο κάτω τμήμα του ο ντουλαμάς σχηματίζει φουστανέλα με 42 πτυχές και δύο λεία κουμπιά στο πίσω μέρος της στο ύψος της ζώνης. 

   Η χειμερινή φορεσιά των μελών της Προεδρικής Φρουράς αποτελείται από τον σκούρο μπλε ντουλαμά, ως φόρο τιμής στους μακεδονικούς αγώνες του ελληνισμού και ελάχιστα έχει αλλάξει από το 1888 έως σήμερα. Κουμπώνει στο στήθος με δύο μη παράλληλες σειρές από 14 μεταλλικά κουμπιά. Άλλα 12 ίδια κουμπιά συνεχίζουν οριζόντια στο στέρνο. Όλα τα κουμπιά μαζί σχηματίζουν ένα κανονικό τραπέζιο. Κάτω από τη μέση ο ντουλαμάς καταλήγει σε φουστανέλα με 44 πτυχώσεις. Στο πίσω μέρος της, κάτω από τη ζώνη, υπάρχουν δύο κατακόρυφες σειρές τριών κουμπιών έκαστη. Στο κάτω άκρο των μανικιών υπάρχουν αναδιπλώσεις που καταλήγουν σε κυματοειδή γραμμή με κόκκινο παράραμμα. Σε κάθε μανίκι υπάρχει σειρά από έξι σφαιροειδή μεταλλικά κουμπιά. Τα διακριτικά βαθμού βρίσκονται όπου και στον θερινό ντουλαμά. Χαμηλά στα μανίκια.

   Η κρητική ευζωνική στολή αποτελεί φόρο τιμής στους αγώνες της νησιωτικής Ελλάδας. Είναι χρώματος σκούρου μπλε και το σχέδιό της έχει τις ρίζες του στη στολή των Κρητών χωροφυλάκων των αρχών του αιώνα. Ο θύσανος στο φάριο πέφτει στην πλάτη και όχι τον ώμο του βρακοφόρου. Το αμπέχονο (ή εξωτερικό γιλέκο ή φέρμελη) είναι κεντημένο με χρυσή κλωστή. Το πουκάμισο είναι λευκό με μανίκια που αγκαλιάζουν τα χέρια. Το εσωτερικό γιλέκο είναι κατασκευασμένο από σκούρο κόκκινο ύφασμα, έχει παραράμματα από κόκκινο μετάξι και κουμπώνει με δύο σειρές από εννιά κόκκινα μεταξωτά κουμπιά. Το χαρακτηριστικό νησιώτικο ζωνάρι είναι από μπλε- βυσσινί μεταξωτό ύφασμα και καταλήγει σε μακριά κρόσσια. Η βράκα φέρει διακοσμητικά στοιχεία από χρυσοκλωστή σε αντιστοιχία με το γιλέκο, στο ύψος του γόνατου και φοριέται με μαύρες βαμβακερές κάλτσες και στιβάλια από λευκό δέρμα (παραδοσιακές κρητικές μπότες).

©Πηγή: amna.gr

Loading

Play